ΜΝΗΜΗ Π. Α. ΜΙΧΕΛΗ *1
Χάρης Φεραίος, Αρχιτέκτων. Διδάκτωρ τού ΕΜΠ
Α’
Είναι πάγια καθιερωμένη στη φιλοσοφική αισθητική η Αρχή, ότι από τις έξι αισθητικές κατηγορίες (Ωραίο Υψηλό, Τραγικό Κωμικό, Χαριτωμένο και Άσχημο) η τέχνη τής Αρχιτεκτονικής μπορεί να εκφράσει το Ωραίο (Παρθενώνας) το Υψηλό (Αγια-Σοφιά) το Χαριτωμένο (Ερέχθειο, Γοργοεπήκοος) και ενδεχομένως το Άσχημο, (κυρίως σε έργα τού Μπαρόκ), αλλά όχι το Τραγικό. Λοιπόν με την νεανική τόλμη ως όπλο του, τελειόφοιτος τής Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ το 1965, ο γράφων παρουσίασε στην τελική φροντιστηριακή του εργασία έτους, στο μάθημα τής Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας τού Π. Α. Μιχελή, μια μελέτη (κειμένου 52 σελίδων) όπου, καινοφανώς βεβαίως, υποστήριζε ότι η γοτθική αρχιτεκτονική ειδικά, δεν είναι μόνο το Υψηλό που εκφράζει, αλλά σε κάποιο μέτρο, εκφράζει και το Τραγικό!
Ο Μιχελής τότε, σε ένα κατάμεστο, από φοιτητές, και επιμελητές, τής έδρας κυρίως, αμφιθέατρο, και αφού επίμονα με κοίταζε, με το γνωστό στους φοιτητές του αινιγματικό ύφος του σιωπώντας, εκτόξευσε τελικά την ερώτηση: «Και πώς το συμπέρανες ένα τέτοιο δόγμα»; Όταν, παγωμένος εγώ, απάντησα: «Το διαισθάνομαι κύριε Καθηγητά…» ο Μιχελής, ένας, λόγω τής πάθησής του, ασχημότατος αλλά συνάμα γλυκύτατος άνθρωπος, χαμογελώντας είπε: «Άκου Φεραίε παιδί μου: Όταν θα έχεις διαβάσει τόνους βιβλίων, τότε θα μπορείς να “διαισθάνεσαι” εκ τού αφαλούς. Τώρα, τολμητίας βέβαια, απλώς κρημνοβάτησες». (Αργότερα εντούτοις με κάλεσε στο γραφείο του και, ανάμεσα σε άλλα, μου ανέθεσε και την εκπόνηση της Διδακτορικής μου Διατριβής…)
Και όμως έκτοτε καθόμουν εγώ με τις ώρες μπροστά στον (γοτθικό) καθεδρικό ναό τής Κολωνίας, αλλά και της Αμιένης, ή μέσα στο Duomo τού Μιλάνου, και έλεγα ότι δεν μπορεί να έχω κάνει ολότελα λάθος: Αυτοί οι ναοί εκπέμπουν τραγικότητα. Δεν ήξερα όμως να δικαιολογήσω το γιατί. Ώσπου έκανε πρόσφατα την παρουσία του ένα μελέτημα κορυφαίου στοχαστή μας, και ακριβού φίλου τού γράφοντος, τού Θεόδωρου Ζιάκα, με τίτλο «Προλεγόμενα στην Κοινωνική Οντολογία του Τραγικού», όπου δίνεται εκεί μια πρωτότυπη ερμηνεία αυτού τού τραγικού. Λέει λοιπόν ο Ζιάκας: «Αναφερόμαστε σε μια “τραγική κατάσταση”, όπου αν θέλουμε “να κάνουμε κάτι”, ανακαλύπτουμε ότι “δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα”, επειδή εκεί που φτάσαμε…» κλπ! Ουδέν τών αναμενόμενων υπάρχει εκεί, συμπληρώνω εγώ.
