Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και η «Ronchamp»

"Έναστρη Νύχτα", του Βίνσεντ βαν Γκογκ, 1889.

του Γιάννη Αγησιλάου – Αρχιτέκτονα

(Σκέψεις με αφορμή το ομώνυμο άρθρο του αρχιτέκτονα Χάρη Φεραίου)

Ο συνάδελφος αρχιτέκτονας Χάρης Φεραίος στο άρθρο του με τίτλο: «Η Τέχνη και ο Λόγος – Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και η Ronchamp», που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κύπρου(1), επιχειρεί την «αισθητική ανάλυση μιας σύγχρονης εκκλησίας», όπως και ο ίδιος αναφέρει, της εκκλησίας της Notre-Dame στο Ronchamp. Ξεκινώντας από τον γοτθικό και βυζαντινό ναό και το πώς αυτοί υποβάλλουν, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, το θρησκευτικό αίσθημα και το αίσθημα του Θείου και με μεθοδολογικά εργαλεία βασικές έννοιες και όρους που αναφέρονται στην έννοια του Υψηλού -σε αντιδιαστολή προς εκείνη του Ωραίου- όπως έξαρση του βάθους, έξαρση του ύψους, σχέση απείρου – πεπερασμένου χώρου, ενιαίο του χώρου μέσα από τον επιμερισμό και ανασύνθεσή του(2), επιχειρεί να προσεγγίσει «αισθητικά» την εκκλησία της Νότρ Νταμ ντ’ Οτ στο Ρονσάμπ της Γαλλίας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ούτε έξαρση του βάθους υπάρχει, ούτε έξαρση του ύψους, ούτε και η έννοια του ενιαίου χώρου (ως επιμερισμός και ανασύνθεσή του), αλλά ούτε και οποιαδήποτε σύμβολα, τουλάχιστον παραδοσιακά σύμβολα, υπάρχουν. «Η Ronchamp», γράφει, «με την επίπεδη, ή τουλάχιστον με τη σχεδόν επίπεδη οροφή, θέλει να μας υποβάλει ότι τον Θεό δεν πρέπει να τον αναζητήσουμε στα ύψη, αλλά μέσα μας». Και συνεχίζει: «Ποιο είναι εκείνο το μορφικό ή άλλο στοιχείο που μας υποβάλλει τη στροφή στο εσωτερικό μας»; για να καταλήξει στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διατύπωση (ή διαπίστωση) ότι το κυρίαρχο αίτημα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής για ενιαίο του χώρου και τη συνέχεια εσωτερικού – εξωτερικού χώρου, όχι μόνο δεν είναι ξένο στο κλειστό αυτό κέλυφος της Ronchamp, αλλά είναι και κυρίαρχο, με έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο. Οι επιφάνειες, οι σχισμές και τα ανοίγματα έχουν ενορχηστρωθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε το βλέμμα να οδηγείται διαδοχικά από τη μια επιφάνεια στην άλλη και εντέλει σε μια διαλογική σχέση του μέσα με τον έξω χώρο. Όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος γράφει, «ο εσωτερικός χώρος εμφανίζεται να κινείται προς τα έξω και ο εξωτερικός προς τα μέσα. Υπάρχει λοιπόν αλληλοδιείσδυση εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, ώστε ο νέος χώρος που έτσι προκύπτει να είναι, με άλλη βέβαια συμβολική έννοια, πάλι ενιαίος».

Όλα αυτά τα βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέροντα, και ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται αυτός ακριβώς ο εντοπισμός της σχέσης του μέσα με τον έξω χώρο.

Δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να μπω στη διαδικασία να συντάξω το συγκεκριμένο άρθρο, αν μετά απ’ όλα αυτά δεν ακολουθούσε η τελευταία ενότητα με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Συμπεράσματα (ενδεχομένως) και (πιθανοί) διαλογισμοί». 

