Αρχιτεκτονικής το ανάγνωσμα. Αναγκαιότητα ή πολυτέλεια;

tot_sak-2

Παναγιώτα Πιερή
Αρχιτέκτονας Μηχανικός

 

Αρχιτεκτονικής το ανάγνωσμα. Αναγκαιότητα ή πολυτέλεια;
Ο παρεξηγημένος ρόλος των Αρχιτεκτόνων και πρακτικές αναβάθμισης του κλάδου προς όφελος της κοινωνίας και των πολιτών

Οι πρόσφατες συγκυρίες παγκόσμια, μας υπενθυμίζουν πως βρισκόμαστε σε μια εποχή μεταλλαγών όσον αφορά στην κοινωνία, στο περιβάλλον, στην οικονομία. Η δημογραφική εξέλιξη, η εξάπλωση των πόλεων προς την ύπαιθρο, η κλιματική αλλαγή διαταράσσουν την κοινωνική συνοχή και απειλούν την ποιότητα ζωής των σημερινών αλλά και των μελλοντικών γενεών. Εδώ και δεκαετίες το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλεί τα κράτη – μέλη του να στραφούν στον πολιτιστικό τομέα για τη βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων, προβάλλοντας την ουσιαστική συμβολή που μπορεί να έχει ο κλάδος της Αρχιτεκτονικής σε αυτό το κάλεσμα.

Όμως πώς συνδέεται η Αρχιτεκτονική με τον πολιτισμό;
Με ποιο τρόπο συμβάλλει στην ποιότητα της ζωής μας, ατομικά και συλλογικά;
Τι είναι η Αρχιτεκτονική, και γιατί στην Κύπρο η άποψη της πλειοψηφίας βασίζεται εξ‘ ολοκλήρου σε οικονομικά κριτήρια ή έστω περιορίζεται σε ζητήματα εικόνας και αστόχαστης αισθητικής;

Δεν είναι λίγες οι φορές που, μέσα από συζητήσεις φίλων, γνωστών και αγνώστων, ακόμα και μέσα από τοποθετήσεις ατόμων με δημόσια αξιώματα, διαπιστώνουμε πως ο ρόλος των Αρχιτεκτόνων περιθωριοποιείται, είτε από άγνοια, είτε από ελλιπή γνώση για τη δυνατότητα της θετικής συμβολής της Αρχιτεκτονικής στην κοινωνία, στο περιβάλλον, στον Άνθρωπο γενικά και σε ό,τι τον αφορά ως προς το πνευματικό και κοινωνικό του επίπεδο.

Η διαστρεβλωμένη αντίληψη για το ρόλο του/της Αρχιτέκτονα οδηγεί ένα ποσοστό συμπολιτών μας να αναζητήσουν Αρχιτέκτονα, όταν είναι να νομιμοποιήσουν τις αναπτύξεις τους ή όταν θα χρειαστούν προϋπολογισμούς και οικονομικά στοιχεία για την έγκριση των δανείων τους. Η σημασία της μελέτης, της φιλοσοφίας του σχεδιασμού και της ποιότητας των χώρων, του απαραίτητου σταδίου της επίβλεψης και της ολοκληρωμένης διαδικασίας για την επιτυχημένη υλοποίηση του έργου τους, υποβιβάζονται ή/και αγνοούνται πολλές φορές.

Από την άλλη, διαδικασίες ανάθεσης για ανέγερση κτηρίων δημόσιας χρήσης, όπου τα κριτήρια επιλογής δεν έχουν ως προτεραιότητα την ποιότητα των χώρων, παραδείγματα έγκρισης για ανέγερση πολυώροφων αναπτύξεων σε περιοχές ειδικού χαρακτήρα ή σε ευαίσθητες περιβαλλοντικά περιοχές, φανερώνουν απροκάλυπτα την αδυναμία ακόμα και των ίδιων των πολιτικών ταγών της χώρας να προωθήσουν την ανθρωπιστική και πολιτιστική διάσταση της Αρχιτεκτονικής, ώστε να την αξιοποιήσουν προς όφελος της κοινωνίας και των μελλοντικών γενεών.

