Δυτικός Παραλιακός Πεζόδρομος Κάτω Πάφου

4
Αρχιτέκτονες: Ανδρέας Βάρδας, Ανδρούλα Ευθυμίου

 

Σκοπός της συγκεκριμένης πρότασης είναι η δημιουργία ενός παραλιακού πεζόδρομου που να ενώνει τις δύο τουριστικές περιοχής της Κάτω Πάφου, την ανατολική σε σχέση με το λιμάνι και τη δυτική. Η υπό μελέτη περιοχή είναι φορτισμένη τρομερά από φυσική ομορφιά – με κυρίαρχο στοιχείο τη θάλασσα – και με ιστορικές μνήμες – με τον κατεξοχήν αρχαιολογικό χώρο της Πάφου ενταγμένο σ’αυτήν. Τα δύο αυτά στοιχεία ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της πρότασης. Αυτά θα μπορούσαν μαζί να αποτελέσουν τον κυρίαρχο κόμβο στον ιστό της πόλης, δυστυχώς όμως είναι αποκομμένα μεταξύ τους με την παρεμβολή “συρματοπλέγματος” για προστασία του αρχαιολογικού χώρου. Αποτέλεσμα αυτού είναι η υποβαθμισμένη της εικόνα της πόλης και η αποξένωση των δύο αυτών χώρων από τον πολεοδομικό και κοινωνικό ιστό.

Κατά συνέπεια, το ζητούμενο στην πρόταση μέσα από τα πιο πάνω δεδομένα δημιουργεί “προκλήσεις” στο σχεδιασμό. Βασικός άξονας στην εκκίνηση του είναι η “μη” παρέμβαση στην επιφόρτιση το τοπίου, αλλά η ανάδειξη του και ο σεβασμός στην ιστορικότητα του χώρου. Σκοπός είναι να προσφέρεται στον πεζό η δυνατότητα να διαβάσει, να αισθανθεί μέσα από την έννοια της κιναισθητικής, το ίδιο το τοπίο αλλά και τον “τόπο” μέσα από τις διαφορετικές απόψεις τούτου.

Η οργάνωση του πεζόδρομου – περιπάτου μελετάται με βάση τον άξονα “πορεία – στάση – αρμονία” με τον περιβάλλοντα χώρο, αναδεικνύοντας τη μόνη φυσική παραλία της πόλης που απέμεινε. Η διαδρομή, από την άλλη, διαμορφώνεται σε ελεύθερα καμπύλα και ευθύγραμμα τμήματα, τα οποία διακόπτονται από τη δημιουργία πλατωμάτων, τα οποία προσφέρονται για στάση και ξεκούραση, αναψυχή, ενδυναμώνοντας τη δυνατότητα δημιουργίας αλληλεπίδρασης μεταξύ των χρηστών. Σ’αυτό επίσης συνεισφέρει η κατασκευή ξύλινων εξεδρών και άλλων κατασκευών σε σημεία που παρέχουν απρόσκοπτη θέα προς τη θάλασσα, κατάλληλα για στάση και περισυλλογή, ενώ προσφέρουν και τη δυνατότητα κατάβασης στη βραχώδη ακτή.

Επίσης λαμβάνεται σε μεγάλο βαθμό υπόψη η χρήση των υλικών, οπότε η επιλογή ακανόνιστου σχήματος πέτρας της περιοχής για την πλακόστρωση γίνεται μέσα απο μια προσπάθεια να αποτελέσει ο πεζόδρομος μια φυσική οπτική συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου, έστω και αν παρεμβάλλεται μεταξύ τους το “συρματόπλεγμα”. Στα σημεία στάσης, όπως οι εξέδρες, γίνεται αλλαγή υλικού (ξύλο) και χρησιμοποιούνται αυστηρά γεωμετρικά σχήματα για να προσδώσουν στους χώρους “θετικότητα”, ενθαρρύνοντας την παραμονή σ’αυτούς. Η διαδρομή – περίπατος μεταμορφώνεται σε κομβικό σημείο στον πολεοδομικό ιστό στο σημείο που η πόλη αγγίζει τη θάλασσα. Έτσι ο χώρος γίνεται ο ίδιος λειτουργικός με βάση τις διαμορφώσεις που πραγματοποιούνται (κιόσκια, εκγύμναση, αναψυκτήριο, ψάρεμα, ξεκούραση κλπ). Παράλληλα επιτυγχάνεται η αναβάθμιση της περιοχής, ο χώρος βιώνεται από τους κατοίκους και στη συνέχεια παραδίδεται σ’αυτούς.