Αρχιτέκτονες: Χρύσανθος Χρυσάνθου, Ηρακλής Παπαχρίστου, Α.Μ.Κωτσιόπουλος.
Η ιδιαιτερότητα του κτηριακού συγκροτήματος της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου με βάση το πρόγραμμα του, είναι ότι έχει εν πολλοίς υβριδικό χαρακτήρα: αποτελεί αφενός ένα σύνθετο συγκρότημα με ευδιάκριτα, επαναλαμβανόμενα ως προς τη δομή τους αλλά όχι όμοια, μέρη (τμήματα) και με μη επαναλαμβανόμενο κεντρικό μέρος (κοινόχρηστες λειτουργίες), άρα προσομοιάζει σημαντικά προς ένα campus, έστω και σε μικρογραφία, ενώ, αφετέρου, έχει μέγεθος και οικοπεδική έκταση που θα επέτρεπαν την αντιμετώπιση του ως ενιαίας, έστω και ιδιαίτερα σύνθετης, κτηριακής μονάδας. Στην περίπτωση του Πανεπιστημίου Κύπρου, το ρόλο του συνδετικού κτηριακού ιστού και της σπονδυλικής στήλης του συνολικού campus παίζει το λεγόμενο belvedere, ένας κεντρικός δηλαδή πεζόδρομος από τον οποίον εξαρτώνται οι κτηριακές μονάδες του Πανεπιστημίου, μεταξύ των οποίων και μονάδες με κεντρικό ως προς τη λειτουργία τους χαρακτήρα.
Πρόκεται για ένα σύστημα σχετικώς πυκνής δόμησης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ακολουθεί τη λογική των συνδεδεμένων, αλλά ταυτόχρονα αυτόνομων από λειτουργικής και μορφολογικής πλευράς “νησίδων”. Το belvedere είναι κυρίως ένας συνδετήριος, πεζόδρομος στον οποίον προβάλλονται και, υπό μία έννοια, ανταγωνίζονται οι επιμέρους κτηριακές μονάδες, είτε επιμέρους σχολών, είτε κεντρικών δραστηριοτήτων. Η φύση αυτή του κεντρικού άξονα επιτρέπει – και μάλλον επιτάσσει – τη δημιουργία δημόσιων χώρων με ευδιάκριτο χαρακτήρα στο εσωτερικό κάθε “νησίδας”.
Παράλληλα, το συνολικό κτηριολογικό πρόγραμμα της Πολυτεχνικής Σχολής, έχει τέτοια ποικιλία χώρων, τέτοια διαφοροποίηση επιμέρους μεγεθών και τέτοιες ανάγκες ευελιξίας και επεκτασιμότητας, που θα ήταν παράλογο να μην προτείνει κανείς ένα – δοκιμασμένο για τέτοιας φύσης, συγκρότημα – οργανωτικό σύστημα διασταυρούμενων αξόνων ανάπτυξης των κτηρίων, που να επιτρέπει τη σαφή διάταξη των λειτουργιών, τις πολλαπλές σχέσεις των χώρων, την κάλυψη των λειτουργικών προδιαγραφών του προγράμματος, αλλά και την εναλλαγή κλειστών και ανοικτών χώρων, με καλές συνθήκες φωτισμού, ηλιασμού και θέας.
Το Σύστημα των Πτέρυγων. Τα δύο αυτά στοιχεία, η ανάγκη για έναν σημαντικό δημόσιο χώρο και ευέλικτη οργάνωση των επιμέρους χώρων των Τμημάτων οδηγεί στον ευδιάκριτα δισυπόστατο χαρακτήρα της πρότασης. Το σύνολο των χώρων των Τμημάτων οργανώνεται σε ένα ενιαίο σύστημα πτερύγων, με προσανατολισμό των χώρων στο νότο και το βορρά, με περιοχές μελλοντικής ανάπτυξης διατεταγμένες σε ζώνες στην ανατολική και δυτική πλευρά του οικοπέδου και με έξι κύριες στάθμες, στις οποίες εντάσσονται διαδοχικά από το χαμηλότερο προς το ψηλότερο:
α. τα ερευνητικά εργαστήρια (στάθμη -2, σε σχέση με το belvedere και 0 σε σχέση με την οδό εξυπηρέτησης στη νότια πλευρά του οικοπέδου) | β. πατάρι σε σχέση με το (α), η πλειονότητα των χώρων των μεταπτυχιακών φοιτητών | γ. τα εργαστήρια και οι λοιποί χώροι διδασκαλίας (στάθμη -1, σε σχέση με το belvedere) | δ. οι χώροι υποδοχής και διοίκησης των τμημάτων (στάθμη του belvedere) | ε. οι χώροι των γραφείων των διδασκόντων (στάθμες +1 και +2 σε σχέση με το belvedere).
