του Φλώρη Παναγίδη, Αρχιτέκτονα
Η εικόνα που παρουσιάζει το κέντρο της Λευκωσίας τον τελευταίο καιρό δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι, η πρωτεύουσα περνά τη δική της κρίση. Τα κενά καταστήματα, τα απανταχού “ενοικιάζεται”, ακόμη και τα έξυπνα pop-up καταστήματα είναι ενδεικτικά των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το κέντρο της πόλης.
Η εύκολη ερμηνεία της κρίσης της Λευκωσίας είναι ο παραλληλισμός με την ευρύτερη οικονομική κρίση. Η ανεργία και η μείωση της καταναλωτικής δυνατότητας των πολιτών σε συνδυασμό με τα ψηλά ενοίκια των μέχρι πρότινος δημοφιλών δρόμων του κέντρου σίγουρα έχουν συμβάλει στην εικόνα που βλέπουμε σήμερα. Πιστεύω όμως ότι, η οικονομική κατάσταση ξεσκέπασε ένα πιο σύνθετο πρόβλημα, το οποίο εκκολαπτόταν για χρόνια. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης, το ουσιαστικό πρόβλημα της Λευκωσίας φαίνεται να είναι κατά κύριο λόγο πολεοδομικό.
Η Λευκωσία είναι μια μικρή σχετικά πόλη με πληθυσμό περίπου 220.000 κατοίκους. Ενώ η ευρύτερη πόλη διοικητικά μοιράζεται με Δήμους Λευκωσίας, Στροβόλου, Αγλαντζιάς, Έγκωμης, Αγίου Δομετίου και πιο έξω, Λακατάμιας, Λατσιών και Γερίου, πολεοδομικά αποτελείται απο ένα μόνο κέντρο και την περιφέρεια. Το κέντρο που είναι η παλιά πόλη και το αστικό εμπορικό κέντρο εμπίπτει στο Δήμο Λευκωσίας. Στους άλλους Δήμους της περιφέρειας βρίσκονται οι μικρότεροι ιστορικοί πυρήνες που επεκτάθηκαν αρχικά σε υπεραστικές οικιστικές περιοχές.
Το κύριο πρόβλημα για τη Λευκωσία έγκειται στο είδος και το εύρος της πρόσφατης ανάπτυξης των Δήμων της περιφέρειας, που ενώ θα έπρεπε να λειτουργούν σαν προάστια υποστηρικτικά του κέντρου, αντί αυτού, αναπτύσσονται ανεξάρτητα και ανταγωνιστικά προς το ίδιο το κέντρο. Σε κάθε Δήμο της περιφέρειας έχουν χωροθετηθεί εμπορικές ζώνες, ενώ οι οικιστικές ζώνες διευρύνονται ραγδαία προς τα έξω. Ο περιορισμένος πληθυσμός της πόλης δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλες τις εμπορικές αναπτύξεις περιφέρειας και κέντρου ταυτόχρονα. Η ίδια πολιτική έφερε και την έλλειψη πληθυσμιακής πυκνότητας στο κέντρο της πόλης. Η μεγάλη εξάπλωση των οικιστικών ζωνών στην περιφέρεια έχει ουσιαστικά αδειάσει το κέντρο από κατοίκους.
Αυτά τα πολεοδομικά προβλήματα προκαλούνται από το ίδιο το νομικό πλαίσιο για την πολεοδομική ανάπτυξη, δηλαδή τα Τοπικά Σχέδια των πόλεων της Κύπρου. Τα Τοπικά Σχέδια ετοιμάζονται από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως του Κράτους σε συνεννόηση με τους Δήμους και στόχο έχουν να καθορίζουν το όραμα αλλά και λεπτομέρειες, όπως συντελεστές δόμησης, ζώνες και χρήσεις γης για τη σωστή ορθολογική ανάπτυξη της κάθε πόλης.
Είναι όμως παράδοξο ότι, ενώ το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας για παράδειγμα, σωστά αναφέρεται και αναγνωρίζει τα προβλήματα του κέντρου, ταυτόχρονα ενισχύει τους περιφερειακούς Δήμους με εμπορικές χρήσεις και εξάπλωση των οικιστικών ζωνών, πλήττοντας έτσι τη ζωτικότητα του κέντρου της πόλης. Κατά την άποψη μου, το πρόβλημα αυτό προκύπτει από τις παρεμβάσεις των ίδιων των Δήμων που καταφέρνουν να διαφοροποιούν τις μελέτες των τεχνοκρατών για ικανοποίηση των δικών τους απαιτήσεων. Το ζητούμενο φυσικά είναι η αύξηση των αξιών γης και ακινήτων και συνεπακόλουθα η αύξηση των φόρων αλλά και ψηφοφόρων.
Από τα πιο πάνω, εντοπίζονται δύο ουσιαστικές αδυναμίες του συστήματος σε σχέση με τον πολεοδομικό σχεδιασμό των πόλεων στην Κύπρο.