Τα όσα αναφέρονται συμπερασματικά στην καταληκτική αυτή ενότητα γεννούν διάφορα ερωτήματα, ή γίνονται αφορμή για περεταίρω σκέψεις όσον αφορά στη συμβολική σημασία «του νέου πνεύματος» που ο Le Corbusier κομίζει μέσα από το συγκεκριμένο αυτό έργο. Θα μπορούσε άραγε αυτό (το νέο πνεύμα) να εξυπηρετήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το όποιο (μελλοντικό) ίσως εγχείρημα ζωοποίησης της (δικής μας) ορθόδοξης ναοδομίας; Πόσο κατάλληλο είναι αυτό το «νέο πνεύμα» να εκφράσει το αιώνιο, το σταθερό και αμετάβλητο, το απόλυτο, το αΐδιο του Θεού;

Ο άνθρωπος πάντα είχε, έχει και θα έχει την ανάγκη του σταθερού και αμετάβλητου μέσα στον ρευστό και πεπερασμένο χρόνο της βιολογικής του ζωής. Μιας σταθεράς έξω από τον ίδιο, που να δίνει νόημα στο παράλογο της ύπαρξης(3). Ενώ το σώμα και όλα τα επίγεια υπόκεινται στον νόμο της φθοράς και του θανάτου, το πνεύμα του ανθρώπου αρνείται να το δεχτεί. Δεν αποδέχεται τα φαινόμενα, γιατί βαθιά μέσα του ο άνθρωπος αισθάνεται το πνεύμα (του) να μην μπορεί να χωρέσει μέσα στη φθαρτή ύλη, τον φυσικό κόσμο, τον μετρήσιμο ανθρώπινο χρόνο. Εκείνο που καθιστά τις θρησκείες αενάως παρούσες και επίκαιρες είναι η αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων πέρα από τα φαινόμενα(4).

Για μας τους Χριστιανούς, μετά την έλευση του Χριστού στη γη, ο Θεός δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, ένα αόριστο πνεύμα, μια απλή αίσθηση ή παρουσία πνευματική. Για τον Χριστιανό ο Θεός είναι πρόσωπο. Και η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό είναι προσωπική και επιτυγχάνεται μέσα από την προσευχή και την κοινωνία –διαμέσου αυτής- Θεού και ανθρώπου. Αν στην ουσία του ο Θεός είναι ακατάληπτος (ασύλληπτος) και αχώρητος στον νου μας, τέλειος και άπειρος και γι’ αυτό ακατανόητος από εμάς τους ατελείς και πεπερασμένους, στις Θείες ενέργειες Tου και διαμέσου αυτών μπορεί να γίνει καταληπτός από τον άνθρωπο.

Για τους πατέρες η γνώση του Θεού δεν είναι νοησιαρχική (εγκεφαλική). Ο Θεός, κατά την ορθόδοξη πατερική θεολογία, είναι πρόσωπο, το οποίο αγαπά και αγαπάται, και διά της σχέσεως αυτής (της αγάπης) μπορεί κανείς να γνωρίσει τον Θεό. Ο νους, συνδυασμένος με την καρδιά, σαν ενιαίο όργανο, είναι ο δρόμος γνώσεως του Θεού. Γνωρίζει η καρδιά, αλλά και ο νους αγαπά για να γνωρίσει. Η συνάντηση καρδιάς και νου, ή, κατά την πατερική ορολογία, η κάθοδος του νου στην καρδιά είναι ο (μόνος) δρόμος γνώσεως του Θεού. Διά του Λόγου, του προσώπου δηλαδή του Χριστού, γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό(5).

