Από τη Διεθνή Προβολή στην Περιθωριοποίηση: Η Αρχιτεκτονική της Κύπρου στη Μπιενάλε της Βενετίας

Θέσεις: Παύλος Φεραίος, Αρχιτέκτων

Θεσμικά ελλείμματα, επιμελητικές ανεπάρκειες και η ανάγκη επανατοποθέτησης της αρχιτεκτονικής στον δημόσιο διάλογο

Η έντονη πολιτικοποίηση της Αρχιτεκτονικής τους τελευταίους μήνες, με αφορμή τη συμμετοχή της Κύπρου στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία, η μετατόπιση του δημόσιου αρχιτεκτονικού διαλόγου από το επιστημονικό στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο καθώς και η εργαλειοποίηση θεμελιωδών εννοιών του δημόσιου αρχιτεκτονικού λόγου από βουλευτές, πολιτικούς, δημοσιογράφους αλλά και συναδέλφους έχουν – κατά την άποψή μου – προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στον θεσμό της εκπροσώπησης της χώρας στη διοργάνωση, αλλά και στην ίδια την εικόνα της αρχιτεκτονικής πρακτικής στην Κύπρο.

Διαπιστώνοντας τον σοβαρό κίνδυνο πλήρους εκτροχιασμού του δημόσιου διαλόγου από την ουσία της Αρχιτεκτονικής και μελετώντας το τελευταίο διάστημα τις εκτεταμένες δημοσιεύσεις και αρθρογραφία γύρω από το θέμα, αποφάσισα να καταγράψω τις απόψεις μου, επιχειρώντας να επαναφέρω τη συζήτηση στο αρχιτεκτονικό περιεχόμενο που αποτελεί τον πυρήνα και την ουσία του θεσμού της Μπιενάλε Βενετίας.

Από τη θέση του Αντιπροέδρου του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κύπρου, μέλους της Επιτροπής Μπιενάλε του ΣΑΚ και μέλους της Ειδικής Κριτικής Επιτροπής που έλαβε την απόφαση για τη φετινή συμμετοχή, διευκρινίζω ότι οι απόψεις που εκφράζω είναι αυστηρά προσωπικές και δεν εκπροσωπούν τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Κύπρου ή το Διοικητικό Συμβούλιό του.

Έχω χωρίσει το κείμενο στα εξής κεφάλαια:
1. Η διαχρονική μας παρουσία στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας.
2. Η Φετινή Εκπροσώπηση της Κύπρου.
3. Η Απόσυρση της Έκδοσης των Επιμελητών από το Υφυπουργείο Πολιτισμού και η μετάθεση της συζήτησης από την Αρχιτεκτονική.
4. Η εκχώρηση της Αρχιτεκτονικής στις Τέχνες.
5. Η Απουσία Θεσμικής Ευθύνης Υφυπουργείου, ΣΑΚ και Επιμελητών
6. Προτάσεις για Αναβάθμιση της Κυπριακής Συμμετοχής.

Σημειώνω, τέλος, ότι όσα διατυπώνονται γραπτώς απορρέουν από την προσωπική μου πεποίθηση για την άμεση ανάγκη επανατοποθέτησης της Αρχιτεκτονικής στο επίκεντρο του διαλόγου — μακριά από πολιτικές προεκτάσεις, θεσμική αδιαφορία και επιμελητική προχειρότητα. Η συμμετοχή της Κύπρου στη Μπιενάλε δεν είναι συμβατική υποχρέωση· είναι καθρέφτης της πολιτιστικής μας ωριμότητας. Όταν η αρχιτεκτονική εργαλειοποιείται ή αγνοείται, υποβαθμίζεται η ίδια η σκέψη μας για τον χώρο και τη συλλογική μας ταυτότητα. Αν δεν υπερασπιστούμε οι ίδιοι οι Αρχιτέκτονες την ουσία της αρχιτεκτονικής μας σκέψης και πράξης, κανείς δεν θα το κάνει για εμάς.

1. Η διαχρονική μας παρουσία στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας.

Η αφετηρία για την κατανόηση του ζητήματος που ανέκυψε φέτος προϋποθέτει τη διαπίστωση και αναγνώριση των διαχρονικών προβλημάτων και ανεπαρκειών που χαρακτηρίζουν τις συμμετοχές της Κύπρου στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας από το 2006. Μια διοργάνωση με διεθνή ακτινοβολία και καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση του παγκόσμιου αρχιτεκτονικού διαλόγου, στην οποία η κυπριακή παρουσία διαχρονικά υστερεί και χαρακτηρίζεται από την απουσία σαφούς αρχιτεκτονικού αφηγήματος, από προχειρότητα και από θεματολογίες που συχνά διαμορφώνονται ευκαιριακά – κυρίως λόγω ελλείψεως χρόνου – καθώς και έλλειψη επαγγελματικής και συστηματικής καταγραφής και ανάλυσης του θέματος που πραγματεύεται.

Παρά τα σχεδόν είκοσι χρόνια συμμετοχής της Κύπρου στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, οποιαδήποτε δημοσιευμένη αξιολογική κριτική ή αναστοχαστική αποτίμηση των κυπριακών συμμετοχών παραμένει εξαιρετικά σπάνια. Από το Υφυπουργείο Πολιτισμού και τον ΣΑΚ, όλες οι συμμετοχές παρουσιάζονται ως επιτυχημένες, σύμφωνα με στερεοτυπικές, επιφανειακές και συχνά εξωραϊστικές ανακοινώσεις τύπου. Αντιθέτως, στην αρχιτεκτονική κοινότητα φαίνεται να επικρατεί ένας άτυπος κώδικας σιωπής γύρω από το περιεχόμενο των συμμετοχών που αποτρέπει την ουσιαστική κριτική. Είναι ενδεικτικό ότι, σε ιδιωτικές συζητήσεις με πρώην επιμελητές και αρχιτέκτονες, οι απόψεις τους για τις συμμετοχές και τη γενικότερη εκπροσώπηση της Κύπρου στο θεσμό εκφράζονται με ένταση και εμφατικότατα, αν και επικεντρώνονται ιδιαίτερα στα επαναλαμβανόμενα διαδικαστικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιμελητικές ομάδες. Ελάχιστοι όμως εκφράζονται δημόσια γραπτώς, και ακόμη λιγότεροι επί του αρχιτεκτονικού περιεχομένου.

Σε μια χώρα όπου απουσιάζει παντελώς ο έντυπος και ουσιαστικός κριτικός αρχιτεκτονικός διάλογος, και όπου πολλά βραβεία αρχιτεκτονικής απονέμονται βάσει εμπορικών ή επιχειρηματικών κριτηρίων, θα ήταν πράγματι αφελές να αναμένει κανείς κάτι διαφορετικό στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής.

Αν εξετάσει, όμως, κανείς το σύνολο των κυπριακών συμμετοχών στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής έως σήμερα, θα εντοπίσει, με ορισμένες εξαιρέσεις, δύο κυρίως σταθερά επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά: αφενός την επίμονη αναφορά στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου (όπως η Πράσινη Γραμμή και η Αμμόχωστος) και αφετέρου μια ιστοριογραφική προσέγγιση του κυπριακού δομημένου τοπίου ή/και της οικοδομικής μας παράδοσης (με επαναλαμβανόμενη έμφαση στο μοντέρνο κίνημα) μέσα από τη στερεοτυπική τουριστική εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Επί της ουσίας, εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, «εξάγουμε» στη Βενετία είτε το πολιτικό μας τραύμα είτε την αστική ή τοπιακή ταυτότητα μας ως καρτ-ποστάλ.

Αξίζει σοβαρής κοινωνιολογικής διερεύνησης το πώς η πρόδηλη και αρχιτεκτονικά ανασφαλής – σχεδόν εμμονική – αναζήτηση μιας «κυπριακής ταυτότητας» (π.χ. εθνικής, ταξικής, αντισυστημικής) στην αρχιτεκτονική του τόπου, συρρικνώνεται από πολλούς επιμελητές σε απλουστευτικά και ιδεολογικά ξεπερασμένα σχήματα, για να καταλήξει, σχεδόν νομοτελειακά, σε μια ακόμη επανάληψη της φθαρμένης συζήτησης για το κυπριακό πρόβλημα και την εθνική ταυτότητα των Κυπρίων.

Αυτή η εμμονή με τον ορισμό της ταυτότητας δεν συνιστά ένδειξη αυτοπεποίθησης για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική μας παραγωγή ή για το δομημένο περιβάλλον της χώρας. Δεν υποστηρίζω ότι οι συμμετοχές μας θα πρέπει να περιορίζονται αποκλειστικά στην παρουσίαση σύγχρονων αρχιτεκτονικών έργων. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, οι πιο επιτυχημένες εθνικές παρουσίες του παρελθόντος ήταν εκείνες που περιλάμβαναν προπλάσματα και αρχιτεκτονικά σχέδια – τα βασικά εργαλεία επικοινωνίας των αρχιτεκτόνων – προβάλλοντας με αυτοπεποίθηση υλοποιημένα έργα των δημιουργών της κάθε χώρας ή παρουσιάζοντας μια συνολική αποτίμηση της τοπικής παραγωγής μέσω αυτών. Εξίσου ισχυρές είναι και εκείνες που, ακόμη και χωρίς υλοποιημένο έργο, καταθέτουν θεωρητικούς προβληματισμούς ή προτάσεις αξιοποιώντας μέσα αρχιτεκτονικής αναπαράστασης, ή/και εστιάζοντας στον μετασχηματισμό του κενού χώρου του κάθε περιπτέρου σε μια εμβυθιστική (immersive) χωρική εμπειρία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η υλικότητα και η επιτελεστικότητα (performativity) λειτουργούν ως μέσα για την αναδόμηση της αντίληψης του χρόνου από τον επισκέπτη.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα επιτυχημένων συμμετοχών στη φετινή Μπιενάλε είναι το Περίπτερο του Μαρόκου και το Περίπτερο της Σερβίας. Το πρώτο πραγματεύεται τη διαφορετική τοπική υλικότητα και τις οικοδομικές μεθοδολογίες που αναπτύσσονται σε γεωλογικά και γεωγραφικά ετερόκλητες περιοχές της χώρας. Θέμα ιδιαίτερα συγγενές με το κυπριακό περίπτερο, με μια διαφορετική – αποκλειστικά αρχιτεκτονική και επιστημονική – προσέγγιση και επεξεργασία. Το δεύτερο συνδυάζει την παράδοση του πλεξίματος με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, δημιουργώντας ένα μεταβαλλόμενο, αναρτώμενο πέπλο. Η δομή του σταδιακά ξετυλίγεται μέσω μιας σειράς μηχανισμών, οι οποίοι τραβούν τις κλωστές. Το αποτέλεσμα είναι ένας δυναμικός χώρος που μεταβάλλεται συνεχώς, προσφέροντας σε κάθε επίσκεψη μια διαφορετική εμπειρία· στο τέλος της έκθεσης, η εγκατάσταση θα έχει πλήρως ξετυλιχτεί, αποτελώντας ένα μεταφορικό σχόλιο για την κυκλικότητα των υλικών στην αρχιτεκτονική πρακτική.