Οι χώροι αυτού συγκροτούν ένα αυστηρό ορθογωνικό σύστημα με πολλαπλές ευκαιρίες πρόσβασης και κινήσεων, οργανωμένο έτσι ώστε να καλύπτει το σύνολο του οικοπεδικού χώρου, προσαρμοσμένο στην υψομετρική διαφορά της βόρειας από τη νότια πλευράς του οικοπέδου με ευδιάκριτο από πλευράς υλικών με την προτεινόμενη επένδυση από μάρμαρο αλλά και το σύστημα οριζόντιων περσίδων για την ηλιπροστασία των νότιων πλευρών των πτερύγων. Το σύστημα αυτό εξυπηρετείται με αυτοκίνητο για τροφοδοσία τόσο κεντρικά, όσο και περιμετρικά.
Εξαίρεση στην ορθογωνική κανονικότητα αποτελούν οι απολήξεις των οροφών των χαμηλότερων χώρων, που δημιουργούν ένα σύστημα στήριξης των υπερκείμενων πτερύγων, όπως και οι συνδετήριοι με την κεντρική ζώνη χώροι υποδοχής και διοίκησης, οι οποίοι απελευθερώνονται γεωμετρικά ώστε να “διεισδύσουν” στη ζώνη αυτή, διαμορφώνοντας τις κύριες εισόδους των Τμημάτων στο επίπεδο της κύριας ημιυπαίθριας κίνησης των πεζών.
Οι χώροι των γραφείων των διδασκόντων πάνω από το ενιαίο επίπεδο της ημιυπαίθριας κίνησης των πεζών παράγουν τρεις αναγνωρίσιμους όγκους “σήματα κατατεθέντα” του κάθε τμήματος, διαφοροποιούμενα μεταξύ τους ανάλογα με το μέγεθος των τμημάτων (δύο ζώνες σε δύο ορόφους για το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, που βάσει του προγράμματος στεγάζουν και τους χώρους των μεταπτυχιακών φοιτητών σε αντίθεση με τα άλλα δύο τμήματα, και απο μια ζώνη σε επίσης δύο ορόφους για τα άλλα δύο τμήματα) και προβάλλοντας την ισχυρά διαφοροποιημένη μορφή των συνδετήριων χώρων.
Όλοι οι χώροι των πτερύγων οργανώνονται με βάση ένα κανονικό μετρικό σύστημα στήριξης (κάναβο) διαστάσεων 10 x 10 μ. Ο κάναβος αυτός δημιουργεί μιαν αυστηρά δομημένη σχέση πλήρους και κενού, τόσο σε κάτοψη όσο και σε τομή, που αντιπαρατίθεται στη ρευστότητα των δημόσιων χώρων. Ο ρυθμός αυτής της σχέσης πλήρους και κενού εντάσσει και τις υπαίθριες γραμμικές αυλές στο συνολικό σύστημα των χώρων παραγωγής, ώστε – σε ένα κλίμα όπως της Κύπρου – να λειτουργούν και αυτές ως υπαίθρια “δωμάτια” παραγωγής και επεξεργασίας της γνώσης, με δεδομένη την άμεση σχέση τους με τους κλειστούς χώρους και τη δημιουργία ήσυχου περιβάλλοντος.
Ο Κεντρικός Δημόσιος Χώρος. Ουσιώδες συστατικό της πρόασης είναι ο κεντρικός δημόσιος χώρος. Ο χώρος αυτός παρακολουθεί το σύστημα των πτερύγων με το οποίο συδέεται, στεγάζοντας τις κυριότερες δημόσιες χρήσεις που έχουν χαρακτήρα μοναδικότητας και δεν εντάσσονται στα επιμέρους Τμήματα, με κυρίότερους τους χώρους της κεντρικής διοίκησης της Σχολής, που αναπτύσσονται στη νότια πλευρά του. Η δυναμική του κεντρικού δημόσιου χώρου αντικατοπτρίζει τον πλούτο των δημόσιων χρήσεων. Ο δημόσιος αυτός χώρος συνδέεται με το αυστηρά δομημένο σύστημα των χώρων των Τμημάτων, και προτείνει μιαν εμπειρία διαφορετικών ταχυτήτων, λειτουργώντας ως ένα είδος “πυκνωτή” δράσεων.