Στέλλα Ευαγγελίδου
Αρχιτέκτονας HND, B.Sc. B.Arch.
Δύο κατεδαφίσεις εκτελέστηκαν πρόσφατα στην Λευκωσία, προκαλώντας την αντίδραση της αρχιτεκτονικής κοινότητας και της ευρύτερης κοινωνίας. Η πρώτη αφορούσε σε διατηρητέα κτίσματα στην περιοχή της αρχιεπισκοπής και η άλλη, σε εμβληματικό κτήριο της περιόδου του κυπριακού μοντερνισμού. Και οι δύο περιπτώσεις αφορούν στη θεματική διατήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.
Η αρχιτεκτονική, ως τέχνη και επιστήμη που δίνει μορφή στο δομημένο περιβάλλον, εμπεριέχει αξίες της εποχής της, φυσικές, λειτουργικές και πνευματικές ανθρώπινες ανάγκες, κοινωνικοπολιτικές, γεωγραφικές και κλιματικές συνθήκες και άλλες ιδιαιτερότητές, ως προς τον χρόνο και τόπο στον οποίο παράγεται. Έτσι, είναι άρρητα συνδεδεμένη με τον πολιτισμό και ότι καθιστά την ταυτότητα και χαρακτήρα του. Για αυτόν τον λόγο, από τον 17ο αιώνα, που θεμελιώνεται η ιστορική συνείδηση, εμφανίζεται και η έννοια της διατήρησης και αποκατάστασης. Τα διατηρητέα κτήρια αποτελούν αρχιτεκτονικά ντοκουμέντα της ιστορίας, ενώ το περιβάλλον τους, αναπόσπαστο μέρος της συνθήκης τους. Μέσα από διεθνείς συμβάσεις και χάρτες (όπως η Χάρτα Βενετίας, η Διακήρυξη του Άμστερνταμ κ.ά.), διακηρύττεται η διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, της προστασίας ιστορικών κέντρων μέχρι και φυσικών τοπίων, και άυλης κληρονομιάς.
Παρόλο που η Κύπρος έχει υπογράψει τις συμβάσεις αυτές, δεν φαίνεται ότι, πάντοτε, τις υιοθετεί. Η αρχή του προβλήματος στην περιοχή της αρχιεπισκοπής ήταν, θεωρώ, η έγκριση ανέγερσης του καθεδρικού ναού από την πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου, παρόλη την αντίθετη άποψη του ΕΤΕΚ, της Επιτροπής Διατήρησης και Αισθητικού Ελέγχου του Δήμου, διαφόρων επιστημονικών φορέων και πλήθους πολιτών. Κι αυτό, διότι το σχέδιο του ναού και η κατεδάφιση παλαιότερων οικοδομών αποτελούσε, εξαρχής, καταστρατήγηση της αρχής της προστασίας της ιστορικής πόλης, αφού θα αλλοίωνε την κλίμακα, χαρακτήρα και δομή του ιστορικού πολεοδομικού ιστού.
Το δε μέγεθος της καταστροφής που προέκυψε από την πρόσφατη κατεδάφιση των τριών διατηρητέων οικοδομών, δεν πρόκειται να απαλειφθεί. Ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει ήδη ενδελεχής αποτύπωση τους και θα χρησιμοποιηθεί η παραδοσιακή τεχνική κατασκευής, η αποκατάσταση τους δεν θα φέρει καμία αυθεντικότητα ούτε ως προς τα υλικά ούτε ως προς την ποιότητα. Όπως ανέφερε και ο καθηγητής Γ. Καραδέδος, σε πρόσφατη ημερίδα που διοργάνωσε το ΕΤΕΚ, η ανακατασκευή είναι ένα υποκατάστατο του αρχικού∙ ενώ, ο χαρακτήρας του περιβάλλοντος χώρου που εξακολουθεί να σώζεται στην αυθεντική του μορφή, πλήττεται επιπλέον, όταν κάποιο μέρος του αντικαθίσταται με αντίγραφα.