Materiae Palimpsest, El Ghilali – Kingdom of Morocco Ereš,
Unraveling: New Spaces - Slobodan Jović, Davor Jelena Mitrović, Igor Pantić, Sonja Krstić, Ivana Najdanović, and Petar Laušević - Serbia

Όμως τα ανωτέρω δεν αποτελούν τον κανόνα, ιδιαίτερα όσον αφορά της κυπριακές συμμετοχές. Αντίθετα, στις κυπριακές συμμετοχές, η πλήρης υποκατάσταση της αρχιτεκτονικής με πολιτικό ή ιδεολογικό περιεχόμενο – όπου η ίδια η αρχιτεκτονική χρησιμοποιείται απλώς ως αφορμή για τη διαπραγμάτευση μη-αρχιτεκτονικών θεμάτων – συνιστά διαχρονική παθογένεια. Και, σε κάποιο βαθμό, της Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στο σύνολό της.

Τα παραπάνω επιδεινώνονται από το γεγονός ότι η κυπριακή συμμετοχή δεν εκτίθεται στο Arsenale – μαζί με τις υπόλοιπες χώρες που δεν διαθέτουν εθνικά περίπτερα – αλλά σε χώρο εκτός του κεντρικού πυρήνα της Μπιενάλε. Ο χώρος αυτός, εμφανώς ακατάλληλος για την παρουσίαση αρχιτεκτονικών εκθέσεων (προφανώς επιλέχθηκε από το Υφυπουργείο με κριτήριο τη Μπιενάλε Τέχνης), βρίσκεται εκτός της βασικής διαδρομής των επισκεπτών, ενώ η συμμετοχή της Κύπρου δεν συμπεριλαμβάνεται καν στον επίσημο κατάλογο και οδηγό της Μπιενάλε. Το αποτέλεσμα είναι η επισκεψιμότητά του χώρου να είναι ελάχιστη σε σύγκριση με το Arsenale ή το Giardini.

Ως συνέπεια, η κυπριακή συμμετοχή δεν αλληλεπιδρά ουσιαστικά με τα υπόλοιπα εθνικά περίπτερα, παραμένει στο περιθώριο του κεντρικού διαλόγου, ούτε επηρεάζει ούτε επηρεάζεται από τον διεθνή αρχιτεκτονικό λόγο που εκφράζεται στη Μπιενάλε. Είναι ενδεικτικό ότι, τα τελευταία είκοσι χρόνια, σπανίζουν οι διεθνείς δημοσιεύσεις ή αναφορές στο κυπριακό περίπτερο – καμία ουσιαστική ένταξη της Κύπρου στον ευρύτερο παγκόσμιο διάλογο για την Αρχιτεκτονική.
Πού οφείλεται αυτή η χρόνια απομόνωση και υποβάθμιση της κυπριακής συμμετοχής;

Προσωπικά, δεν μπορώ να εντοπίσω άλλη εξήγηση πέρα από τη συστηματική θεσμική απουσία του Υφυπουργείου Πολιτισμού (παλαιότερα Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας) και την αδυναμία του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κύπρου να καλύψει το θεσμικό κενό που δημιουργείται από αυτή την απουσία. Μέσα σε αυτό το καθιερωμένα προβληματικό πλαίσιο των τελευταίων είκοσι ετών υλοποιήθηκε και η φετινή πρόταση της Κύπρου, με τίτλο “στες πέτρες”.

"To The Stones" - Κυπριακή Συμμετοχή στη Μπιεναλε Αρχιτεκτονικής 2025 - Sevina Floridou, Nicola Mitropoulou & Clara Zinecker, Aaron Gatt, Seta Astreou-Karides, Miriam Gatt, Ioulita Toumazi.

2. Η Φετινή Εκπροσώπηση της Κύπρου

Η φετινή συμμετοχή της Κύπρου στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας δεν αποτελεί εξαίρεση στα προαναφερθέντα προβλήματα· αντίθετα, πάσχει κι’ αυτή από έλλειψη εννοιολογικής συνοχής, αμφισβητήσιμη αρχιτεκτονική εγκυρότητα, ασυνέπεια ως προς τις αρχές που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί, καθώς και από πολιτική εργαλειοποίηση και ιδεοληπτική ανάγνωση του αντικειμένου που πραγματεύεται.

Η εγκατάσταση στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην αυτούσια μεταφορά πέτρας στο χώρο της έκθεσης, χωρίς να ενσωματώνει εργαλεία που θα καθιστούσαν την παρουσίαση τεκμηριωμένη αρχιτεκτονική πρόταση. Αντί να αποτελέσει αφορμή για δημιουργικό και κριτικό στοχασμό γύρω από το κυπριακό τοπίο, τις παραδοσιακές πρακτικές της ξερολιθιάς, την αρχιτεκτονική μνήμη αλλά και τις σύγχρονες πρακτικές, η συμμετοχή παρέμεινε εγκλωβισμένη σε μια κυριολεκτική και συμβολικά ασθενή εγκατάσταση, η οποία αποτυγχάνει να διαμορφώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στον δημόσιο αρχιτεκτονικό λόγο, υποβαθμίζοντας τη συμμετοχή σε μια σχεδόν λαογραφική παρουσίαση.

"To The Stones" - Κυπριακή Συμμετοχή στη Μπιεναλε Αρχιτεκτονικής 2025 – Sevina Floridou, Nicola Mitropoulou & Clara Zinecker, Aaron Gatt, Seta Astreou-Karides, Miriam Gatt, Ioulita Toumazi.
"To The Stones" - Κυπριακή Συμμετοχή στη Μπιεναλε Αρχιτεκτονικής 2025 – Sevina Floridou, Nicola Mitropoulou & Clara Zinecker, Aaron Gatt, Seta Astreou-Karides, Miriam Gatt, Ioulita Toumazi.

Η απουσία ερμηνευτικού, θεωρητικού και αρχιτεκτονικού πλαισίου καθιστά την πρόταση επιφανειακή και περιορισμένη σε ένα “προσωπικό αφήγημα”, αφήνοντας αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα για τη σχέση της ξερολιθιάς με το παρόν και το μέλλον της κυπριακής αρχιτεκτονικής. Σε καμία περίπτωση η πρόταση δεν ανταποκρίνεται στη θεματική του Carlo Ratti “Intelligens: Natural – Artificial – Collective”  όπου θα ανέμενε κανείς να εξεταστούν πως μορφές νοημοσύνης – φυσική, τεχνητή, συλλογική – μπορούν να συμβάλουν στην προσαρμογή της αρχιτεκτονικής απέναντι στην κλιματική κρίση και τις σύγχρονες προκλήσεις.

Η επιμελητική ομάδα βασίζει την σύνδεση της πρότασής της με τη θεματική στο αυτονόητο χαρακτηριστικό κάθε οικοδομικής πρακτικής: τη συνύπαρξη φυσικών υλικών, τεχνητών εργαλείων και συλλογικής εργασίας. Ωστόσο, η ανάλυσή εξαντλείται σε απλές διαπιστώσεις, σημειώνοντας π.χ. ότι η πρακτική της ξερολιθιάς απαντάται σε Κύπρο, Ιταλία και αλλού, χωρίς να εξετάζονται ουσιαστικά οι διαφορετικές τεχνικές, τα πολιτισμικά συμφραζόμενα ή η προσαρμογή της πρακτικής στα εκάστοτε τοπία και καλλιτεχνικές εκφράσεις.

Αντί η έκθεση να λειτουργήσει ως αναλυτική αφετηρία, οι επιμελητές μοιάζουν να προσαρμόζουν την πρακτική της ξερολιθιάς πρωτίστως στις δικές τους ανάγκες και, δευτερευόντως, στη θεματική της Μπιενάλε, μέσα από τον ελάχιστο δυνατό παρονομαστή ανάλυσης. Η συγκρότηση ομάδων εργασίας και με συμμετέχοντες από άλλες χώρες παρουσιάζεται ως τεκμήριο ύπαρξης συλλογικότητας και “συλλογικής μνήμης”, χωρίς να αποσαφηνίζεται ο τρόπος με τον οποίο αυτή συγκροτείται ή λειτουργεί. Η “μνήμη” περιορίζεται σε μια συμβολική ερμηνεία της πέτρας ως φορέα παράδοσης, χωρίς καμία αναφορά στη αποκοπή αυτής της πρακτικής από την σύγχρονη καθημερινότητα. Δεν προτείνονται αρχιτεκτονικές εφαρμογές που να βασίζονται σε ουσιαστική κατανόηση της μεθοδολογίας της ξερολιθιάς ή της δυναμικής του κυπριακού ημιορεινού τοπίου, ώστε να αποκτήσουν νόημα στο παρόν και το μέλλον της αρχιτεκτονικής.