Η Αρχιτεκτονική ως “η κληρονομιά του αύριο” (Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Aρχιτεκτονική ποιότητα, 2001), έχει κυρίαρχο και διαχρονικό ρόλο στη διαμόρφωση του τρόπου ζωής μας μέσω των κτηρίων ως μονάδες, αλλά και μέσα από την οργάνωση των πόλεων, με τους δημόσιους χώρους και τα αστικά τοπία. Έχει τη δυνατότητα να εξοικονομήσει πόρους, να διευκολύνει τις ανθρώπινες δραστηριότητες, να βελτιώσει την ποιότητα του καθημερινού περιβάλλοντος στη ζωή των πολιτών έχοντας θετικό αντίκτυπο στη ψυχολογία τους, διαμορφώνοντας κατ’ επέκταση τη ψυχοσύνθεση ολόκληρης της κοινωνίας.

Παρόλα αυτά, επικρατεί η άποψη πως η Αρχιτεκτονική είναι πολυτέλεια, ενώ για άλλους θεωρείται αναγκαία ως ανάδειξη του κοινωνικού τους status. Είναι όμως η Αρχιτεκτονική μη αναγκαία και περιττή δαπάνη; Είναι απλά μια φαντασίωση που καλύπτει τη ματαιοδοξία μιας μερίδας συμπολιτών μας (συμπεριλαμβανομένου καμμιά φορά και εμάς των ίδιων των Αρχιτεκτόνων), ή μήπως ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η Αρχιτεκτονική είναι ουσιαστικός τόσο που διαμορφώνει τις συνήθειες μας και καθορίζει το μέλλον και την ιστορία του τόπου μας;

Πάντως ο καθένας από εμάς, ανεξαρτήτως κοινωνικής μόρφωσης ή επιπέδου εκπαίδευσης, όταν είναι να ανακαλέσει στη μνήμη εικόνες από κτήρια, δημόσιους χώρους και αστικά τοπία μπορεί ταυτόχρονα να παραβάλει κοινωνίες και πολιτισμούς με την αντίστοιχή τους ποιότητα και αισθητική (την αισθητική που αποκαλύπτει αξίες και αντιλήψεις, που διαμορφώνει συμπεριφορές).

Αδιαμφισβήτητα ο Πολιτισμός δεν μπορεί να οριστεί χωρίς την Αρχιτεκτονική, είναι μέρος του και σε έναν βαθμό τον καθορίζει, είναι προϊόν της δημιουργικής δύναμης των ανθρώπων. Εάν αναλογιστούμε μάλιστα πως η κοινωνική, η τεχνολογική και η πολιτιστική διαδικασία είναι οι τρεις βασικές δυνάμεις που προσδιορίζουν την πορεία ενός τόπου και διαμορφώνουν την ιστορία του (“The social concept of culture”’, A. Weber), τότε συμπεραίνουμε πως ο ρόλος του/της Αρχιτέκτονα ως μέρος αυτής της δημιουργικής διαδικασίας δεν μπορεί να περιορίζεται στις υπογραφές για έγκριση αδειών οικοδομικών αναπτύξεων, ούτε να χαρακτηρίζεται ως απλή αποτύπωση γραμμών σε ένα κομμάτι χαρτί ή σε μια οθόνη.

Παρόλο που η κατοικία με την έννοια του καταφυγίου και ως πρώτη βιοτική ανάγκη φαντάζει απλή διαδικασία στο να υλοποιηθεί από τον καθένα, ανεξαρτήτως σπουδών και ειδικότητας, εντούτοις οι υπηρεσίες ενός Αρχιτέκτονα Μηχανικού δεν περιλαμβάνουν μόνο την παράδοση μιας σειράς σχεδίων. Ο ρόλος του είναι ολιστικός, καλείται να συνδυάσει διαφορετικές απαιτήσεις σε διαφορετικούς τομείς – τεχνικούς, αισθητικούς, περιβαλλοντικούς – και μέσα από μια δημιουργική διαδικασία να προτείνει τον σχεδιασμό και να εξασφαλίσει τις συνθήκες για την υλοποίησή του.

