ΥΛΗ, ΧΩΡΟΣ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ∙ Βιωματικό αρχιτεκτονικό αφήγημα σε τρεις εικόνες

“Conical Intersect” ∙ 1975, 27-29 rue Beaubourg, Paris ∙ Gordon Matta-Clark

του Γιάννη Αγησιλάου
Αρχιτέκτονα

 

ΕΙΚΟΝΑ 1η

Ένα χιλιόμετρο περίπου απόσταση από το σπίτι μου στο Δάλι, στα βορειοδυτικά του οικισμού, πάνω σ’ ένα ύψωμα, βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Θεοδώρου. Φεύγοντας από το σπίτι το πρωί για το γραφείο, συνηθίζω να κάνω πρώτα μία στάση σε αυτό το εκκλησάκι. Είναι μια σύγχρονη εκκλησία, υπό την έννοια ότι έχει κτιστεί στις μέρες μας, με όλα όμως τα στοιχεία ενός νεοβυζαντινού ναϊδρίου. Τίποτα το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικά, χωρίς όμως και κάτι που να το καθιστά ενοχλητικό στο μάτι ή στην ιδιαίτερη αίσθηση ενός αρχιτέκτονα. Είναι ένας σταυρόσχημος σε κάτοψη χώρος, με τις δυο κεραίες του κάθε σκέλους στο σχήμα του ελληνικού σταυρού, με κάλυψη από δύο τεμνόμενες ημικυλινδρικές καμάρες, σφαιρικά τρίγωνα και τρούλο. Επιχρισμένο εσωτερικά και βαμμένο άσπρο, μωσαϊκό στο πάτωμα κι ένα απλοποιημένο «βυζαντινό» τέμπλο με υπέροχες εικόνες. Εξωτερικά είναι κτισμένο με πέτρα. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το εξεζητημένο.

Στα νότια, ακριβώς κάτω από το ύψωμα, βρίσκεται μια φάρμα με αγελάδες, μια άλλη στα βορειοανατολικά και μια τρίτη στα νοτιοδυτικα στο απέναντι ύψωμα πέρα από τον δρόμο.

Ένα πρωί, ψιλόβρεχε, σαν πρωινή πάχνη περισσότερο παρά σαν βροχή, βρισκόμουν στο ύψωμα έξω από το εκκλησάκι απολαμβάνοντας τον καφέ και το τσιγάρο μου. Όπως κάθε μέρα, η ίδια εικόνα, οι μάντρες, τα υποστατικά, τα μηχανήματα, τα σιλό για την τροφή των ζώων. Μάλλον ο μουντός καιρός, η έντονη ατμοσφαιρική προοπτική, η ψιλή βροχούλα που τη δεχόσουν με ευγνωμοσύνη, το πράσινο που απλωνόταν μπροστά σου, ακόμα και οι γραμμές πάνω στη λάσπη από τις διαδρομές των τρακτέρ για καθάρισμα των μάντρων από την κοπριά των ζώων, η διάθεσή μου που εκείνο το πρωί φαίνεται θα ήταν πιο δεκτική, όλα αυτά έκαναν το τοπίο να είναι ίδιο αλλά και μοναδικό. Είχα την αίσθηση ότι το όλο σκηνικό έβγαινε από κάποια ταινία του Αγγελόπουλου ή κάποιου άλλου σπουδαίου τεχνίτη της εικόνας. Ενώ χάζευα από το ύψωμα την εικόνα απέναντι, απορροφημένος μέσα στην όλη ατμόσφαιρα, το μάτι μου στάθηκε πάνω σε δυο κατασκευές. Μιαν αποθήκη, μεγάλων διαστάσεων κτίσμα, κι ένα υπόστεγο με λεπτούς μεταλλικούς στύλους και τραπεζοειδή φύλλα λαμαρίνας για κάλυψη γεμάτο με κυλινδρικές πάλες από σανό, παραταγμένες και στοιβαγμένες η μια δίπλα και πάνω από την άλλη, σαν σε κυκλώπειο τείχος, ή σαν ένας φράκτης από σανό. ένα μαλακό και ευπαθές όριο, που συνδυαζόμενο με μια πιο ανθεκτική κατασκευή εσωτερικά, θα μπορούσε να ορίσει έναν αύλιο χώρο ή ένα τέμενος.