Ιδιαίτερα για την “τεχνητή νοημοσύνη”, οι επιμελητές όχι μόνο δεν αξιοποιούν σύγχρονα εργαλεία όπως το LiDAR, η φωτογραμμετρία και τα GIS για την αποτύπωση, κατανόηση και αναδόμηση του κυπριακού τοπίου, αλλά ασκούν κριτική σε αυτές τις τεχνολογίες, θεωρώντας ότι επιτρέπουν στους αρχιτέκτονες να προσαρμόζουν το έργο τους στο τοπίο χωρίς ουσιαστική σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Αυτή η προσέγγιση δείχνει πλήρη παρανόηση των θεματικών του Carlo Ratti, αφού την ίδια στιγμή ο αντίστοιχος τομέας στο Arsenale, υπό την επιμέλεια του ίδιου, επιδιώκει να «επεκτείνει την έννοια του “τεχνητού” πέρα από τα Μεγάλα Γλωσσικά Μοντέλα (LLMs).

Η ρομποτική, η μηχανική και η επιστήμη των δεδομένων συγκλίνουν για να μας δείξουν πώς η τεχνολογία μπορεί να επηρεάσει το δομημένο περιβάλλον μας και τα κοινωνικά μας συστήματα». Για τους Κύπριους επιμελητές, ωστόσο, η βασική διάκριση ανάμεσα στα εργαλεία και στον τρόπο που αυτά χρησιμοποιούνται μοιάζει να τους διαφεύγει τελείως.

Η εγκατάσταση στερείται δε αρχιτεκτονικής τεκμηρίωσης: δεν συνοδεύεται από αρχιτεκτονικά σχέδια (με εξαίρεση τα αξιόλογα – πλην όμως μη επεξηγηματικά – σχέδια του Aaron Gatt), χάρτες ή άλλο υλικό που να προσανατολίζει τον επισκέπτη στον φυσικό, κοινωνικό και ιστορικό χώρο από τον οποίο προέρχεται – συγκεκριμένα, το χωριό Σαλαμιού και την ημιορεινή Λεμεσό. Η απουσία αναλυτικών εργαλείων – και κανείς εύλογα αναρωτιέται πόσο χρήσιμα θα μπορούσαν να είναι εργαλεία όπως το LiDAR σε μια τέτοια έκθεση – καθιστά αδύνατη τη συσχέτιση του εκθεσιακού αντικειμένου με τον κυπριακό τόπο, ακυρώνοντας έτσι μια βασική αρχή της αρχιτεκτονικής επικοινωνίας: τη σύνδεση του έργου με το πλαίσιο αναφοράς του.

Ιδιαίτερα σε σχέση με το Μανιφέστο της Κυκλικής Οικονομίας του Carlo Ratti, που αφορά στο αποτύπωμα των εκθεσιακών χώρων, εντοπίζεται έντονη – έως ειρωνική – αντίφαση στο οικολογικό αφήγημα της φετινής κυπριακής πρότασης. Ενώ οι επιμελητές επιχειρούν να ασκήσουν κριτική στη σύγχρονη αρχιτεκτονική πρακτική για την υπερβολική εξάρτηση από βιομηχανικά υλικά και την αλόγιστη χρήση φυσικών πόρων, οι ίδιοι επέλεξαν να προμηθευτούν πέτρες από λατομείο – αρχικά από την Κύπρο και, όταν αυτό κατέστη λογιστικά ανέφικτο, από λατομείο της περιοχής Cuneo κοντά στις Δυτικές Άλπεις – παρακάμπτοντας πλήρως την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών, υλικών ή την επαναχρησιμοποίηση υλικών.

Η περιβαλλοντική επιβάρυνση που συνεπάγεται η εξόρυξη και μεταφορά βαρύ υλικού σε διεθνή έκθεση όχι μόνο αντιφάσκει κατάφωρα με το δηλωμένο οικολογικό περιεχόμενο της πρότασης, αλλά αποκαλύπτει και μια επιφανειακή ή ελλιπή κατανόηση της έννοιας της βιωσιμότητας. Ακόμη και όταν η μεταφορά και τοποθέτηση πέτρας από την Κύπρο αποδείχθηκαν οικονομικά απαγορευτικές, οι επιμελητές επέμειναν στην αρχική τους επιλογή, εξασφαλίζοντας από το Υφυπουργείο σχεδόν τον διπλασιασμό του προϋπολογισμού – από 86.500€ σε 155.000€ (ποσό στο οποίο δεν περιλαμβάνονται το ενοίκιο και τα λειτουργικά έξοδα του χώρου ύψους 60.000€). Πάνω από το ήμισυ του τελικού προϋπολογισμού διατέθηκε αποκλειστικά για την αγορά, μεταφορά και τοποθέτηση της πέτρας, καθώς και για την κάλυψη εξόδων μετάβασης, διαμονής και αμοιβής συνεργατών και τεχνιτών πέτρας στο εξωτερικό. Η υπέρμετρη δαπάνη για την υλοποίηση μιας προσωρινής εγκατάστασης, με ελάχιστη αρχιτεκτονική ή εννοιολογική προστιθέμενη αξία και χωρίς καμία δυνατότητα μελλοντικής επανεγκατάστασής της σε άλλο εκθεσιακό χώρο, σε συνδυασμό με την απουσία συνοδευτικών δράσεων ή ερμηνευτικών μέσων, προκαλεί εύλογο προβληματισμό τόσο για τη χρηστή διαχείριση των δημόσιων πόρων όσο και για το πραγματικό της αντίκρισμα στην αρχιτεκτονική κοινότητα και το επάγγελμα. Η άγνοια των επιμελητών για τις ιδιαιτερότητες των αρχιτεκτονικών εκθέσεων φαίνεται και στην επιλογή τους να προβάλλουν οπτικοακουστικό υλικό μέσω οθονών με ακουστικά – στοιχεία που δύσκολα κεντρίζουν το ενδιαφέρον, διακόπτουν τη ροή της έκθεσης και λίγοι επισκέπτες αφιερώνουν χρόνο να παρακολουθήσουν μέσα σε εκθεσιακό χώρο αρχιτεκτονικής.

Παράλληλα, αν και το έργο προβλήθηκε ως “συμμετοχικό” – ο τρίτος πυλώνας (Collective Intelligence) που αφορά στη δυναμική της ανταλλαγής εμπειριών και της συλλογικής ανάλυσης ως μέσων βελτίωσης της κατανόησης και της πράξης – καμία αντίστοιχη διερεύνηση δεν ενσωματώθηκε. Δεν προτάθηκε ούτε υλοποιήθηκε ουσιαστική εμπλοκή του κοινού ή των επισκεπτών: δεν περιλήφθηκε διαδραστικό στοιχείο, συλλογική δράση ή εκδήλωση που να ενεργοποιεί τον εκθεσιακό χώρο και να εμπλουτίζει την εμπειρία του επισκέπτη.

Η φερόμενη “συμμετοχικότητα” περιορίστηκε, αφενός, στην αναπαραγωγή ενός άρθρου σχετικού με τις ξερολιθιές στην Παλαιστίνη, χωρίς εις βάθος ανάλυση ή δημιουργική συσχέτιση με τα ιδιαίτερα συμφραζόμενα και τις κοινωνικοπολιτισμικές ιδιαιτερότητες της Κύπρου· και, αφετέρου, στη φυσική παρουσία της επιμελητικής ομάδας και των συνεργατών της στο εξωτερικό, χωρίς να προκύπτει ουσιαστική ανταλλαγή γνώσης, εμπειρίας ή κοινωνικής πρακτικής. Ως εκ τούτου, η χρήση του όρου καθίσταται ασαφής και εν τέλει παραπλανητική.

Η φετινή συμμετοχή, εν ολίγοις, αποτελείται από ένα φτωχά σχεδιασμένο και ανεπαρκώς υλοποιημένο περίπτερο, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί μια χαμένη ευκαιρία για ουσιαστική συμβολή στον παγκόσμιο αρχιτεκτονικό διάλογο, και αντικατοπτρίζει μια προβληματική προσέγγιση τόσο ως προς την αρχιτεκτονική πρόταση καθ’ αυτή, όσο και ως προς την θεσμική, διαχειριστική της διάσταση. Αν κάτι κατέδειξε, είναι την επιτακτική ανάγκη επαναπροσδιορισμού του πλαισίου και των αρχών που διέπουν τη συμμετοχή της Κύπρου στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής.

3. Απόσυρση της Έκδοσης των Επιμελητών από το Υφυπουργείο Πολιτισμού και η μετάθεση της συζήτησης μακριά από την Αρχιτεκτονική.

Η απόφαση του Υφυπουργείου Πολιτισμού να αποσύρει την έκδοση που συνόδευε την κυπριακή συμμετοχή στη Μπιενάλε, με την αιτιολογία ότι περιείχε “προβληματικές αναφορές”, υπήρξε η αιτία τον για τη δημοσιότητα που προσέλαβε η φετινή συμμετοχή της Κύπρου – δυστυχώς για τους λάθος λόγους. Αν και αναγνωρίζω το δικαίωμα του εκδότη – στην προκειμένη περίπτωση του Υφυπουργείου – να έχει γνώση του περιεχομένου που χρηματοδοτεί, στην πράξη το Υφυπουργείο παραιτήθηκε από αυτό το δικαίωμα λόγω διαχρονικής αμέλειας απέναντι στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής και το περιεχόμενό της. Το βιβλίο ουδέποτε αναγνώστηκε από λειτουργό του Υφυπουργείου ή μέλος της Ειδικής Επιτροπής του ΣΑΚ, ενώ αμφιβάλλω αν το υπόλοιπο υλικό της συμμετοχής μελετήθηκε ποτέ από την πλευρά του Υφυπουργείου. Η επιλογή, όμως, της απόσυρσης δεν ήταν μονόδρομος· το Υφυπουργείο θα μπορούσε απλώς να διαχωρίσει γραπτώς τη θέση του, διαφυλάσσοντας έτσι την ελευθερία της έκφρασης και την ακεραιότητα της έκθεσης.