Τα προνόμια της εκκλησίας δεν έχουν διαφοροποιηθεί ιδιαίτερα από το τέλος της τουρκοκρατίας. Εάν κατά καιρούς, τα προνόμια αυτά χρησιμοποιήθηκαν για να προστατεύσουν τον πληθυσμό, σήμερα, η συνειδητή κατεδάφιση του πολιτιστικού τοπίου και της συλλογικής μνήμης, που συνιστούν τον χαρακτήρα του τόπου και την ταυτότητα ενός λαού, αποτελεί έγκλημα κατά του ιδίου του πληθυσμού και της ύπαρξης του. Είναι να διερωτάται κανείς κατά πόσον ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου έχει αντιληφθεί ότι, η παγκύπρια κατακραυγή ενάντια στις αυθαίρετες κατεδαφίσεις και στην απαξίωση της πολεοδομικής νομοθεσίας απαιτεί, βασικά, τον σεβασμό και αναγνώριση, εκ μέρους του, των θεσμών μιας σύγχρονης κοινωνίας. Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για την πλειονότητα των αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης που φαίνεται να έχουν ξεχάσει εντελώς ότι, πριν δύο χρόνια, ο αρχιεπίσκοπος έπραξε ακριβώς τα ίδια, σε διώροφη διατηρητέα οικοδομή στην οδό Ασκληπιού και, μάλιστα, με την ίδια αιτιολογία [Εικ.1]. Με απλά λόγια, έχουν καταλάβει ότι το μήνυμα των αντιδράσεων είναι πως, ο τόπος δεν είναι πια τσιφλίκι κανενός;
***
Αρκετές διεθνείς συμβάσεις περιλαμβάνουν, επίσης, την προστασία νεοτέρων κτηρίων αφού, εδώ και δεκαετίες, παρατηρήθηκε ότι η μοντέρνα αρχιτεκτονική βρίσκεται σε κίνδυνο, κυρίως, διότι δεν αναγνωρίστηκε ως κληρονομιά, οι αρχικές λειτουργίες της αλλοιώθηκαν και η τεχνολογία της δεν ήταν ανθεκτική στον χρόνο. Η αναγνώριση της σημασίας της διατήρησης της συνοδεύεται με αρκετά διεθνή επιστημονικά συνέδρια, που επικεντρώνονται στην έρευνα και ανάπτυξη πρωτοκόλλων διατήρησης. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το Getty Foundation παρείχε, από το 2014-2020, ένα πρόγραμμα χορηγιών σε διάφορες χώρες, το ‘Keeping it Modern’, για τη συντήρηση και διατήρηση κτηρίων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής τους.
Στην Κύπρο, δυστυχώς, η προστασία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής δεν έχει ακόμα θεσμοθετηθεί. Εκτός από μικρό αριθμό κτηρίων που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα, από την πολιτεία, η αξία της δεν έχει ευρέως αναγνωριστεί. Κι όμως, η αρχιτεκτονική του κυπριακού μοντέρνου έχει ιδιαίτερη σημασία, πέραν από την μορφολογική της αξία, καθώς, όπως και σε άλλες πρώην αποικίες, ταυτίζεται με τις διαδικασίες εκμοντερνισμού που έλαβαν χώρα τόσο σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο όσο και σε έργων υποδομής. Επίσης, αποτέλεσε όραμα και σύμβολο πολιτικής ανεξαρτησίας, καθώς η διαφοροποίηση της από την αποικιοκρατική αρχιτεκτονική, συμβάδιζε με την επιθυμία και διαδικασία για αποαποικιοποίηση. Επομένως, ενώ είναι συνυφασμένη με την τοπική ιστορία, η καθημερινή καταστροφή της, είτε με κατεδαφίσεις είτε με μη αναστρέψιμες επεμβάσεις, θα καταλήξει σε μια χαμένη ιστορική περίοδο της τοπικής αρχιτεκτονικής, που δεν θα έχει αξιόλογα κτιστά δείγματα.
Η κατοικία [Εικ.2] που κατεδαφίστηκε πρόσφατα στην οδό Βούλγαρη, εκτός από την εμβληματική της πρόσοψη ανήκε στον αρχιτέκτονα Αντρέα Φωτιάδη, υιό του πρώτου Κύπριου σπουδασμένου αρχιτέκτονα, Θεόδωρου Φωτιάδη. Ο Αντρέας Φωτιάδης, ανήκε στην γενιά αρχιτεκτόνων που δημιούργησαν μόλις πριν και μετά την ανεξαρτησία, αποτολμώντας μορφολογικούς και κατασκευαστικούς πειραματισμούς. Η κατοικία που κτίστηκε το 1958-59, βρισκόταν σε μια περιοχή με κτίσματα της ίδιας εποχής και τεχνοτροπίας και η διατήρηση της, ως ένα αξιόλογο δείγμα, θα μπορούσε να αναβαθμίσει την περιοχή και να συμβάλει και στην διατήρηση των γειτονικών κτηρίων, που λειτουργούν ως κτήρια συνοδείας.
Επείγει επομένως, η ενδυνάμωση της συζήτησης για θέματα διατήρησης, που να περιλαμβάνουν και την κληρονομιά του μοντέρνου, προς θεσμοθέτηση νομικού πλαισίου προστασίας, το οποίο θα ορίζει διαδικασίες ελέγχου και αδειών για κάθε είδους εργασίες και επεμβάσεις. Μια παραγωγική διεπιστημονική προσέγγιση θα μπορούσε να ξεκινήσει με την εμπλοκή των επαγγελματιών, ερευνητών και θεσμικών φορέων του χώρου και των αρμοδίων κυβερνητικών υπηρεσιών και τμημάτων.