Ανδρέας Κωνσταντίνου και Ειρήνη Κλειδαρά, Αρχιτέκτονες
ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΠΕΔΙΟ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΟΡΙΩΝ ΣΧΟΛΕΙΟΥ – ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
Μέσω του διαγωνισμού δίδεται η ευκαιρία δημιουργίας ενός κτηρίου δημόσιου χαρακτήρα, που θα μπορεί να χρησιμοποιείται και από την κοινότητα, προωθώντας τη δημιουργία νέων συνεργειών και σχέσεων μεταξύ της κοινότητας, της γειτονιάς και του σχολείου. Λαμβάνοντας υπόψιν τη νέα συνθήκη λειτουργείας μέρους του σχολείου, διερευνώνται οι τρόποι με τους οποίους μπορούν να φιλοξενηθούν οι νέες απαιτούμενες χρήσεις με σεβασμό στις υφιστάμενες ανάγκες του σχολείου. Παράλληλα, δίνεται προσοχή στη διατήρηση της ενιαίας αυλής όπου εκτονώνεται η δράση. Ο υπαίθριος χώρος του σχολείου αντιμετωπίζεται σαν μια πολυδύναμη επιφάνεια όπου διαδραματίζεται η καθημερινότητα και χρησιμοποιείται σαν αρχιτεκτονικό εργαλείο ενώ ταυτόχρονα παρέχει ευκαιρίες για πιθανή μελλοντική εκμετάλλευση για κάλυψη άλλων αναγκών του γυμνασίου που θα προκύψουν.
Το κτήριο χωροθετείται στο σύνορο του σχολείου με την οδό Θησέως λαμβάνοντας υπόψη την πορεία από τα τείχη προς την οδό Πενταδάκτυλου όπου κρίνεται ιδανική η ένταξη ενός κτηρίου με δημόσιο χαρακτήρα. Μια υποχώρηση της οικοδομής προσκαλεί τους κατοίκους σε συναναστροφή και διάδραση, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί και σαν χώρος αναμονής, στάσης πριν την είσοδο για παρακολούθηση η συμμετοχή σε απογευματινό αγώνα. Ο χώρος αυτός γίνεται πεδίο διάδρασης μεταξύ σχολείου – πόλης. Ο ρόλος του κτηρίου είναι διπλός. Το πρωί καλύπτει τις ανάγκες του σχολείου, ενώ όταν το σχολείο είναι κλειστό μπορεί να φιλοξενεί δρώμενα ή αθλητικές δραστηριότητες. Θεωρήθηκε σημαντική η σύνδεση και η συνέργεια μεταξύ κτηρίου και δημόσιου ανοικτού χώρου. Αφενός ενισχύεται η παρουσία του κτηρίου στην περιοχή χωρίς να υπερέχει του γειτονικού ιστού, και αφετέρου, πολλαπλασιάζεται το εύρος και το βάθος της επιρροής του στη συλλογική ζωή της πόλης, δημιουργώντας ένα σημαντικό ανοικτό χώρο σε ένα τόσο πυκνά δομημένο αστικό ιστό.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Αρχικά, το κτήριο βυθίζεται ελαφρά έτσι ώστε να καλύψει την ανάγκη για μεγαλύτερο ύψος στο χώρο του γηπέδου χωρίς να παραμορφώνει την υπάρχουσα κορυφογραμμή. Οι διάφορες χρήσεις χωροθετούνται μέσω της διαχείρισης της υφιστάμενης τοπογραφίας. Ο χειρισμός του εδάφους σαν τρισδιάστατο πεδίο, δίνει την ευκαιρία για ανάδειξη της “τοπογραφίας” της βάσης του κτηρίου και στον εξωτερικό χώρο δημιουργώντας διάλογο. Ταυτόχρονα, προτείνεται η διασφάλιση μιας εξωστρέφειας προς τον ανοιχτό χώρο της αυλής αλλά και της πόλης.
Ο διάλογος αυτός εκφράζεται σε διάφορες κλίμακες. Στην κλίμακα της πόλης, η υποχώρηση του άνω όγκου του κτηρίου και η προβολή του κάτω όγκου προσδίδουν την ανθρώπινη κλίμακα. Ταυτόχρονα τονίζεται ο χώρος εισόδου που δημιουργείται με τη διαχείριση του εδάφους και την δημιουργία μιας ομαλής διαδικασίας μετάβασης από την πόλη προς την καλυμμένη είσοδο και μετά στο κτήριο. Έτσι προσελκύονται χρήσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στον ανοικτό χώρο μπροστά από το lobby. Σε αυτό το χώρο τοποθετείται αστικός εξοπλισμός όπως παγκάκια, ποδήλατοστάσιο, ανθώνες κ.τ.λ. Στην κλίμακα του σχολείου, διατηρούνται υφιστάμενοι άξονες κίνησης που συσχετίζουν το εσωτερικό του κτηρίου με τα κτήρια του σχολείου και του προσδίδουν έναν πιο «ανεπίσημο» και ανοιχτό χαρακτήρα ο οποίος ταιριάζει σε τέτοιου είδους σχολικές υποδομές. Στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται σχέσεις θέασης από διάφορα σημεία-κερκίδες και μια ελεύθερη πρόσβαση στην αίθουσα αθλητικών εγκαταστάσεων από το χώρο της αυλής όταν είναι επιθυμητό.
Η αυλή κρίνεται σημαντική σαν ελεύθερος χώρος και διατηρείται στο μέγιστο ταυτόχρονα με την άνετη διαμόρφωση των αθλητικών εγκαταστάσεων. Έτσι η χωροθέτηση του υπαίθριου γηπέδου στην οροφή, διασφαλίζει την ενότητα του ανοιχτού χώρου της αυλής και άμεση πρόσβαση από τις υπόλοιπες αθλητικές εγκαταστάσεις. Το υπαίθριο γήπεδο έχει τη δυνατότητα να είναι προσβάσιμο μέσω ράμπας -αν υπάρξει η ανάγκη- από τον πλατειακό χώρο κατά τις απογευματινές ώρες, και στην περίπτωση λειτουργείας του κτηρίου αθλητικών εγκαταστάσεων απευθείας από εσωτερική σκάλα.
Η πρώην αίθουσα αθλοπαιδιών διατηρείται εξωτερικά ως έχει με μια μικρή προσθήκη στεγάστρου και χώρων υγιεινής. Σε αυτήν εντάσσονται οι χρήσεις του εστιατορίου και της καντίνας. Ο μεγάλος ενιαίος κεντρικός χώρος χρησιμοποιείται σαν εστιατόριο με διαφορετικού είδη επίπλωσης, για φαγητό, χαλάρωση και κοινωνικοποίηση. Η καντίνα τοποθετείται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ κλειστού εστιατορίου και αυλής προς το εκκλησάκι, έτσι ώστε να εξυπηρετεί και τα δύο.
Λόγω της ιδιαιτερότητας της περιοχής και του ύφους του σχολείου επιλέχθηκαν σύγχρονα υλικά που εκφράζουν την εποχή και διαχωρίζουν το κτήριο από τα διατηρητέα γειτονικά κτήρια, χωρίς όμως να τα ανταγωνίζεται. Το κτήριο χωρίζεται σε τρεις ζώνες, του εδάφους, της διαμπερούς χρήσης και ροής και του άνω όγκου. Οι τρεις αυτές ζώνες αντικατοπτρίζουν τους αρχιτεκτονικούς στόχους που τέθηκαν εξ αρχής.