Δεν θεωρώ, ωστόσο, ότι η δημοκρατία στη χώρα μας ή η υπόσταση του κυπριακού κράτους απειλούνται από ένα βιβλίο – οποιοδήποτε βιβλίο – ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του. Κατανοώ όμως ότι το κράτος λειτουργεί υπό συγκεκριμένους κανόνες και πρακτικές (στους οποίους περιλαμβάνεται η πολιτική και δημοσιογραφική πίεση). Κατανοώ ταυτόχρονα και όσους αισθάνονται προσβεβλημένοι από το περιεχόμενο του συγκεκριμένου βιβλίου· ωστόσο, το μόνο που πραγματικά διαθέτουν είναι το αναφαίρετο δικαίωμα στα συναισθήματά τους – και τίποτε παραπάνω. Αντιλαμβάνομαι επίσης την ανησυχία όσων βλέπουν στην απόσυρση του βιβλίου μια μορφή λογοκρισίας· αναρωτιέμαι, όμως, αν το περιεχόμενό του εξέφραζε αντίθετη ιδεολογική κατεύθυνση, κατά πόσο θα ήταν οι ίδιοι που θα ζητούσαν την απόσυρσή του. Αυτό που διαπερνά όλες τις παραπάνω στάσεις είναι δυστυχώς μια μορφή “επιλεκτικής ευαισθησίας”, καθοδηγούμενη – συνειδητά ή ασυνείδητα – από πολιτικές ή κομματικές “συμπάθειες”. Κοινό τους δε χαρακτηριστικό είναι ότι δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την Αρχιτεκτονική.

Η μεγαλύτερη ζημιά που προκάλεσε η απόσυρση της έκδοσης ήταν η μετατόπιση της δημόσιας συζήτησης από την ουσία της αρχιτεκτονικής πρότασης στο περιεχόμενο ενός δευτερεύοντος συνοδευτικού βιβλίου. Κατά την άποψη μου, το εν λόγω βιβλίο δεν προσθέτει τίποτα ουσιώδες ως προς το αρχιτεκτονικό περιεχόμενο της έκθεσης. Αντιθέτως είναι σχεδόν απόλυτα αποσυνδεδεμένο από το αρχιτεκτονικό της περιεχόμενο – τις ξερολιθιές, το τοπίο, τον τόπο μας.

Αν και γίνονται αναφορές σε αυτά, δεν παρουσιάζονται ούτε με επεξηγηματικό ούτε με περιγραφικό τρόπο, ούτε καν με τεκμηριωμένα ιστοριογραφικό τρόπο· χρησιμοποιούνται (ή και εργαλειοποιούνται) ως αφορμή για την παράθεση – ή μάλλον την επιβεβαίωση – προαποφασισμένων, όπως υποψιάζομαι, απόψεων και αναλύσεων. Ένα βιβλίο που πραγματεύεται το κυπριακό ημιορεινό τοπίο, χωρίς να περιλαμβάνει ούτε έναν χάρτη, αρχιτεκτονικό σχέδιο, σκαρίφημα ή αποτύπωση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αρχιτεκτονικό. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απευθύνεται σε ένα διεθνές αρχιτεκτονικό κοινό. Η έκδοση είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοαναφορική και συχνά περιαυτολογική – καθώς περιλαμβάνει κυρίως συνεντεύξεις μεταξύ μελών της ίδιας της επιμελητικής ομάδας, αδόμητους διαλόγους, δευτερογενείς και ατεκμηρίωτες αναφορές σε απόψεις τρίτων, ανταλλαγές email με αποσπασματικές σκέψεις, καθώς και προσωπικές απόψεις και εμπειρίες – όλα χωρίς επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση.

Η ουσιαστική μοναδική αναφορά στην τεχνική και μεθοδολογία της ξερολιθιάς περιορίζεται σε λίγες παραγράφους (“πως εκαταλάβαμεν εμείς τουτη την [λειτουργική] αλυσίδα”). Αν κάποιος θέλει να μάθει για την παράδοση και την τεχνική της ξερολιθιάς στον τόπο μας και τις επιδράσεις της στο κυπριακό τοπίο σε καμία περίπτωση δεν θα αναζητήσει το εν λόγω βιβλίο. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορώ να κατανοήσω την δημόσια προτροπή του ΣΑΚ προς το υφυπουργείο και τους επιμελητές για “εποικοδομητικό διάλογο [με στόχο τη] διαμόρφωση των αναγκαίων τροποποιήσεων”. Πώς ακριβώς τροποποιείται ένα κείμενο που αποτελεί προσωπική αφήγηση ή συνέντευξη; Θα ζητηθεί από τους επιμελητές να αρνηθούν τα λόγια τους; Να αυτο-αναιρεθούν; Αυτό, για μένα, δεν συνιστά εποικοδομητικό διάλογο.

Ανεξαρτήτως της όποιας διαφωνίας με τα γραφόμενα του βιβλίου, και παρότι είναι έκδηλη η τάση ανάλυσης κάθε ιστορικού, κοινωνικού ή οικονομικού ζητήματος υπό το πρίσμα του ιστορικού υλισμού – χαρακτηριστικό μιας απλουστευτικής προσέγγισης – οφείλει κανείς να αναγνωρίσει στους συγγραφείς την ειλικρίνεια με την οποία καταθέτουν τις απόψεις τους – “την ψυσιήν” τους. Πιστεύω ακράδαντα ότι κάθε δημιουργός πρέπει να είναι ελεύθερος να εκφράζεται όπως επιθυμεί, να φέρει την ευθύνη των λόγων του και να αναζητά εκδότη που τον στηρίζει, χωρίς να καθίσταται αντικείμενο λογοκριτικής ή πολιτικής διαχείρισης. Ωστόσο, η υπεράσπιση αυτής της καλλιτεχνικής ελευθερίας – απολύτως θεμελιώδους και αδιαπραγμάτευτης – όταν αποκόπτεται από την αρχιτεκτονική πρακτική, λόγω της θεματικής μετατόπισης που παρατηρήθηκε, έχει ουσιώδεις συνέπειες για την αρχιτεκτονική κοινότητα.

Τις τελευταίες εβδομάδες, δημοσιεύτηκαν περισσότερα άρθρα και έγιναν περισσότερες δημόσιες παρεμβάσεις σχετικά με τη συμμετοχή μας στη Μπιενάλε από όσες έχουν καταγραφεί συνολικά για όλες τις κυπριακές συμμετοχές από το 2006. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες απόψεις εκφράστηκαν από άτομα – ειδικούς και μη – εκτός του αρχιτεκτονικού πεδίου. Ακόμη και όταν αρχιτέκτονες τοποθετήθηκαν δημόσια, η συζήτηση δεν επικεντρώθηκε στην ουσία της έκθεσης ή της αρχιτεκτονικής πρότασης, αλλά στα πολιτικά, γλωσσολογικά, εθνικά ή ιστορικά ζητήματα που έθεσε η έντυπη έκδοση – το “πολιτικό μας τραύμα”.

Η επιστολή των “40 Πολιτιστικών Φορέων” αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχυσης: ενώ θα βρει κανείς (έστω και δύσκολα) αρχιτέκτονες μέσα στους 40, σίγουρα δεν θα βρει καμία αναφορά στην αρχιτεκτονική – το αρχιτεκτονικό περιεχόμενο της έκθεσης αγνοείται παντελώς. Υπάρχουν όμως αναφορές σε “κυνήγι μαγισσών”, “αντιδημοκρατική καταστολή” και σε “ηγεμονικούς πολιτισμούς (sic)”. Η αντιφατική σχέση των “πολιτιστικών φορέων” με την κρατική χρηματοδότηση και την ίδια τους την καλλιτεχνική ελευθερία καταδεικνύει την πλήρη άγνοια τους για το πως η κρατική εξάρτηση της τέχνης την εντάσσει αυτόματα στο σύστημα και ακυρώνει την κριτική και ανατρεπτική της ικανότητα .

Εν τέλη, ένα θέμα που θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο αρχιτεκτονικού διαλόγου μεταφέρθηκε στο κοινοβούλιο της χώρας και συζητήθηκε με όρους διαχειριστικούς, οικονομικούς και πολιτικούς, υποβαθμίζοντας ουσιαστικά τη συζήτηση για την ποιότητα της αρχιτεκτονικής παραγωγής στην Κύπρο. Η περαιτέρω διάχυσή του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα κοινωνικά δίκτυα μετέτρεψε το περιεχόμενο σε ένα ρηχό αφήγημα, χαμηλής ποιότητας — βασισμένο σε επιφανειακά σχόλια, εφήμερα γνωμικά και συνθηματολογική ρητορική.

Η αρχιτεκτονική κοινότητα της Κύπρου καλείται σήμερα να λάβει μια κρίσιμη απόφαση:
Θα εκχωρήσει τον αρχιτεκτονικό λόγο σε πολιτικούς, γλωσσολόγους, εθνολόγους, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και αυτόκλητους διανοούμενους; Ή θα υπερασπιστεί το αρχιτεκτονικό της πεδίο ως θεμελιωδώς δικό της, προστατεύοντας το από πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις που αλλοιώνουν τον πυρήνα του;

Twittering Machine - Paul Klee

4. Η εκχώρηση της Αρχιτεκτονικής στις Τέχνες

Η συστηματική τάση εκχώρησης του επιμελητικού και εννοιολογικού περιεχομένου αρχιτεκτονικών εκθέσεων σε καλλιτεχνικά ή ιδεολογικά σχήματα (επιμελητικές ομάδες όπου η πλειοψηφία δεν είναι αρχιτέκτονες) η οποία παρατηρείται επανειλημμένα στις κυπριακές συμμετοχές στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, οδηγεί αναπόφευκτα σε προτάσεις αποκομμένες από την ουσία της αρχιτεκτονική πρακτικής: την παραγωγή χώρου, τη μελέτη του δομημένου περιβάλλοντος και την επεξεργασία σχεδιαστικών λύσεων. Αν και η μετατόπιση αυτή συχνά πλαισιώνεται ως “διεπιστημονική” και “συμπεριληπτική”, στην ουσία λειτουργεί εις βάρος της Αρχιτεκτονικής, τόσο ως γνωστικού όσο και ως επαγγελματικού πεδίου, εξοβελίζοντας την τεκμηριωμένη πρακτική, την κατασκευαστική γνώση και την αναστοχαστική σχέση με το τοπίο.