Λέει λοιπόν ο γράφων τώρα, πενήντα σχεδόν χρόνια μετά, ότι αυτή ακριβώς η οντολογική θέση τού Ζιάκα, επεκτεινόμενη στον χώρο τής αισθητικής, δίνει επιτέλους την ερμηνεία, σε εκείνη την τότε ανερμήνευτη «διαίσθηση»: Είναι τραγική η γοτθική αρχιτεκτονική, κατά το ότι εναγωνίως ορμά, βίαια μάλιστα, στα ύψη με επιθυμία «να φτάσει» κάπου! Αλλά και εκεί ακόμα, όπου με τόσον αγώνα και αγονία, αριστοτεχνικά πάντως, φτάνει, «ανακαλύπτει» ξαφνικά ότι «δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα», και τελικά ουδέν των αναμενόμενων υπάρχει εκεί όπου έφτασε… Όπως αντίθετα φτάνει π.χ. η Αγια-Σοφιά: Εκεί ψηλά, στη βάση του (αιωρούμενου λες) τρούλου, όπου, ήρεμα ανερχόμενη, «συναντά» εκεί, σαν κατερχόμενο από τα ύψη, αυτό που αναζητά! Δηλ. τον Θεό! Όπως βέβαια και η γοτθική αρχιτεκτονική τον ίδιο Θεό είναι που αναζητά σ’ εκείνα τα ύψη. Το ερώτημα λοιπόν μεταφράζεται, αν η γοτθική αρχιτεκτονική, όντως συναντά αυτό που θεωρεί ότι αναζητά, σε εκείνα τα ύψη όπου, κυριολεκτικά ακροβατώντας, φτάνει.
Και πιο συγκεκριμένα, το ερώτημα που τίθεται σήμερα, 50 χρόνια μετά τον Μιχελή,*2 είναι διπλό: Πρώτα αν ο Θεός τής βυζαντινής αρχιτεκτονικής, είναι ο ίδιος με εκείνον τής γοτθικής. Και μετά ποιος αλήθεια είναι που αναζητά εκεί και εδώ τον Θεό: Πρόσωπο η άτομο; (Τα ερωτήματα θα απαντηθούν ελπίζω στην ανάλυση που ακολουθεί, ως μέρος Β’). Ερωτήματα βεβαίως που ήταν αδιανόητο και να τεθούν καν τότε, στη δεκαετία τού 1960. Τέτοιο ερώτημα την εποχή εκείνη εθεωρείτο, για να παραφράσομε τον Παύλο, «Ευρωπαίοις μεν σκάνδαλο, Έλλησι δε μωρία»!
Το γεγονός δεν είναι παράδοξο. Δεδομένου πως μέχρι την εποχή εκείνη η Ελλαδική Ορθοδοξία, ως νεοελληνικός κόσμος, ήταν δέσμια τού δυτικού σχολαστικισμού και της νοησιαρχίας, που, όπως πρόσφατα το περιέγραψε ο Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός, λειτουργούσε ως «βαβυλώνιος αιχμαλωσία στη θεολογία της». «Αιχμαλωσία» που μόλις το 1957 αποτόλμησε να καταδείξει πρώτος ένας νεαρός τότε θεολόγος, με την διδακτορική του διατριβή, ο πολύς Ιωάννης Ρωμανίδης, ξεσηκώνοντας συνάμα πραγματικές πανεπιστημιακές θύελλες. Οι οποίες μόλις μετά από οκτώ χρόνια (το 1965) κόπασαν, όταν δημοσιεύτηκε μια δεύτερη, ανάλογης διασάφησης τής διαφοράς Ορθοδοξίας και Δύσης (Δύσης, μετά τη φραγκοτευτονική κατάκτηση φυσικά), κορυφαία διδακτορική διατριβή, ενός επίσης νεαρού τότε αλλά εμβληματικού θεολόγου, τού Ιωάννη Ζηζιούλα. (Σήμερα Επισκόπου Περγάμου).
Αυτές λοιπόν οι δυο άγνωστες τότε διατριβές,*3 ερμηνεύουν τελικά, και την, αισθητικά τουλάχιστον, αβυσσαλέα διαφορά στην έκφραση Βυζαντινής και Γοτθικής Αρχιτεκτονικής. Αλλά, λέει ο γράφων, και την τότε, κατά τον αείμνηστο καθηγητή του, τον Π. Α. Μιχελή, (στη μνήμη τού οποίου γράφεται σήμερα αυτό το κείμενο) «κρημνοβασία» τού γράφοντος.