Και το αμέσως επόμενο ερώτημα:

Η επιστημονική γνώση, η όποια επιστημονική γνώση μπορεί να αλλάξει ή να μεταβάλει τη γνώση ή τη σχέση που έχουμε με τον Θεό;

Ο Θεός είναι πανταχού παρών. Δεν υπάρχει μέρος ή πράγμα έξω από την παρουσία του Θεού. Υπό αυτή την έννοια, για τον Χριστιανό, για τον κάθε Χριστιανό -του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος- οι έννοιες του πάνω και του κάτω, του δεξιά και αριστερά, ουρανού και γης, όσο και αν αλλάζει η αντίληψη που έχουμε του φυσικού κόσμου, σε σχέση με τον Θεό και την παρουσία Του δεν αλλάζουν. Είναι εις γνώση των αγίων και πατέρων της Εκκλησίας ότι όταν μιλάμε για ουρανό και ουράνια, δεν μιλάμε βέβαια για τον φυσικό ουρανό, αλλά για την έννοια του πνευματικού κόσμου. Και όταν μιλάμε για άδη και ζόφος, δεν μιλάμε για τα έγκατα της γης ή το φυσικό σκοτάδι, αλλά για τον αντίστοιχο μεταφυσικό ή πνευματικό κόσμο. Όλα αυτά αποτελούν συμβάσεις και μια γλώσσα συμβολική, ώστε να μπορέσει να εκφραστεί μέσα από εικόνες κατανοητές για τον άνθρωπο το ανέκφραστο.

Το πάνω και το κάτω λοιπόν, το δεξιά και αριστερά σε σχέση με το σύμπαν, ή ακόμα και με τον πλανήτη μας, ως μια αιωρούμενη σφαίρα στο «κενό», και βέβαια επιστημονικά δεν υφίστανται, όπως δεν υφίστανται τα χρώματα και οι ήχοι με καθαρά επιστημονικούς όρους. Ό,τι βλέπουμε και ό,τι ακούμε γνωρίζουμε πια πολύ καλά ότι είναι «πλάνη των αισθήσεων»(6) και βασίζεται στον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου μας, ο οποίος μεταφράζει ή «κατανοεί» τα οπτικά και ηχητικά κύματα σε χρώματα και ήχους. Από την άλλη όμως, ο άνθρωπος ζει και ενεργεί ως να υπήρχαν. Ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, μουσικοί και παντός είδους καλλιτέχνες, ολόκληρος ο πολιτισμός μας χειρίζεται αυτή την «ιδιαιτερότητα» ως να ήταν πραγματικότητα. Και υπό μιαν άλλη έννοια είναι. Για τον άνθρωπο, ο ήχος και το χρώμα, μια συμφωνία του Μπετόβεν, το κελάρυσμα του νερού, το θρόισμα των φύλλων, το κελάηδημα των πουλιών, ο εκκωφαντικός ήχος ενός αεροπλάνου, η μοτοσυκλέτα που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, οι φωνές των παιδιών από το γειτονικό σχολείο είναι πραγματικότητες και όχι ηχητικά κύματα (και ας είναι και τέτοια). Τα χρώματα του ουρανού, του νερού και της θάλασσας, του πίνακα ενός αγαπημένου ζωγράφου, ένας πράσινος κάμπος την άνοιξη είναι πραγματικότητες και όχι μήκη κύματος του φωτός (και ας είναι και τέτοια). Το νερό όσο και αν είναι Η2Ο, μια χημική ένωση, για τον άνθρωπο είναι ταυτόχρονα (και πάντα θα είναι) η απέραντη θάλασσα, τα σύννεφα, το ποτάμι, το ρυάκι, η πηγή. Ο ουρανός ως πάνω και η γη ως κάτω. Τα έγκατα της γης ως το κατώτατο σημείο (άσχετα αν θεωρητικά θα μπορούσαμε να διανοίξουμε ένα τούνελ και να βγαίναμε από την άλλη μεριά της γης και να βρίσκαμε πάλι ουρανό και ξανά το πάνω) για τον άνθρωπο ήταν, είναι και θα είναι «πραγματικότητες». Όλα αυτά μάλλον κάνουν τον κόσμο μας ακόμα πιο εκπληκτικό και υποβάλλουν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση την αναζήτηση του Δημιουργού (ή για άλλους του πρωτογενούς αίτιου) του σύμπαντος κόσμου.