Πρακτικά, η διακριτή ταυτότητα της Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής τείνει να εξαλειφθεί, συγχέοντας το περιεχόμενο της με εκείνο της Μπιενάλε Τέχνης. Αυτό το φαινόμενο, αξιοσημείωτα, παρατηρείται μονομερώς: δεν έχει υπάρξει αντίστοιχη μετατόπιση των εικαστικών συμμετοχών προς την αρχιτεκτονική θεματολογία, ενώ σπάνια θα συναντήσει κανείς αρχιτέκτονες ως μέλη επιμελητικής ομάδας στη Μπιεναλε Τέχνης. Η σύγχυση αυτή, όμως, οφείλεται κυρίως στους ίδιους τους αρχιτέκτονες, οι οποίοι αποποιούνται τη δική τους επαγγελματική ταυτότητα υπέρ μιας καλλιτεχνικής, συχνά ρητορικής προσέγγισης.

Μπιεναλε Αρχιτεκτονικής 2023 (Κυπριακό Περίπτερο)
Μπιεναλε Τέχνης 2024 (Κυπριακό Περίπτερο)

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαναφερθείσας τάσης δεν αποτελεί μόνο η φετινή κυπριακή συμμετοχή στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής· ανάλογη, πλήρης μετατόπιση στο πεδίο της τέχνης παρατηρήθηκε και στη συμμετοχή της Κύπρου στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής το 2023. Ωστόσο, στη φετινή διοργάνωση, η συστηματική απομάκρυνση της συζήτησης από την αρχιτεκτονική, ως αποτέλεσμα της μονομερούς εστίασης στην απόσυρση του συνοδευτικού εντύπου, καταδεικνύει την κυριαρχία ενός ιδεολογικού αφηγήματος, το οποίο δεν προσφέρει καμία ουσιαστική χωρική ή αρχιτεκτονική ανάλυση. Παράλληλα, κάθε δυνατότητα κριτικής παρέμβασης αποδυναμώνεται εκ των προτέρων, μέσω της επίκλησης της “καλλιτεχνικής ελευθερίας”, η οποία λειτουργεί περισσότερο ως εργαλειακή υπεκφυγή παρά ως συνθήκη γόνιμου διαλόγου.

Εντούτοις, αυτό που υποκαθιστά την αρχιτεκτονική δεν είναι μία τέχνη πραγματικά απελευθερωμένη από σκοπιμότητες, αλλά μια τέχνη στρατευμένη, ιδεολογικά προσδιορισμένη και πολιτικά εργαλειακή. Η “στρατευμένη τέχνη” (tendentious art), αν και συχνά προβάλλεται ως ριζοσπαστική ή πολιτικά ενεργή, καταλήγει συχνά να απλοποιεί τη σύνθετη φύση των αρχιτεκτονικών ζητημάτων, μετατρέποντάς τα σε διπολικά και ηθικολογικά αφηγήματα, αποδυναμώνοντας έτσι την εννοιολογική και χωρική τους επεξεργασία.

Ενδεικτικά, η συμπύκνωση εξαιρετικά σύνθετων κοινωνικών και ιστορικών διαδικασιών από τους επιμελητές σε απλουστευτικές φράσεις όπως: “In the Capitalocene, late-industrial transformations fracture land and communities through value extraction, while colonial, genocidal, and ecocidal violence displaces people and militarises ecologies”, αδυνατεί να προσφέρει γόνιμο πεδίο για πραγματικές απαντήσεις ή αρχιτεκτονικές λύσεις. Η αρχιτεκτονική, όμως, ορίζεται από την ικανότητά της να προτείνει: να μετασχηματίζει, να οργανώνει, να δημιουργεί συνθήκες. Όταν αυτή η δυνατότητα εκχωρείται σε ρητορικές αφαιρέσεις, χάνεται το ουσιαστικό της διακύβευμα.

Η αυθεντική πολιτική διάσταση της αρχιτεκτονικής δεν εντοπίζεται στον κριτικό, διδακτικό ή καταγγελτικό της χαρακτήρα, αλλά στην ικανότητα των έργων της να μετασχηματίζουν την ανθρώπινη αντίληψη με έμμεσο και σιωπηλό τρόπο. Αυτό αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό που διαχωρίζει την Αρχιτεκτονική από την Τέχνη. Ο χώρος, η υλικότητα και η βιωματική εμπειρία συνιστούν τα βασικά εργαλεία αυτής της επίδρασης – ενός ιδιαίτερου πεδίου που η αρχιτεκτονική μπορεί να υπηρετήσει με μοναδική αποτελεσματικότητα, εφόσον δεν εκτοπίζεται από ιδεολογικές αφηγήσεις, ακτιβιστικές προσεγγίσεις ή καλλιτεχνικούς ρητορισμούς.

Η αναγκαία επανατοποθέτηση της αρχιτεκτονικής στον δημόσιο λόγο δεν προϋποθέτει την άρνηση της τέχνης ή της ελευθερίας της· προϋποθέτει, όμως, τη συνειδητοποίηση των ορίων της και την κριτική κατανόηση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται. Ακόμη και η διαλεκτική του ιστορικού υλισμού, την οποία επικαλούνται – άμεσα ή έμμεσα – αρκετές φορές οι ίδιοι οι επιμελητές, αναγνωρίζει ότι η ανθρώπινη ελευθερία δεν είναι αφηρημένη. Ο Αντόρνο, ασκώντας κριτική στην υπαρξιακή πίστη του Σαρτρ στην ατομική ελευθερία των καλλιτεχνών, υπογραμμίζει την ανάγκη κατανόησης των υλικών και δομικών περιορισμών – ακριβώς εκείνων των περιορισμών που η Αρχιτεκτονική καλείται να διερευνήσει και να μετασχηματίσει: “Μέσα σε μια προκαθορισμένη πραγματικότητα, η ελευθερία γίνεται ένα κενό αξίωμα“.

Για να αντιστραφεί η πορεία των τελευταίων ετών, η κυπριακή συμμετοχή στις διεθνείς αρχιτεκτονικές διοργανώσεις οφείλει άμεσα να επανατοποθετηθεί στο επίκεντρο του ίδιου του αρχιτεκτονικού προβληματισμού και να αρθρώσει τεκμηριωμένες και χωρικά συνειδητές θέσεις και προτάσεις· οι μελλοντικοί επιμελητές, δε, οφείλουν να αντιληφθούν ότι το “πολιτικό μας τραύμα” και ο ιστορικός υλισμός δεν αποτελούν την αφετηρία κάθε καταγωγικής ανάλυσης, να αποβάλουν πολιτικές και ιδεολογικά στρατευμένες προεκτάσεις και να αναγνωρίσουν πως η αρχιτεκτονική παράγει πολιτισμό όταν μετατρέπει τη μορφή σε φορέα νοήματος και τον χώρο σε πεδίο κριτικής· η αρχιτεκτονική, εν τέλει, αρκεί και από μόνη της.

Architecture, 1923 by Paul Klee

5. Η Απουσία Θεσμικής Ευθύνης Υφυπουργείου, Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κύπρου και Επιμελητών

Οι ευθύνες για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η κυπριακή συμμετοχή στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής είναι κυρίως θεσμικές. Η απουσία αυτοκριτικής, διαφάνειας και ουσιαστικής ανάληψης ευθύνης από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο: την καθιέρωση της αντίληψης ότι η μετριότητα, η αδιαφάνεια και η έλλειψη λογοδοσίας αποτελούν αποδεκτές πρακτικές.

Η διασπορά της ουσιαστικής ευθύνης μεταξύ του Υφυπουργείου, του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κύπρου, των Κριτικών Επιτροπών και, εντέλει, των Επιμελητών όσον αφορά την επιτυχή (ή μη) διοργάνωση της κυπριακής συμμετοχής στη Μπιενάλε, ενισχύει αυτό το αρνητικό προηγούμενο. Επιπλέον, το ασαφές και ανεπαρκώς καθορισμένο πλαίσιο της νομικής σχέσης μεταξύ Υφυπουργείου και Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κύπρου δημιουργεί ένα διαχειριστικό κενό ευθύνης, το οποίο λειτουργεί εις βάρος ακόμη και των ίδιων των επιμελητών, οι οποίοι συχνά δεν γνωρίζουν προς ποιον να απευθυνθούν για βοήθεια ή καθοδήγηση σχετικά με τη διοργάνωση της έκθεσής τους.

Το πιο επικίνδυνο, δε, που μπορεί να συμβεί αυτή τη στιγμή, είναι οι εσωτερικές διαδικασίες έρευνας του Υφυπουργείου να επικεντρωθούν αποκλειστικά στη νομική πτυχή του θέματος της έκδοσης του βιβλίου, αποφεύγοντας να αντιληφθούν ότι πρόκειται για ένα πολύ μικρό και επουσιώδες ζήτημα, σε σχέση με τη συνολική προβληματική διαχείριση της αρχιτεκτονικής παρουσίας στη Μπιενάλε της Βενετίας από πλευράς του Υφυπουργείου. Ωστόσο, οι θεσμικές ευθύνες διαχωρίζονται σαφώς μεταξύ του Υφυπουργείου Πολιτισμού, του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κύπρου, της Κριτικής Επιτροπής και των Επιμελητών.

Οι ευθύνες του Υφυπουργείου συγκεντρώνονται κυρίως στον ρόλο του Επιτρόπου, ο οποίος σήμερα είναι λειτουργός του Υφυπουργείου και, δυστυχώς, αντιλαμβάνεται τη θέση του αποκλειστικά ως διαχειριστική και διεκπεραιωτική. Θα πρέπει άμεσα να τύχει συνολικής επαναξιολόγησης η συγκεκριμένη θέση ως προς τα καθήκοντά της και να γίνει κατανοητή η σημασία του συγκεκριμένου ρόλου από το Υφυπουργείο, καθώς ο Εθνικός Επίτροπος αποτελεί τον μοναδικό διαρκή συνδετικό κρίκο που ενώνει την Κύπρο με τη Μπιενάλε Βενετίας.