Β’
Το Υψηλό ως αισθητική κατηγορία, (μια από τις δυο βασικές, Ωραίο και Υψηλό, και διαλεκτικά αντίθετες όπως θεωρεί ο Μιχελής, στο βασικό βιβλίο του «Αισθητική Θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης», 1946), το διέκρινε, ήδη τον πρώτο μ.Χ. αιώνα, πρώτος ο Λογγίνος, αποκαλώντας το δε «μεγαλοφροσύνης απήχημα» το οποίο, όπως συμπληρώνει ο ίδιος, «μας φέρνει σε έκσταση».*4 Υπ’ αυτή την έννοια θεμελιακά διαφέρει από το Τραγικό (άλλη αισθητική κατηγορία) που εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης (μέχρι και μεταφυσικής) τού ανθρώπου, «με τη Μοίρα, με τους Θεούς, με την κοινωνία», όπως επίσης λέει και ο Μιχελής. (Με την μοίρα ο Οιδίποδας, με τους θεούς ο Προμηθέας Δεσμώτης, με την κοινωνία, κατά κάποιο τρόπο, η Αντιγόνη). Και το μεν «μεγαλοφροσύνης απήχημα», δηλ. το Υψηλό, η Αρχιτεκτονική μπορεί, και άριστα, να το εκφράσει. Αλλά το Τραγικό, δηλ. την ανθρώπινη εκείνη «σύγκρουση», πώς θα ήταν δυνατό;
Χαρακτηριστικό είναι ό,τι λέει για το θέμα και ένας διάσημος Γερμανός αισθητικός, ο Φόλκελτ: Στην αρχιτεκτονική το τραγικό μπορεί εμμέσως μόνο να εκφραστεί, μέσα π.χ. από τα ερείπια, και αυτό, καθώς (σύμφωνα με τη θεωρία της «ενσυναίσθησης» – της οποίας υπήρξε και συν-δημιουργός ο Φόλκελτ) «εκεί προσωποποιούμε (ενσυναισθήτως) την καταστροφική δύναμη του χρόνου». Ή τού ανθρώπου λέω εγώ. Όπως για παράδειγμα στο παρ’ ημίν κτήριο τού Παγκυπρίου Γυμνασίου στη Λευκωσία, όπου «ο άνθρωπος», (ως τεχνικές υπηρεσίες τού Υπουργείου Παιδείας βεβαίως), συνέτριψε, το 1972, σε ερείπια τον ρυθμολογικό ιστό τού κτηρίου, και τώρα, η ίδια, καταστρέφει και την μορφολογική του διαλεκτική.
Για την ενασχόληση με το ερώτημα, απαραίτητο είναι να δούμε τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η Αρχιτεκτονική. Και καταλληλότερη απάντηση ο γράφων θεωρεί την αλήθεια που περιέχει η θέση, ότι «η Αρχιτεκτονική είναι η τέχνη τής ανύψωσης τού λίθου»! Έτσι και η εκφραστική τής Αρχιτεκτονικής διεξάγεται (ακριβέστερα, στην αισθητική γλώσσα, «συμβολίζεται») από τη διαδικασία (τον τρόπο) που, νικώντας την βαρύτητα, ανυψώνεται, για να αποτελέσει αρχιτεκτόνημα, αυτός ο λίθος, τόσο ως μορφή όσο και ως περιεχόμενο. Ήδη ως υπαινιγμό τού «τρόπου» αναφέραμε το παράδειγμα τού γοτθικού ναού αφ’ ενός και της Αγια-Σοφιάς αφ’ ετέρου.