Έχω την αίσθηση ότι η σύγχρονη επιστήμη, και ειδικά η αστροφυσική και η κβαντομηχανική(7), οδηγούν σταδιακά σε σύγκλιση των δύο κόσμων: φυσικού και μεταφυσικού. Και όσο η γνώση προχωρά, τόσο πιο έντονα θα βιώνουμε το πεπερασμένο της ανθρώπινης λογικής και το «απροσμέτρητο» της ανθρώπινης αντίληψης (ή δυνατότητας αντίληψης) του κόσμου μέσα από δυνάμεις του ανθρώπου μη «επιστημονικές» (ή επιστημονικές υπό διαφορετικούς όρους). Η καρδιά και ο νους λοιπόν, μαζί και αδιαχώριστα είναι που καθιστούν εφικτό το βίωμα και την (επι)κοινωνία με το μεταφυσικό και το Θείο.

Μια από τις βασικές αρχές της θεολογικής σκέψης είναι ότι ο άπειρος Θεός βρίσκεται (και χωράει) στο μικρότερο τεμάχιο ύλης. Αυτό άλλωστε δεν ζουν οι άγιοι; Δεν βλέπουν τον Θεό παντού; Όχι μόνο σε πνευματικές καταστάσεις, αλλά και μέσα στον υλικό και φυσικό κόσμο; Όχι μόνον «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού»(8), αλλά ολόκληρος ο φυσικός κόσμος αποτελεί εκφάνσεις (και φανερώσεις) του Θεού για το θεοειδές ανθρώπινο πνεύμα το κεκαθαρμένο από το Πνεύμα το Άγιο.

Τι θέλω να πω:

Όσο και να προχωρήσει η επιστημονική γνώση και η αντίληψη που έχουμε του φυσικού και υλικού κόσμου, η σχέση ανθρώπου και σύμπαντος κόσμου παραμένει η ίδια. Τα αστέρια θα είναι πάντα αστέρια, και ας γνωρίζουμε ότι είναι ουράνια σώματα, στην πλειοψηφία τους ήλιοι άλλων ηλιακών συστημάτων ή ετερόφωτοι πλανήτες.

Η ιερή λοιπόν κοσμολογία έχει να κάμει με τον τρόπο που οι αισθήσεις μας, συνεπικουρούμενης της λογικής και της φαντασίας, προσλαμβάνουν τον κόσμο, μέσα από αρχετυπικές εικόνες και σύμβολα, ως κώδικες ερμηνείας (και πρόσληψης) του φυσικού και πνευματικού κόσμου. Ο ουρανός πάντα θα εκφράζει το πάνω (και ό,τι ανώτερο και πνευματικό) και η γη το κάτω (και καθετί το φυσικό και «επίγειο»). Το φως θα εκφράζει πάντα την αλήθεια, το πνεύμα, το καθαρό. Το ύψος θα δίνει πάντα το αίσθημα της ελευθερίας και της ανάτασης και ο ουρανός του απέραντου και του άπειρου, έτσι που εκεί να είναι ο χώρος όπου θα τίθεται ο «θρόνος του Θεού». Ο άξονας θα τονίζει πάντα το σημείο του ενδιαφέροντος και ο σταυρός ή το σταυρικό σχήμα θα ορίζει ένα κέντρο στον χώρο. Ένας κατακόρυφος άξονας θα συνδέει το πάνω με το κάτω, τον ουρανό (ως έκφραση του απέραντου και του άπειρου) και της γης (ως έκφραση του πεπερασμένου, υλικού και φθαρτού κόσμου). Και αυτά τα σύμβολα –ως αρχέτυπα- όπου ο ουρανός εκφράζει τον πνευματικό, «αόρατο» κόσμο, η γη τον υλικό κόσμο και ο άδης τις σκοτεινές και δαιμονικές δυνάμεις δεν αλλάζουν, γιατί είναι ίδια της κατασκευής ή δομής αυτού του υπερυπολογιστή που λέγεται ανθρώπινος εγκέφαλος. Και αν ο Le Corbusier ή ο οποιοσδήποτε αρχιτέκτονας αδιαφορεί για την ιερή κοσμολογία και τα σύμβολα που αυτή κομίζει στον παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα χρόνο, προσπαθώντας να ανακαλύψει νέα σύμβολα, έχω την εντύπωση ότι τα νέα αυτά σύμβολα, από μόνα τους, θα είναι λειψά, ή τουλάχιστον λιγότερο άμεσα και εκφραστικά.