Δυστυχώς, έως σήμερα παρατηρείται έντονη έλλειψη εξειδίκευσης του Επιτρόπου σε Αρχιτεκτονικά θέματα και αδυναμία παρακολούθησης του θεσμού, ενώ υφίσταται πλήρης αποσύνδεση του από τις διεθνείς εξελίξεις στον χώρο της αρχιτεκτονικής και της επιμελητικής πρακτικής. Η ουσιαστική συνεισφορά του Επιτρόπου στο περιεχόμενο της έκθεσης και στη συζήτηση περί αρχιτεκτονικής είναι, δυστυχώς, μηδαμινή. Δεν καταγράφεται καμία ουσιαστική παρουσία του στις εκθέσεις της Βενετίας ούτε παρακολούθηση των άλλων εθνικών περιπτέρων, ενώ δεν έχουν ληφθεί πρωτοβουλίες εκ μέρους του για τη διαμόρφωση δομών ή στρατηγικών πολιτιστικής διπλωματίας, διακρατικής ανταλλαγής εμπειριών ή συνδιοργάνωσης εκθέσεων, όπως συμβαίνει με άλλες χώρες. Επιπλέον, η συστηματική υλοποίηση καθυστερημένων προκηρύξεων διαγωνισμών για την επιλογή επιμελητών – λίγους μόλις μήνες πριν από την έναρξη της διοργάνωσης – που μειώνει την ποιότητα και την πληρότητα των προτάσεων, δεν φαίνεται να έχει προβληματίσει τον Επίτροπο ή τους λειτουργούς του Υφυπουργείου τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Κύπρου, δυστυχώς, δεν έχει καταφέρει έως τώρα, με δική του πρωτοβουλία, να ορίσει με σαφήνεια τη νομική και διοικητική σχέση του με το Υφυπουργείο, ούτε να εξειδικεύσει καθήκοντα και ευθύνες αναφορικά με τη διοργάνωση της έκθεσης. Αντίστοιχα, δεν υπάρχουν δημοσιευμένες αξιολογήσεις εκ μέρους του ΣΑΚ ή δομές μεταφοράς γνώσης από προηγούμενες συμμετοχές σε επόμενες, γεγονός που θα λειτουργούσε ενισχυτικά και υποστηρικτικά προς τους επιμελητές. Ως αποτέλεσμα, οι επιμελητές δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκή καθοδήγηση ή διοικητική υποστήριξη.

Με ευθύνη του ΣΑΚ ορίζεται και η Κριτική Επιτροπή, η οποία καλείται να αξιολογήσει τις προτάσεις συνήθως υπό ασφυκτική πίεση χρόνου, χωρίς τη δυνατότητα ουσιαστικής εμβάθυνσης και τεκμηρίωσης, ούτε τη δυνατότητα να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία από τους υποψήφιους επιμελητές. Παράλληλα, η Επιτροπή δεν δημοσιεύει επαρκή αιτιολόγηση των αποφάσεών της, ούτε παρουσιάζει όλες τις συμμετοχές με συνοδευτικά σχόλια και αξιολόγηση, στο πλαίσιο της διαφάνειας, ώστε η αρχιτεκτονική κοινότητα να έχει πλήρη ενημέρωση και κατανόηση του σκεπτικού της επιλογής. Ταυτόχρονα, αν και κατά την άποψή μου ο ΣΑΚ είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος φορέας για θέματα αρχιτεκτονικής, δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα οργανωμένο αρχείο των συμμετοχών ή γενικά των εκθέσεων αρχιτεκτονικής της Μπιενάλε, ούτε των εκδόσεων των σημαντικότερων περιπτέρων, με ανοιχτή πρόσβαση στο κοινό, το οποίο θα λειτουργούσε υποβοηθητικά στους επιμελητές.

Ο ΣΑΚ επίσης αδυνατεί να συμβάλει επιστημονικά και ουσιαστικά στη διαμόρφωση θέσεων ή αρχών που να ορίζουν το αρχιτεκτονικό περιεχόμενο της κυπριακής παρουσίας. Δεν προηγούνται, πριν από την προκήρυξη ή τη σύνθεση της επιτροπής, ουσιαστικές συζητήσεις σε επιτροπές ούτε ανάλυση της θεματικής, ώστε να υπάρχει κοινή συνισταμένη ως προς το τι αναζητείται μέσω της προκήρυξης. Για τις Θεσμικές Ευθύνες των Επιμελητών γενικά, είναι αδύνατον να παραθέσω σχόλια, καθώς συμμετέχω στις διαδικασίες μόνο τα τελευταία τρία χρόνια. Ωστόσο, ένα καίριο ζήτημα που μπορεί και πρέπει να τύχει σχολιασμού αφορά τη φετινή στάση των επιμελητών απέναντι στον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Κύπρου και την ευρύτερη αρχιτεκτονική κοινότητα.

Κατά τη διαδικασία επιλογής, οι επιμελητές υπέβαλαν τρία φύλλα Α3 με το σκεπτικό της πρότασης τους, τα οποία δεν περιείχαν καμία αναφορά στο πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο που τελικά επιδίωξαν να εκφράσουν μέσω της έκθεσης. Η απουσία αυτής της θεματικής από τα υποβληθέντα στοιχεία εγείρει σοβαρά ερωτήματα διαφάνειας και πρόθεσης. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με το συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο – το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα κάθε δημιουργού – είναι αυτονόητο ότι η Κριτική Επιτροπή είχε το δικαίωμα να το γνωρίζει και οι Επιμελητές την υποχρέωση να την ενημερώσουν, ώστε η πρόταση να αξιολογηθεί στο σύνολό της, ιδίως όταν περιλαμβάνει στοιχεία ιδεολογικής ή πολιτικής τοποθέτησης. Δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο οι επιμελητικές προτάσεις να φέρουν σαφές ιδεολογικό ή πολιτικό πρόσημο· σε αντίστοιχες περιπτώσεις, η Επιτροπή προχώρησε κανονικά στην αξιολόγηση, χωρίς προκατάληψη. Η διαφορά στην παρούσα περίπτωση είναι ότι η σχετική θεματική δεν δηλώθηκε από τους επιμελητές – ουσιαστικά, αποκρύφθηκε από την υποβληθείσα πρόταση.

Ως εκ τούτου, μπορεί να ειπωθεί τεκμηριωμένα ότι οι επιμελητές δεν ενήργησαν με διαφάνεια και εντιμότητα απέναντι στην Κριτική Επιτροπή και στον ΣΑΚ, καθώς απέκρυψαν ουσιώδεις πτυχές της πρότασής τους, οι οποίες αφορούσαν τον πυρήνα της επιμελητικής τους πρόθεσης. Ακόμη πιο προβληματική ήταν η στάση τους μετά τη δημοσιοποίηση και τη δημόσια αντιπαράθεση των πτυχών αυτών. Αντί να επιδιώξουν έναν ανοικτό διάλογο με την αρχιτεκτονική κοινότητα της Κύπρου, να εξηγήσουν και να υπερασπιστούν δημόσια τις θέσεις τους, επέλεξαν να αφήσουν την υπεράσπιση – ή μη – της πρότασης τους σε τρίτους, μη-σχετικούς με το επάγγελμα, ενώ οι ίδιοι κινήθηκαν αποκλειστικά σε νομικό επίπεδο, μέσω γραφειοκρατικών ανταπαντήσεων προς το Υφυπουργείο, επικεντρωμένων σε διαδικαστικά θέματα.

Χαρακτηριστικό είναι ότι, ενώ οι Επιμελητές απέφυγαν κάθε δημόσια τοποθέτηση ή ανακοίνωση επί της ουσίας για το θέμα – γεγονός που ενέτεινε τις πολυάριθμες εκκλήσεις προς τον ΣΑΚ για επίσημη τοποθέτηση του – επέλεξαν παρ’ όλα αυτά να συμμετάσχουν σε πολιτικές συζητήσεις που διοργανώθηκαν στο εξωτερικό, με αντικείμενο ακριβώς το ίδιο ζήτημα. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν φάνηκε να αναγνωρίζουν την υποχρέωση ή την ανάγκη για διάλογο και επικοινωνία με την εγχώρια αρχιτεκτονική κοινότητα· την ίδια κοινότητα από την οποία προέρχονται και την οποία καλούνται να εκπροσωπήσουν σε έναν θεσμό τόσο σημαντικής διεθνούς προβολής.

Τέλος, σε σχέση με τις ευθύνες για την οικονομική διαχείριση της κυπριακής συμμετοχής, η αρχιτεκτονική κοινότητα της Κύπρου, η οποία έχει βαθιά και πικρή εμπειρία από τις διαδικασίες που διέπουν τους δημόσιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, καλείται να αναλογιστεί τα ακόλουθα:

Για έργα με προϋπολογισμό αντίστοιχο με αυτόν της συμμετοχής στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, οι αρχιτέκτονες καλούνται να υποβάλουν κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού – αμισθί – πλειάδα σχεδίων και υλικού για την επιλογή της πρότασης τους, ενώ εάν επιλεγούν καλούνται να προσκομίσουν λεπτομερή τεκμηρίωση εμπειρίας, να συμβληθούν σε συγκεκριμένες νομικές μορφές, να περάσουν από πολλαπλά στάδια διοικητικής και τεχνικής αξιολόγησης, να υποβάλουν δεκάδες μελέτες και αναρίθμητα σχέδια, και να διαχειριστούν τις σύνθετες και συχνά αποδιοργανωμένες απαιτήσεις του δημοσίου – τόσο σε επίπεδο νομοθεσίας όσο και γραφειοκρατίας.