Ας παρατηρήσομε πρώτα τον γοτθικό ναό ως Μορφή. Και θεωρώ ως καλύτερο παράδειγμα για την περίπτωση, την «ολοκληρωμένη μορφή γοτθικού ναού», (Εικ.1α) όπως αριστοτεχνικά την παρουσίασε ο διάσημος Γάλλος αρχιτέκτων, πρωτοπόρος στην αναβίωση τής γοτθικής τέχνης και αναστηλωτής γοτθικών έργων, πολυγραφότατος δε ως συγγραφέας, ο Ευγένιος-Εμμανουήλ Viollet-le-Duc. Παρατηρείστε το ατέρμονο εκείνο πλήθος τα, διακεκριμένα απ’ αλλήλων ως αυτόνομες μονάδες, αρχιτεκτονικά στοιχεία που τον συγκροτούν, πόσο βίαια ανυψώνονται, χωρίς συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό στόχο, αν αυτός είναι, (και όφειλε να είναι) η στέγαση τού ναού! Στη βίαιη ανύψωση τού λίθου, ο «στόχος» μοιάζει να χάθηκε κάπου στη διαδρομή, και τίποτε άλλο πια δεν απομένει στα στοιχεία αυτά τού ναού, παρά εναγωνίως και «εν απογνώσει», να ορμούν για να λογχίσουν λες, να διεμβολίσουν ακριβέστερα, τον ουρανό! Ή διαφορετικά, αν ήταν μπορετό, «να τον χαμηλώσουν» (για να τον ακουμπήσουν φυσικά) τον ουρανό, όπως παραστατικά το ερμηνεύει ο Μιχελής. Ως έργο βεβαίως υπεράνθρωπης βίας. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να λέγαμε ότι στο εξωτερικό τού γοτθικού ναού, εναγωνίως επιχειρείται ο «εκβιασμός ενός θαύματος»! Θαύματος αναγκαίου, πλην ανεπίγνωστου… Η αγωνία αυτή βέβαια (ή η απόγνωση) τού εξωτερικού, (τής μορφής δηλ. τού ναού) μετατρέπεται, λέει ο γράφων, σε τραγική στο εσωτερικό, δηλ. στο περιεχόμενό του, όπως, πιστεύω θα φανεί πιο κάτω.
Για σύγκριση πάντως τού αισθητικού φαινομένου στο εξωτερικό τού ναού, παρατηρείστε τον τρόπο που «ανυψώνεται» η Αγια-Σοφιά. (Εικ.2α) Ήρεμη και με μέτρο («το δε καλόν ουκ άμετρον», είπε ένας μακρινός πρόγονος αυτού του ναού, ο Πλάτων) σταδιακή ανύψωση τών αρχιτεκτονικών μελών (όχι μερών) τού ναού, (ενοποιημένων δηλ ως σε «κοινωνία», και όχι «διακεκριμένων» σε μονάδες ατόμων) ως να συναντήσει, τον, και εν επιγνώσει αναμενόμενο υπέρτατο στόχο: Τον ανάερο τρούλο. (Γεγονός βέβαια που γίνεται εντονότερο, όταν αφαιρεθούν οι μεταγενέστερες παρεμβάσεις).
Αυτά λοιπόν περί μορφής του ναού.
*
Εισερχόμενοι τώρα στο εσωτερικό τού γοτθικού ναού, (στο περιεχόμενο δηλ. τής μορφής) έχομε ως πρώτη δόνηση τη διαπίστωση ότι τα ύψη όπου εκτοξεύονταν τα εξωτερικά στοιχεία τού ναού, καμιά σχέση δεν έχουν με το εσωτερικό του ύψος, το οποίο εμφανίζεται πια, παρότι με ίδιο τρόπο βίαια εκτοξευόμενο, πολύ υποδεέστερο τού αναμενόμενου. Και αυτή είναι μια πρώτη αισθητική δόνηση αλλά όχι ακόμα τραγική. Η βιαιότητα στο εσωτερικό είναι ακόμα πιο συγκλονιστική. (Εικ. 1β. και 1γ.) όπως το δείχνει όλη εκείνη η ανάλυση τών φερόντων αρχιτεκτονικών στοιχείων, (κιόνων ημικιόνων παραστάδων κλπ) σε πλήθος επιμέρους πολλαπλά στοιχεία, τις νευρώσεις και τα βεργία, (ως μονάδες, ανταγωνιζόμενες, και όχι συν-αγωνιζόμενες) στοιχεία δε από τα οποία ελάχιστα είναι που φτάνουν μέχρι το απώτατο ύψος τής οροφής τού ναού, που είναι υποτίθεται και ο υπέρτατος στόχος.