Αν αντί της γης, για παράδειγμα, θελήσουμε να εκφράσουμε τον φυσικό κόσμο με την απεραντοσύνη του σύμπαντος, τότε πώς θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τον μεταφυσικό κόσμο; Οι παλαιότεροι, όσον αφορά τον ναό, το έκαναν συμβολικά με την εικόνα της γης και του γήινου κόσμου και αντίστοιχα του ουρανού και του «ουράνιου», πνευματικού κόσμου, ιεραρχικά, από τα ανώτερα στρώματα του ναού προς τα κατώτερα, έτσι που ο θόλος να συμβολίζει ό,τι ανώτερο και πνευματικό και η κατώτερη ζώνη του ναού, τη γήινη σφαίρα και τον επίγειο κόσμο, κι αυτός (ο επίγειος κόσμος) αναγεννημένος από το Πνεύμα το Άγιο, έτσι που ολόκληρος ο ναός, στο σύνολό του, να είναι χώρος ιερός και να υποβάλλει το αίσθημα της ανάτασης, του υπερβατικού και του Θείου.

Περισσότερο λοιπόν κι από το να εκφράσει τον Θεό, ο ορθόδοξος χριστιανικός ναός αποτελεί εικόνα του κόσμου σε μικρογραφία, επίγειου και ουράνιου, ορατού και αόρατου, υλικού (φυσικού) και πνευματικού (μεταφυσικού) κόσμου.

Και επανερχόμενοι στην εκκλησία του Le Corbusier, όπου ο έξω με τον έσω χώρο βρίσκονται σε μια δυναμική σχέση ή αντιπαράθεση, σε πνευματικό και μεταφυσικό επίπεδο τι θεωρούμε έσω και τι έξω; Και ποια εικόνα του κόσμου αυτό εκφράζει;

Μήπως ο έσω χώρος είναι ο υλικός και φυσικός κόσμος και ο έξω ο πνευματικός; (εφόσον το φως και το άπειρο ή «απροσμέτρητο» ως ιδιότητες του Θεού βρίσκονται έξω και εισβάλλουν στον έσω χώρο). Και αν είναι έτσι, γιατί να μπούμε σε μια εκκλησία για να Τον συναντήσουμε; Ο συμβολισμός μοιάζει να αντιστρέφεται. Εμείς (οι πιστοί) σαν να βρισκόμαστε «έγκλειστοι» στον υλικό και σωματικό μας εαυτό(9). Πώς να προσευχηθώ και να ρθω σε κοινωνία με τον Θεό σ’ έναν χώρο όπου ο Θεός βρίσκεται εκεί απ’ έξω; Πώς μπορώ να χαρακτηρίσω έτσι μια εκκλησία «οίκο Θεού»; Αφού τον Θεό τον έκλεισα έξω και του επιτρέπω να εισχωρεί μέσα από σχισμές και ανοίγματα (ως φως και ως το απροσμέτρητο και το άπειρο του έξω κόσμου). Εκτός πάλι κι αν θεωρήσουμε ότι η εκκλησία είναι ένας χώρος όπου βιώνεται η δυναμική σχέση Θεού και ανθρώπου. Αυτή όμως είναι η πραγματική μας σχέση με τον Θεό σύμφωνα με την ορθόδοξη πατερική θεολογία;… Όσα άλλα και αν σκεφτούμε για να δώσουμε στο φυσικό και μεταφυσικό περιεχόμενο έχω την αίσθηση ότι θα έρχεται σε αντίθεση με το ορθόδοξο δόγμα της (προσωπικής) σχέσης με τον προσωπικό Θεό. Ενώ στον ορθόδοξο ναό, στο κέντρο του σύμπαντος κόσμου (χώρου ή ναού) βρίσκεται ο Παντοκράτωρ Θεός, υπερουράνιος, παντεπόπτης και πανταχού παρών.