Η αποθήκη ήταν ένα μεγάλων διαστάσεων ορθογωνικό κτίσμα από συνηθισμένα γκρίζα τσιμεντομπλόκς, με ανοίγματα σε τακτά διαστήματα που ακολουθούσαν έναν αυστηρό κάνναβο και μ’ επικάλυψη μια πράσινη, δίρριχτη στέγη. Αυτό το πράσινο της στέγης, που προσομοίαζε με το πράσινο της βλάστησης και έδενε τόσο όμορφα με το γκρίζο των τοίχων, την ατμόσφαιρα και τον ουρανό, μέσα από την άυλη υλικότητά τους, τη μαλακιά και αραιή τους ύλη, μου τράβηξε την περιέργεια. Μπήκα στο αυτοκίνητο, κατέβηκα το ύψωμα, διασταύρωσα τον κύριο δρόμο και ξανανέβηκα το απέναντι ύψωμα για να φτάσω μέχρι την αποθήκη απέναντι που μου φάνηκε τόσο ιδιαίτερη αρχιτεκτονικά. Ο δρόμος σταματούσε σε κάποιαν απόσταση και από ένα σημείο και πέρα ήταν βατός μόνο για τρακτέρ ή για ψηλά οχήματα. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και συνέχισα με τα πόδια. Λόγω της βροχής, το έδαφος ήταν μαλακό και τα παπούτσια βούλιαζαν μέσα στη λάσπη. Πιο προσεκτικά, εντόπισα σταθερότερο έδαφος ή χαμηλό χορτάρι και πατούσα σε αυτά τα επιλεγμένα σημεία, μια και ήμουν ντυμένος εντελώς ακατάλληλα για μια τέτοια απόπειρα. Ευτυχώς, λίγα μέτρα απόσταση πιο πέρα υπήρχε ένας στενός διάδρομος από μπετόν που οδηγούσε μέχρι το υποστατικό. Δίπλα οι αγελάδες από τη γειτονική μάντρα με κοίταζαν περίεργα. Φτάνοντας, το κτίσμα απ’ έξω δεν έδειχνε τίποτε ιδιαίτερο.

Ήταν πολύ πιο φτωχό απ’ ό,τι το φαντάστηκα κι η τόσο εντυπωσιακή πράσινη στέγη, από κοντά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια απλή στέγη από κυμματοειδή φύλλα αμιάντου που είχαν πρασινίσει από την υγρασία και τους μύκητες. Το κτίσμα ήταν εγκαταλειμμένο, σε κατάσταση αρκετά καλή δομικά και στατικά, αλλά είχε τα χάλια του. Μια στενή και χαμηλή σχετικά πόρτα για όλη εκείνη την κατασκευή οδηγούσε στο εσωτερικό. Μπαίνοντας, είχα μιαν άλλη, εντελώς διαφορετική αίσθηση. Ένας τεράστιος σε έκταση χώρος που καλυπτόταν από μια λεπτεπίλεπτη κατασκευή από απλές μεταλλικές σωλήνες, πάνω από τις οποίες επικάθοντο τα αμιαντέτινα φύλλα της επικάλυψης, χωρίς τίποτε ενδιάμεσα. Το όλο αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα ανάλαφρο και δεν μπορούσες να μην αναρωτηθείς για το πώς θα επίλυε ένας πολιτικός μηχανικός σήμερα ένα τέτοιων διαστάσεων άνοιγμα. Σίγουρα είκοσι φορές μεγαλύτερες διατομές και ένα σωρό πρόσθετα φορτία! Το δάπεδο έδειχνε σαφώς ότι το υποστατικό χρησιμοποιείτο για μάντρα (και όχι για αποθήκη), διότι δεν ξεχώριζες τίποτε άλλο εκτός από ένα χοντρό και ξερό στρώμα κοπριάς.

Τα παράθυρα εκατέρωθεν των δύο μακριών πλευρών των τοίχων από τσιμεντότουβλα, που έκλειναν με γυάλινα αυτοσχέδια λούβρα στερεωμένα σε μεταλλικό πλαίσιο, ίδια σε σχήμα και διαστάσεις, παρατάσσονταν πάνω σ’ έναν αυστηρό κάνναβο, δίνοντας μια πολύ ενδιαφέρουσα ρυθμική επανάληψη, εύμετρη, απλή και εντυπωσιακή. Τα πιο πολλά τζάμια ήταν σπασμένα, ορισμένα είχαν ακόμα κάποια λούβρα γερά, κάποια άλλα –ελάχιστα- διατηρούνταν σε σχετικά καλή κατάσταση. Το φως λιγοστό, πιο έντονο στην περίμετρο του κτίσματος κοντά στα ανοίγματα, πολύ πιο αδύνατο, εξασθενημένο, στο κέντρο της κατασκευής κάτω από τον κορφιά της στέγης. Για τις διαστάσεις του χώρου θα ήθελα το ύψος πιο μεγάλο, ταυτόχρονα όμως, αυτό το χαμηλό ύψος τόνιζε το μήκος του χώρου και τη ρυθμική επανάληψη των ανοιγμάτων.