Το πρώτο πρόβλημα είναι ο διαχωρισμός της διοίκησης της πόλης σε πολλούς διαφορετικούς Δήμους. Παρόλο που ιστορικά οι σημερινοί Δήμοι της ευρύτερης Λευκωσίας ήταν γεωγραφικά διαχωρισμένοι, με τα σημερινά δεδομένα εξάπλωσης και σύνδεσης των διαφόρων περιοχών, ο τεμαχισμός ου οργανικού συνόλου σε διοικητικά ανεξάρτητες περιοχές λειτουργεί αρνητικά για τη σωστή οργάνωση των δομών της πόλης, σε επίπεδο τουλάχιστο πολεοδομικό. Τα σύνορα των διαφορετικών Δήμων της ευρύτερης Λευκωσίας δεν έχουν πλέον την προγενέστερη τους σημασία αφού τα μέρη της πόλης έχουν συνδεθεί σε ένα ενιαίο ζωντανό οργανισμό.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, ο Δήμος του Παρισιού απαρτίζεται από είκοσι τομείς (arrondissments) με συνολικό πληθυσμό 2,3 εκατομμύρια και όλοι αυτοί οι τομείς υπάγονται στον ένα Δήμο της πόλης του Παρισιού. Παρόμοια, ο Δήμος της Νέας Υόρκης αριθμεί 8,3 εκατομμύρια σε πέντε μεγάλες διοικητικές περιοχές. Η Μαδρίτη έχει 21 κοινότητες (comunas) που υπάγονται στο Δήμο της πόλης. Στα παραδείγματα αυτά οι δημοτικές αρχές έχουν τον πλήρη έλεγχο της πόλης τους και τη δυνατότητα εκπόνησης ολιστικών σχεδιασμών που να αντιμετωπίζουν την ευρύτερη πόλη σαν μια οργανική μονάδα. Έτσι και η Λευκωσία, για να μπορέσει να εφαρμόσει μια ολιστική πολεοδομική πολιτική θα πρέπει να ελέγχεται από μια κεντρική διοικητική αρχή, στην οποία να υπάγονται οι περιφερειακές τοπικές αρχές (υφιστάμενοι Δήμοι). Μόνο τότε θα εξαλειφτεί ο ανταγωνισμός και θα γίνει εφικτός ένας συνολικός ορθολογικός σχεδιασμός που να αντιλαμβάνεται τις πραγματικές ανάγκες της ενιαίας πόλης. Βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη αναδιάρθωσης των δομών της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενέργεια που απαιτεί δορατικότητα, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και πολιτική τόλμη.
Η δεύτερη αδυναμία του πολεοδομικού σχεδιασμού των πόλεων της Κύπρου εντοπίζεται στην όλη διαδικασία συγγραφής και ελέγχου των Τοπικών Σχεδίων. Δεν μπορεί να υπάρξει ένας ολιστικός σχεδιασμός πόλης όταν το σύστημα επιτρέπει στις Δημοτικές Αρχές να παρεμβαίνουν στους σχεδιασμούς, ζητώντας περισσότερες ζώνες και πυκνότητα, περιορίζοντας έτσι το έργο των τεχνοκρατών της Πολεοδομίας και του Πολεοδομικού Συμβουλίου στη μοιρασιά της πίττας.
Μαθαίνοντας και από την εμπειρία άλλων πόλεων του εξωτερικού, η μελέτη και συγγραφή των Τοπικών Σχεδίων των πόλεων θα έπρεπε, με διαφανείς διαγωνισμούς, να ανατίθεται σε ανεξάρτητους, καταξιωμένους οίκους πολεοδομικού σχεδιασμού, οι οποίοι να αντιμετωπίζουν τα αστικά κέντρα στην ολότητα τους, να έχουν την πείρα και κατάρτιση και το σημαντικότερο, να βρίσκονται έξω από την ακτίνα των τοπικών πολιτικών παρεμβολών. Στην περίπτωση σημαντικών μεμονωμένων κτηρίων όλοι πλέον αναγνωρίζουν τη σημασία των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών για την επιλογή της καλυτερης μελέτης. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για σχέδιο ανάπτυξης μιας ολόκληρης πόλης. Δεν θα έπρεπε να δίνονται αυτές οι μελέτες στους ικανότερους μελετητές;
Πρόσφατα ο Δήμος Λευκωσίας, με διαδικασία διαγωνισμού, ανέθεσε σε ανεξάρτητο μελετητικό οίκο το Σχέδιο Περιοχής για το κέντρο της πόλης που θα αποτελέσει ένα καλό πολεοδομικό εργαλείο αναδιοργάνωσης του κέντρου και προώθησης συγκεκριμένων έργων. Παρόμοια σχέδια θα πρέπει να εκπονηθούν για όλες τις περιοχές της ευρύτερης Λευκωσίας. Το παράδοξο όμως, είναι πως τέτοιες μελέτες συγκεκριμένων περιοχών θα έπρεπε να πηγάζουν από πρόνοιες ενός ευρύτερου Τοπικού Σχεδίου της πόλης και να είναι συντονισμένες μεταξύ τους. Οι μελέτες, για να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα, θα πρέπει να κινούνται από το γενικό στο συγκεκριμένο και όχι αντίστροφα. Φυσικά δεν είναι δυνατόν να αναμένουμε την εκ θεμελιών διόρθωση των θεσμών πριν την οποιαδήποτε δράση ή πρωτοβουλία και σωστά ο Δήμος Λευκωσίας προχωρεί με μελέτες μέσα στα πλαίσια της δικής του αρμοδιότητας.
Απο τις πιο πάνω παρατηρήσεις διαφαίνεται η μεγάλη ανάγκη για αποφασιστικές τομές από πλευράς του Κράτους, τόσο για την αναδιάρθρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, όσο και για την αναθεώρηση της μεθοδολογίας του πολεοδομικού σχεδιασμού των πόλεων της Κύπρου. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντιστρέψουμε τις καταστροφικές συνέπειες της σημερινής πολεοδομικής πολιτικής, βασίζοντας την ανάπτυξη των πόλεων σε ένα επιστημονικό και μακροπρόθεσμο πολεοδομικό σχεδιασμό.