Πριν προχωρήσομε στην ανάλυση αυτής τής συνθετικής «διαλεκτικής», χρήσιμο είναι να επισημάνομε μια βασική συμβολική διαφορά, ανάμεσα στην αρχιτεκτονική τού Ωραίου και την αρχιτεκτονική τού Υψηλού. Παρατηρείστε τους κίονες π.χ. τού Παρθενώνα: Είναι προφανής ο καλλιτεχνικός συμβολισμός τους, ως «φερόντων» στοιχείων με εναργώς δηλωμένο τον προορισμό: Να στηρίξουν κάποιο «φερόμενο» φορτίο, ένα θριγκό η ένα αέτωμα, γεγονός που καθορίζει και την επιμέρους μορφολογία τους (κοίλες ραβδώσεις, σκοτίες, κιονόκρανα κλπ). Στην Αγια-Σοφιά αντίθετα δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός φερόντων και φερομένων, (γι’ αυτό και οι κίονες δεν έχουν ραβδώσεις, και τα κιονόκρανα προς τούτο γίνονται επιπεδόγλυφα). Διότι εκεί ο συμβολισμός είναι διαλεκτικά αντίθετος. Ο Ναός δεν έχει διακεκριμένα μέρη, αλλά μέλη, που (ως πρόσωπα κοινωνούντα) συμμετέχουν σε μια κίνηση, ήρεμης (με βαθιά τη βεβαιότητα) προς τα ύψη, όπου βρίσκεται κυρίαρχος ο τρούλος, και δείχνουν ότι προορίζονται να τον συναντήσουν μάλλον, παρά να τον στηρίξουν. (Εικ. 2β, και 2γ). Γι’ αυτό και ο τρούλος εκείνος φαντάζει να αιωρείται μάλλον εκεί στα ύψη, σε μιαν επαφή ακροδαχτύλων με τα «φέροντα» στοιχεία τού ναού, παρά να «κάθεται» βαρύς σ’ αυτά! Εξ ου και αισθήματα τού Υψηλού (μεγαλοφροσύνης απηχήματα κατά τον Λογγίνο) είναι που δονούν τη ψυχή τού παρατηρητή, καθώς είναι εμφανές ότι το «θαύμα» συντελέστηκε, και είναι εκεί παρόν!
Παρόμοια «κίνηση», επιχειρείται βέβαια και στο εσωτερικό τού γοτθικού ναού. Πλην όμως όλη εκείνη η ανάλυση (διάλυση σχεδόν) τών φερόντων στοιχείων σε ατέλειωτες νευρώσεις, διαλύει πρώτον τα μέλη τού ναού σε διαχωρισμένα απ’ αλλήλων μέρη (άτομα, κατά τη δυτική κοσμοαντίληψη τής ατομικότητας), τα οποία, και παρά την εναγώνια, ορμή τους, δεν φτάνουν όλα στον τελικό στόχο τού ύψους. Και όταν ακόμα, όσα ελάχιστα τον φτάσουν, ουδέν το συνταραχτικό συναντούν εκεί, παρά ένα πλήθος ασήμαντα, μπροστά στα υπόλοιπα στοιχεία τού ναού, μικρά-μικρά και δευτερεύουσας σημασίας σταυροθόλια. (Εικ. 1β και 1γ). Και τότε είναι που το αίσθημα γίνεται τραγικό. Διότι όπως το είπε (έστω και για άλλη περιοχή ψυχικής λειτουργίας) ο Θ. Ζιάκας, ορμήσαμε μεν στα ύψη αναζητώντας τον Θεό, αλλά «εκεί που φτάσαμε, ανακαλύψαμε ότι δεν μπορέσαμε τίποτα να κάνομε». Αυτή λοιπόν είναι η τραγική κατάσταση: Ότι εκεί που φτάσαμε δεν υπάρχει το «αναμενόμενο».*5 Ακριβέστερα εκείνο το μέγα μεταφυσικό προσδοκώμενο!