Υστερόγραφο:

Δεν είμαι φυσικός επιστήμονας ούτε και θεολόγος, ήμουν όμως αναγκασμένος να επιστρατεύσω την όποια (λειψή και περιορισμένη) γνώση μου περί του θέματος ώστε, συνδυασμένα με την επιστήμη και την τέχνη του χώρου, την αρχιτεκτονική δηλαδή, να διατυπώσω ερωτήματα, σκέψεις και προβληματισμούς, ή και να επιχειρήσω να δώσω μια προσωπική άποψη και εκτίμηση περί του θέματος.

(1) http://www.architecture.org.cy/index.php/architektonika-themata/arthra/item/315-haris-fereos-texni-logos
(2) Βλπ. επίσης Π. Α. Μιχελής, Αισθητική Θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης, εκδ. Ε. Μ. Πολυτεχνείου, Αθήναι 19773, σ. 98-120.
(3) Η φθορά και ο θάνατος ακυρώνουν (ή μοιάζει ν’ ακυρώνουν) κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, κάθε επίτευγμα, κάθε υλική πραγματικότητα.
(4) Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που ο χώρος όπου τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η ανάμνηση της αιωνίως παρούσας θυσίας του ενσαρκωμένου Θεού Λόγου, του ενός από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, δεν μπορεί να εκφράζει ανησυχία, χρονικότητα, σχετικότητα, ασάφεια και όλα όσα ατελή χαρακτηρίζουν την επίγεια ανθρώπινη ζωή και τον φυσικό κόσμο, όπως μας τον παρουσιάζουν οι αισθήσεις και τον κατανοεί το ανθρώπινο μυαλό μέσα από τις πεπερασμένες δυνατότητές του.
(5) Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, http://oodegr.com/oode/dogmat1/doc_gn3.htm#noys
(6) «Η πλάνη των αισθήσεων», από τη σειρά εκπομπών της ΕΤ3 «Το σύμπαν που αγάπησα» (2007), με τους Δρ. Μάνο Δανέζη, Επίκουρο Καθηγητή Αστροφυσικής Πανεπιστήμιου Αθηνών και Δρ. Στράτο Θεοδοσίου, Αστροφυσικό – Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών.
(7) Η κβαντική φυσική, ως η επιστήμη που εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα του μικρόκοσμου, σχετίζεται με έναν κόσμο που δεν είναι προσιτός στις αισθήσεις μας και την κοινή λογική. Η Ευκλείδειος γεωμετρία και η Νευτώνεια φυσική δεν μπορούν να περιγράψουν ούτε να ερμηνεύσουν φαινόμενα που σχετίζονται με τη σύγχρονη αστροφυσική και την κβαντομηχανική.
(8) Ψαλμ. 19,1.
(9) Μήπως αυτή δεν είναι η πραγματική σχέση του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου με την κοινωνία, τον συνάνθρωπο, τον Θεό; Οπότε, υπό αυτή την έννοια, η εκκλησία του Le Corbusier εκφράζει απόλυτα το πνεύμα της εποχής μας!