Η υλοποίηση ενός δημόσιου έργου, ακόμα και όταν αυτό αφορά ήπια παρέμβαση, υπόκειται σε ασφυκτικό διοικητικό έλεγχο, προεγκρίσεις, ενδιάμεσες εκθέσεις, και αυστηρές διαδικασίες ελέγχου παραδοτέων. Ο αρχιτέκτονας βρίσκεται υπό συνεχή πίεση να ανταποκριθεί όχι μόνο στον δημιουργικό ρόλο του αλλά και στον ρόλο του τεχνικού διαχειριστή ενός περίπλοκου μηχανισμού. Αντιθέτως, στη διαδικασία επιλογής των επιμελητών για τη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, οι υποψήφιοι καλούνται να υποβάλουν ένα σύντομο κείμενο λίγων σελίδων Α3, το οποίο συνοδεύεται συνήθως από ασαφή τεχνική περιγραφή, γενικόλογη μεθοδολογία υλοποίησης και χρονοδιάγραμμα χωρίς δεσμευτικά στοιχεία. Είναι κοινή γνώση, επίσης, στην αρχιτεκτονική κοινότητα ότι οι προϋπολογισμοί κόστους που υποβάλλονται στο αρχικό στάδιο σπάνια υλοποιούνται όπως κατατέθηκαν.

Η ευκολία δε με την οποία αποδεσμεύεται το τελικό ποσό χρηματοδότησης για την κυπριακή συμμετοχή – χωρίς ενδιάμεση παρακολούθηση, αξιολόγηση ή οποιονδήποτε ουσιαστικό έλεγχο υλοποίησης – αντικατοπτρίζει, σε μεγάλο βαθμό, όχι μια θεσμική εμπιστοσύνη στους επιμελητές, αλλά τον χρόνο που πιέζει, καθώς και τον φόβο ακύρωσης της κυπριακής συμμετοχής και της συνακόλουθης διεθνούς έκθεσης της χώρας.

Η ασυμμετρία αυτή δημιουργεί εύλογο αίσθημα αδικίας στην αρχιτεκτονική κοινότητα: πώς ένα δημόσιο αρχιτεκτονικό έργο υπόκειται σε τόσο αυστηρούς περιορισμούς και έλεγχο, ενώ μία διεθνής αρχιτεκτονική συμμετοχή, με δημόσια στήριξη, μπορεί να ανατίθεται και να υλοποιείται χωρίς σαφές πλαίσιο διαφάνειας, λογοδοσίας και ελέγχου; Ανάμεσα, αφενός, στην πλήρη ανάθεση έργου ύψους 200.000€, με μόνη απαίτηση την υποβολή τριών φύλλων Α3 και χωρίς κανέναν περαιτέρω έλεγχο και διαφάνεια, και, αφετέρου, στον λογοκριτικό έλεγχο και την παρεμβατική επίδραση του Υφυπουργείου στο έργο των επιμελητών, είναι πραγματικά αδιανόητο να υποστηρίζει κανείς ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένας στοιχειώδης ενδιάμεσος χώρος· ένας χώρος που να διασφαλίζει τόσο την ελευθερία έκφρασης όσο και το αρχιτεκτονικό περιεχόμενο των συμμετοχών.

Η σημαντικότερη έκθεση αρχιτεκτονικής με κυπριακό περιεχόμενο πραγματοποιείται εκτός Κύπρου, με ελάχιστη πρόσβαση για το τοπικό κοινό και προϋπολογισμό πολλαπλάσιο από κάθε άλλη αντίστοιχη έκθεση στο νησί. Σπάνια – αν όχι ποτέ – έχει δοθεί σε Κύπριο αρχιτέκτονα η ευκαιρία να διαχειριστεί εκθεσιακό προϋπολογισμό ύψους 200.000€, όπως σπάνια είναι και η δυνατότητα του κυπριακού κοινού να επισκεφθεί έκθεση τέτοιου κόστους και εμβέλειας.

Παρά την επένδυση αυτών των σημαντικών πόρων, ο αντίκτυπος της κυπριακής συμμετοχής στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας παραμένει, δυστυχώς, σχεδόν ανύπαρκτος τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές αρχιτεκτονικό πεδίο. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί τη σημασία της συμμετοχής της Κύπρου στον κορυφαίο αυτό θεσμό· αντιθέτως, υπογραμμίζει την ανάγκη για ενίσχυση των διαδικασιών, των θεσμικών προϋποθέσεων και των ποιοτικών απαιτήσεων που πρέπει να διέπουν τη συμμετοχή, ώστε να δικαιολογείται ο δημόσιος προϋπολογισμός και να εξασφαλίζεται ουσιαστικός αντίκτυπος για την κυπριακή αρχιτεκτονική κοινότητα.

6. Προτάσεις για την Αναβάθμιση της Κυπριακής Συμμετοχής στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας

Ακολουθούν προτάσεις που διατυπώνονται ως συμπερασματική συνέχεια των πέντε προηγούμενων κεφαλαίων ανάλυσης και αποσκοπούν στη διαμόρφωση ενός θεσμικά κατοχυρωμένου, λειτουργικά συνεκτικού και πολιτιστικά στρατηγικού πλαισίου για την ενίσχυση της κυπριακής συμμετοχής στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Βασικός στόχος των προτάσεων είναι η αποκατάσταση και διασφάλιση του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα της συμμετοχής, μέσα από τη θέσπιση κριτηρίων επαγγελματικής επάρκειας, τη διαφάνεια στις διαδικασίες επιλογής και ανάθεσης, την ενίσχυση της θεσμικής συνεργασίας μεταξύ Υφυπουργείου και ΣΑΚ, καθώς και τη σταδιακή οικοδόμηση μιας διαρκούς επιτυχούς παρουσίας της Κύπρου στον διεθνή αρχιτεκτονικό διάλογο.

    1. Προκήρυξη Διεθνούς Διαγωνισμού για τη Θέση του Επιτρόπου της Κυπριακής Συμμετοχής
      Προτείνεται η προκήρυξη ανοικτού, διεθνούς διαγωνισμού για την επιλογή του Επιτρόπου που θα αναλάβει την ευθύνη συντονισμού και εκπροσώπησης της Κυπριακής συμμετοχής στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Η θέση αυτή προτείνεται να αποσυνδεθεί οριστικά από την πρακτική ανάθεσης της σε λειτουργό του Υφυπουργείου Πολιτισμού. Ο υποψήφιος θα πρέπει να είναι διπλωματούχος αρχιτέκτονας με τεκμηριωμένη, πολυετή εμπειρία στον τομέα της αρχιτεκτονικής θεωρίας, κριτικής και έκθεσης, και ειδικότερα με γνώση της λειτουργίας και της ιστορίας της Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής και της Κυπριακής Αρχιτεκτονικής. Δεν θα απαιτείται προηγούμενη θητεία ως επιμελητής, ώστε να διασφαλιστεί η ευρύτερη συμμετοχή. Η θητεία του Επιτρόπου θα πρέπει να είναι τουλάχιστον εξαετής, επιτρέποντας την εποπτεία και διαχείριση τουλάχιστον τριών συνεχόμενων διοργανώσεων. Η Επιτροπή Αξιολόγησης για την επιλογή του Επιτρόπου θα συσταθεί από τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Κύπρου (ΣΑΚ), με την πλειοψηφία των μελών της να απαρτίζεται από εγγεγραμμένους αρχιτέκτονες, ώστε να διασφαλιστεί η επαγγελματική επάρκεια και αντικειμενικότητα της διαδικασίας.
    2. Σύσταση Μόνιμης Τριμελούς Επιτροπής Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής
      Προτείνεται η δημιουργία μόνιμου, θεσμοθετημένου οργάνου διαχείρισης της συμμετοχής της Κύπρου στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, με αρμοδιότητα τον συντονισμό και την επίβλεψη της προετοιμασίας και υλοποίησης της συμμετοχής. Η επιτροπή θα είναι τριμελής και θα απαρτίζεται από:
      Α. Τον Επίτροπο της Κυπριακής συμμετοχής.
      Β. Έναν αρχιτέκτονα-λειτουργό του Υφυπουργείου Πολιτισμού.
      Γ. Έναν αρχιτέκτονα-εκπρόσωπο του ΣΑΚ.
      Η Επιτροπή αυτή θα είναι υπεύθυνη για την υποβολή περιοδικών εκθέσεων προόδου καθώς και τελικών απολογισμών προς το Υφυπουργείο και τον ΣΑΚ, συμβάλλοντας στη θεσμική διαφάνεια και στην εξασφάλιση της συνέχειας.
    3. Συγκρότηση Κριτικής Επιτροπής Επιλογής Επιμελητή.
      Η Κριτική Επιτροπή που θα αξιολογεί τις προτάσεις για την εκπροσώπηση της Κύπρου στη Μπιενάλε θα συγκροτείται από τα τρία μέλη της Μόνιμης Επιτροπής καθώς και τέσσερις επιπρόσθετους αρχιτέκτονες που θα διορίζονται από τον ΣΑΚ, με κριτήρια επαγγελματικής και ακαδημαϊκής επάρκειας. Η Επιτροπή θα υποχρεούνται να υποβάλει στον ΣΑΚ και στο Υφυπουργείο και στη συνέχεια να δημοσιεύει αναλυτικά πρακτικά των συνεδριάσεών τους, συμπεριλαμβανομένων των αιτιολογήσεων των αποφάσεων, καθώς και σχολιασμένων εκθέσεων όλων των υποβληθεισών προτάσεων, συμβάλλοντας σε ένα σύστημα αξιολόγησης υψηλής διαφάνειας και λογοδοσίας.Η επιτροπή θα προβαίνει σε αξιολόγηση σε δύο φάσεις, ενώ θα έχει το δικαίωμα να ζητά περαιτέρω στοιχεία ή/και επεξεργασία των προτάσεων από τους υποψήφιους επιμελητές προτού ολοκληρώσει τον πρώτο κύκλο αξιολόγησης. Στο πρώτο στάδιο θα επιλέγει τουλάχιστον δύο προτάσεις ως φιναλιστ. Οι επιλεγέντες επιμελητές στη συνέχεια θα προβαίνουν σε περαιτέρω επεξεργασία των προτάσεων τους, και θα προβαίνουν σε δεύτερη παρουσίαση της πρότασης τους στην επιτροπή, σε διαδικασία η οποία θα είναι ανοιχτή στο κοινό. Θα πρέπει να καταβάλλεται η μέγιστη προσπάθεια από τα μέλη της επιτροπής, αποδεσμευμένα από χρονικούς περιορισμούς, ώστε η τελική τους απόφαση να είναι ομόφωνη. Σε αντίθετη περίπτωση, οι μειοψηφούσες απόψεις θα πρέπει να μετασχηματίζονται σε προτάσεις που θα αποτελούν όρους για την επιλεγείσα πρόταση (conditional acceptance).
    4. Προϋποθέσεις Συμμετοχής για Επιμελητές
      Πέραν της βασικής προϋπόθεσης ότι ο επιμελητής της κυπριακής συμμετοχής στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής Βενετίας πρέπει να είναι διπλωματούχος Αρχιτέκτονας, προτείνεται η θεσμοθέτηση πρόσθετων ποιοτικών κριτηρίων που αφορούν τη σύνθεση της επιμελητικής ομάδας. Συγκεκριμένα, η επιμελητική ομάδα που πλαισιώνει τον βασικό επιμελητή θα πρέπει να απαρτίζεται κατά τα δύο τρίτα (2/3) τουλάχιστον από επαγγελματίες Αρχιτέκτονες, με αποδεδειγμένο έργο ή ερευνητική δραστηριότητα σχετική με τον κλάδο. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση της αρχιτεκτονικής ποιότητας και εγκυρότητας της συμμετοχής, στην ενίσχυση της διεπιστημονικής συνεργασίας υπό την ηγεσία της αρχιτεκτονικής σκέψης. Η συμμετοχή συνεργατών άλλων ειδικοτήτων (καλλιτεχνών, θεωρητικών, επιμελητών εκθέσεων, σχεδιαστών, κοινωνιολόγων κ.λπ.) παραμένει εφικτή και επιθυμητή, υπό την προϋπόθεση ότι το βασικό βάρος του επιστημονικού και εκθεσιακού περιεχομένου φέρουν κατά κύριο λόγο επαγγελματίες του αρχιτεκτονικού κλάδου.