Αυτής τής φύσης λέει ο γράφων, είναι το τραγικό στη γοτθική αρχιτεκτονική. Διότι το προσδοκώμενο που αναζητά ο ναός της, καμιά σχέση δεν έχει με ό,τι αναζητά ο βυζαντινός ναός. Διότι άλλος είναι Θεός τής Ανατολής (που τον αναζητά, όπως υπαινιχθήκαμε πιο πάνω, μια κοινωνία πρόσωπων) και άλλος ο Θεός τής Δύσης (που τον αναζητά ένα άθροισμα μοναχικών ατόμων). Το γεγονός αυτό ήταν αδιανόητο ακόμα και να το φανταστεί κανείς την εποχή εκείνη τού Μιχελή, ώστε να αποδεχθεί και την αισθητική παραδοξότητα υποβολής τού τραγικού από την Αρχιτεκτονική. Τη διαφορά αυτή, Ανατολής και Δύσης, την διατύπωσαν όπως προλαμβάνοντας είπαμε, νεαροί τότε, μη ακουόμενος ο Ρωμανίδης το 1957 και μόλις εννοούμενος το 1965 ο Ζηζιούλας. Μόλις δε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας (1972), το διατύπωσε με ασυγκάλυπτη πια σαφήνεια ένας τρίτος, νέος επίσης τότε θεολόγος, και κορυφαίος τώρα στοχαστής, ο Χρήστος Γιανναράς. Ότι, «στον Θεό τής νοησιαρχίας (τού Ανσέλμου και τού Ακινάτη) ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσευχηθεί, ούτε να τον λατρέψει». Πόσο μάλλον, λέει ο γράφων, να τον συναντήσει, έστω και βίαια ορμώντας σ’ εκείνα τα ύψη τής γοτθικής αρχιτεκτονικής…
Έναν «Αυγουστίνειο» Θεό που πιο πολλή σχέση φαίνεται να έχει με τον θεό Βόταν τής γερμανικής μυθολογίας. Θεός υποταγμένος σε υπέρτερή του δύναμη, έστω κι αν αυτή είναι η καλούμενη (από τον ίδιο, Λατίνο θεολόγο, τον Ιερό Αυγουστίνο) «θεία δικαιοσύνη του».*6 Και αυτό ακριβώς το τραγικό είναι που εκφράζει, εκφεύγοντας από τους τρέχοντες αισθητικούς κανόνες, η γοτθική αρχιτεκτονική. Με τρόπο μάλιστα, ως έργο τέχνης, θαυμαστό, το οποίο τολμώ να πω ότι, σε πρωτοτυπία, καμιά άλλη αρχιτεκτονική που έκτοτε παρήγαγε η φραγκοτευτονική Ευρώπη, δεν μπορεί να τον υπερβάλει. Κι ας ο αναγεννησιακός ιστορικός τής τέχνης (τού Κουατροτσέντο) διάσημος Τζόρτζιο Βαζάρι τόσο την περιφρόνησε, αποκαλώντας την «έργο βαρβάρων» (εξ ου και το όνομα που της απένειμε, «γοτθική»). Και όμως, εκτός από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι είναι ο μόνος πρωτότυπος αρχιτεκτονικός ρυθμός που παρήγαγε ποτέ η Ευρώπη, είναι και αυτός που άριστα εκφράζει, και μάλιστα στον χώρο τής τέχνης, δηλ. τού αναμφισβητήτως αληθούς, ό,τι χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό πνεύμα: Την τραγική ερημιά τής νοησιαρχίας!
- *Μισόν αιώνα από την εκδημία του, στις 11/11/1969
- *Η εν λόγω φροντιστηριακή εργασία παρουσιάστηκε το 1965
- *Η πρώτη (1957) : Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, «Το προπατορικόν αμάρτημα», και δεύτερη (1965) : Ιωάννου Δ. Ζηζιούλα, «Η Ενότης της Εκκλησίας,», (εν τη Θεία Ευχαριστεία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις Πρώτους Αιώνας)
- *Λογγίνου: «Περί Ύψους», στη μετάφραση Κιουσόπουλου
- *Και λέει ο γράφων ότι ορθώς διαισθάνεται ο Θ. Ζιάκας, λέγοντας πως: «Το γοτθικό τραγικό μου φαίνεται εντελώς διαφορετικό: είναι η “τεκτονική” (γνωστικιστική) ατομικότητα που προσπαθεί να διεμβολίσει τον ουρανό της καθολικής-θεϊκής δεσποτείας».
- *Αυτόν που, τελευτώντος τού 19ου αιώνα, αναγκάστηκε ο Φρειδερίκος Νίτσε να θανατώσει… Και ας μου συγχωρήσει ο αναγνώστης το αποτόλμημα, φοβούμαι όμως πως ένα τέτοιο, «μονόφθαλμο, θυελλώδη και ακάματο οδοιπόρο» θεό Βόταν, (όπως τον περιγράφει ο Σπύρος Κυριαζόπουλος στη δική του διδακτορική διατριβή, 1957), Θεό «μεγαλοδύναμο όχι παντοδύναμο» όπως ο ίδιος τον αποκαλεί, είναι, που αποφάσισε ο μεγάλος μας Νίκος Καζαντζάκης να «σώσει», ως salvator dei, (στην «Ασκητική») μετά βέβαια που τον είχε θανατώσει ο «δάσκαλός» του…