Συνοπτικά, αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει από:

  • την ανάλυση των αναγκών και του τρόπου ζωής, στην σύνθεση και απόδοση χώρων εύχρηστων και λειτουργικών,
  • τη μελέτη των κλιματολογικών συνθηκών, τη θέση του οικοπέδου μέσα στον αστικό ιστό και την ένταξη της τεχνολογίας στη χωροθέτηση της ανάπτυξης και τη βέλτιστη ενεργειακή απόδοση,
  • την επιλογή και το συνδυασμό των υλικών για τη δημιουργία υγειών χώρων που θα συμβάλλουν στην καλή διάθεση και την παραγωγικότητα όσων τον κατοικούν και τον επισκέπτονται,
  • τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή της μελέτης, την επίβλεψη για την εξασφάλιση της ποιότητας της κατασκευής, μέχρι και την ολοκλήρωση του έργου μέσα στον προϋπολογισμό που έχει καθοριστεί έχοντας ταυτόχρονα να διαχειριστεί θέματα ασφάλειας και υγείας.

Επομένως, όταν ένας Εργοδότης (ιδιώτης, ή το δημόσιο – φυσικό πρόσωπο, ή μια επιχείρηση) καλεί ένα Αρχιτέκτονα για να σχεδιάσει και να υλοποιήσει το Έργο τους – οποιασδήποτε κλίμακας κι αν είναι αυτό – ας αναμένει έναν “σύμβουλο, μαέστρο συμπαραστάτη” που θα συνδυάσει όραμα, γνώσεις, διαπροσωπικές δεξιότητες, κατανόηση και καλή επαγγελματική πρακτική (ethical practice).

Από την άλλη,
– οι Μελετητές, Αρχιτέκτονες και Μηχανικοί όλων των ειδικοτήτων
– οι Κατασκευαστές, Εργολάβοι και Μηχανικοί
ας αντισταθούν στα μικροοικονομικά συμφέροντα και στην ανυπομονησία για το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Ας αναγνωρίσουν την ουσιαστική προσφορά της Αρχιτεκτονικής και ας δουλέψουν από κοινού ο καθένας από τη θέση και τις αρμοδιότητες που τους αναλογούν, ώστε να συμβάλουν στην αναβάθμιση της ποιότητας του χώρου, στον οποίο ζούμε εμείς και θα ζήσουν οι επόμενες γενιές.

Ο κλάδος των Αρχιτεκτόνων περιθωριοποιείται, ενώ την ίδια στιγμή οι πόλεις μας για να καταστούν βιώσιμες χρειάζονται νέους τρόπους διαχείρισης. Ίσως σε αυτό οφείλει η Πολιτεία να έχει ρόλο πρωταγωνιστικό. Η Πολιτεία, ως η εξουσία που στοχεύει στο κοινό καλό, ας σταθεί αρωγός στην ανάδειξη της Αρχιτεκτονικής δημιουργίας ως πνευματικό και πολιτιστικό αγαθό. Έχει ευθύνη να επενδύσει, τόσο στη συνεχή εκπαίδευση, όσο και στην ουσιαστική παιδεία όλων των πολιτών της ανεξαιρέτως και να υπερασπιστεί την Αρχιτεκτονική ως θεμελιώδες στοιχείο της ιστορίας του τόπου μας. Έχει υποχρέωση να στηρίξει τη βελτίωση του πλαισίου ζωής και τη σχέση των πολιτών με το περιβάλλον τους, όσο και να προωθήσει την Αρχιτεκτονική που προάγει τον Πολιτισμό έναντι του οικονομικού κέρδους.

Όπως προβλέπεται στην οδηγία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Αρχιτεκτονική δημιουργία, η ποιότητα των κατασκευών, η αρμονική τους ένταξη στο περιβάλλον, ο σεβασμός των φυσικών και αστικών τοπίων, όπως και της κοινής και ιδιωτικής πολιτιστικής κληρονομιάς, αποτελούν δημόσιο συμφέρον (85/384/ΕΟΚ).