    5. Μεταφορά της Συμμετοχής στο Κεντρικό Εκθεσιακό χώρο του Arsenale
      Προτείνεται η άμεση μεταφορά του κυπριακού περιπτέρου στο κεντρικό εκθεσιακό χώρο του Grand Arsenale, ώστε να ενισχυθεί η διεθνής προβολή και η θεσμική παρουσία της Κύπρου στη διοργάνωση.
    6. Ταυτόχρονη Προκήρυξη Θέσης Επιμελητή με την Ανακοίνωση της Θεματικής από τους Επιμελητές στη Βενετία
      Να καθιερωθεί η προκήρυξη για τη θέση του επιμελητή της κυπριακής συμμετοχής να γίνεται σε χρονικό συγχρονισμό με την επίσημη ανακοίνωση της θεματικής ενότητας της εκάστοτε Μπιενάλε από τους κεντρικούς επιμελητές στη Βενετία.
    7. Καθορισμός Ρεαλιστικού και Δεσμευτικού Προϋπολογισμού – Διαφάνεια, Ισοτιμία και Χορηγική Υποστήριξη
      Η διασφάλιση της ποιοτικής και ισότιμης συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας καθιστά επιτακτική την ανάγκη για τον εκ των προτέρων καθορισμό ενός επαρκούς, ρεαλιστικού και δεσμευτικού προϋπολογισμού. Ο προϋπολογισμός αυτός θα πρέπει να βασίζεται σε τεκμηριωμένες ανάγκες παραγωγής και εκπροσώπησης, καθώς και στις διεθνώς αποδεκτές προδιαγραφές συμμετοχής στη διοργάνωση. Η πρακτική της προκήρυξης με χαμηλούς αρχικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι τροποποιούνται εκ των υστέρων και κατά αποκλειστική απόφαση του Υφυπουργείου Πολιτισμού, λειτουργεί αποτρεπτικά για σοβαρές και τεκμηριωμένες προτάσεις. Επιπλέον, ενισχύει συνθήκες αδιαφάνειας και ενδεχόμενου αθέμιτου ανταγωνισμού, ιδίως για επιμελητές που δεν έχουν γνώση των εσωτερικών διαδικασιών που καταλήγουν στην εκ των υστέρων αύξηση του προϋπολογισμού, ή πρόσβαση σε διοικητικούς λειτουργούς του Υφυπουργείου για πληροφόρηση. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται επίσης σημαντικό να παρέχεται στους υποψήφιους επιμελητές σαφής καθοδήγηση σχετικά με τις δυνατότητες εξεύρεσης συμπληρωματικών πόρων μέσω χορηγιών από ιδιωτικούς ή άλλους θεσμικούς φορείς, τόσο εντός όσο και εκτός Κύπρου.
    8. Δημιουργία Ψηφιακού και Έντυπου Αρχείου της Κυπριακής Συμμετοχής
      Ο ΣΑΚ, με χρηματοδότηση από το Υφυπουργείο Πολιτισμού, να αναλάβει τη δημιουργία ενός πλήρους ψηφιακού και φυσικού αρχείου όλων των Κυπριακών συμμετοχών στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής από την πρώτη συμμετοχή έως σήμερα. Σημειώνω ότι η επίσημη ιστοσελίδα του Υφυπουργείου παρέχει πληροφόρηση και καταγραφή μόνο για τις συμμετοχές της Κύπρου στη Μπιενάλε Τέχνης. Το αρχείο αυτό θα λειτουργήσει τόσο ως τεκμηριωτικό όσο και ως εκπαιδευτικό εργαλείο για τους επιμελητές, ενώ θα είναι προσβάσιμο και σε επαγγελματίες, ερευνητές και φοιτητές.
    9. Επανέκθεση της Κυπριακής Συμμετοχής στην Κύπρο
      Προτείνεται η θεσμοθέτηση της επανέκθεσης του περιεχομένου της κυπριακής συμμετοχής στη Μπιενάλε σε εκθεσιακό χώρο στην Κύπρο, μετά την ολοκλήρωση της διοργάνωσης στη Βενετία. Η επανέκθεση θα λειτουργεί ως εργαλείο μεταφοράς της εμπειρίας και του διαλόγου στο εσωτερικό της χώρας, προώθησης της αρχιτεκτονικής παιδείας και της διαφάνειας, αλλά και ως ενίσχυση της προβολής των Κυπρίων δημιουργών στο τοπικό κοινό από το οποίο προέρχονται.
    10. Καθορισμός της νομικής και διαχειριστικής σχέσης ΣΑΚ και Υφυπουργείου
      Προτείνεται η θεσμική κατοχύρωση της σχέσης συνεργασίας μεταξύ του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κύπρου (ΣΑΚ) και του Υφυπουργείου Πολιτισμού μέσω της κατάρτισης αναλυτικής, επίσημης συμφωνίας. Η συμφωνία αυτή θα πρέπει να καθορίζει με σαφήνεια το νομικό καθεστώς, τα διαχειριστικά όρια και τις λειτουργικές ευθύνες κάθε εμπλεκόμενου φορέα όσον αφορά τη συμμετοχή της Κύπρου στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Η ανάγκη για έναν τέτοιο καθορισμό προκύπτει από την επιθυμία για θεσμική σταθερότητα, διαφάνεια, και ισότιμη κατανομή αρμοδιοτήτων, αποφεύγοντας ασάφειες ή συγκρούσεις ρόλων που υπονομεύουν τη διαδικασία εκπροσώπησης. Η συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει:
      Α. Την καθιέρωση και θεσμοθέτηση των νέων και υφιστάμενων οργάνων που περιγράφονται πιο πάνω: Επιτρόπου, Τριμελούς επιτροπής, Κριτικής Επιτροπής.
      Β. Τις αρμοδιότητες κάθε μέρους σε επίπεδο οργάνωσης, χρηματοδότησης, και διοικητικής εποπτείας.
      Γ. Τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και επίλυσης διαφορών.
      Δ. Τους μηχανισμούς παρακολούθησης της προόδου και υποβολής αναφορών.
      Ε. Την πρόβλεψη για τη διαρκή αναθεώρηση και επικαιροποίηση της συμφωνίας, ανάλογα με τις εξελίξεις στο πολιτιστικό, θεσμικό και διεθνές περιβάλλον.
      Ένα τέτοιο πλαίσιο θα διασφαλίσει όχι μόνο τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα στη συνεργασία, αλλά και τη θεσμική ενδυνάμωση του ρόλου των επαγγελματικών οργανώσεων, όπως ο ΣΑΚ, στη χάραξη και υλοποίηση της πολιτιστικής πολιτικής της χώρας. Οι δέκα προτάσεις που παρατίθενται παραπάνω ευελπιστώ πως συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο θεσμικής και ποιοτικής αναβάθμισης της κυπριακής συμμετοχής στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Πέρα από την ανάγκη διαφανούς διακυβέρνησης, κατανομής ρόλων και βιώσιμης χρηματοδότησης, κεντρικός σκοπός τους είναι η αποκατάσταση του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα της συμμετοχής, ως βασικής συνθήκης για την ουσιαστική παρουσία της Κύπρου στον διεθνή αρχιτεκτονικό διάλογο. Οι προτάσεις αυτές εισάγουν ένα νέο πρότυπο λειτουργίας που αντικαθιστά την αποσπασματική και ευκαιριακή διαχείριση με μια συνεκτική, θεσμικά κατοχυρωμένη και μακροπρόθεσμη πολιτιστική στρατηγική, ικανή να ενισχύσει τη δημιουργική παραγωγή, την επαγγελματική αξιοπιστία και τη διεθνή προβολή της κυπριακής αρχιτεκτονικής.

Elephant Chapel / Boonserm Premthada / Venice Architecture Biennale 2025