Το όλο αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα υποβλητικό. Δεν ήταν μόνο ο ίδιος ο χώρος ο εσωτερικός, αλλά και το περιβάλλον στο οποίο εντασσόταν αυτό το υποστατικό, με τις αποθήκες, τις μάντρες των αγελάδων, την εγκατάλειψη, την απόσταση από τα πρώτα σπίτια του οικισμού που το έκαναν ιδιαίτερο. Κι αμέσως το μυαλό μου μπήκε στη διαδικασία να κάνει την επόμενη σκέψη: Πώς θα μπορούσε αυτός ο υποβλητικός χώρος να αξιοποιηθεί αρχιτεκτονικά, να μεταπλαστεί έτσι που να μπορεί να φιλοξενήσει όχι πια ζώα, αλλά ανθρώπους;

Θα μπορούσε να γινόταν σπίτι. Το σπίτι μου, αν είχα τα χρήματα να το αγοράσω και να το αναμορφώσω. Κρατώντας το κέλυφος εξωτερικά ως έχει, σπάζοντας τυχαία το στενό άνοιγμα της εισόδου ώστε να γίνει λίγο πιο φαρδύ, αφαιρώντας φύλλα αμιάντου από τη στέγη, επιλεκτικά, για να μπει περισσότερο φως, υποβιβάζοντας σημειακά το έδαφος κατά μία στάθμη ώστε να δημιουργηθούν δύο επίπεδα και να μπορεί εσωτερικά να κατασκευαστεί μια νέα, διώροφη κατασκευή, κάτι σαν «σπίτι μέσα στο σπίτι». Και τα σπασμένα τζάμια, η λεπτεπίλεπτη μεταλλική κατασκευή της στέγης; Θα τα άφηνα ανέπαφα, να ορίζουν το διάτρητο όριο της αυλής, ως ένα τέμενος μερικώς ανοιχτό και ξέσκεπο, μερικώς καλυμμένο με τα λεπτά φύλλα αμιάντου. Στάθηκα εκεί για πολλή ώρα χαμένος μέσα στις σκέψεις μου, να πηγαινοέρχομαι στον χώρο και να σχεδιάζω μέσα στο μυαλό μου διάφορα αρχιτεκτονικά σενάρια. Γιατί να μην αξιοποιήσω αυτή τη λογική σε ένα νέο σπίτι; όπου ένα μεγάλο εξωτερικό κέλυφος, ημιτελές, να ορίζει μια μεγάλη αυλή, και εντός του οι υπόλοιποι χώροι, η κατεξοχήν κατοικία; Κι από πάνω μια ανάλαφρη κατασκευή, που σίγουρα κανένας πολιτικός μηχανικός δεν θα μου την εγγυόταν, μια και ήξερα πολύ καλά πως το κέλυφος το οποίο με περιέβαλλε ήταν κατασκευασμένο από μη αρχιτέκτονες, από μη μηχανικούς, ήταν μια αυτοσχέδια κατασκευή μιας άλλης εποχής, μακριά από τη σύγχρονη τεχνολογία, τους σύγχρονους υπολογισμούς, την ανάγκη για άδειες, όρια ασφαλείας και όλα τα σχετικά. που προσομοίαζε περισσότερο στις μεθόδους παραγωγής της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, όπου έμπειροι και ευαίσθητοι τεχνίτες, χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση ή εκπαίδευση, μπορούσαν να υπολογίσουν και να εκτιμήσουν μέσα από την εμπειρία και το ένστικτο τα μεγέθη, τις διατομές, τις αντοχές των υλικών. Ταυτόχρονα όμως ήξερα ότι ο χώρος στον οποίο βρισκόμουν δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα της ανάγκης που τον γέννησε (χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποίησης ή καλλωπισμού), αλλά και του χρόνου που τον διαμόρφωσε και τον ανάπλασε. Τα σημάδια του χρόνου βρίσκονταν παντού. Στα σπασμένα τζάμια και τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, στη φθορά των υλικών, στην ξεραμένη κοπριά, στους μύκητες που φύτρωσαν πάνω στη στέγη. Στην εγκατάλειψη.

Ο χρόνος, αυτός ο τόσο σημαντικός παράγοντας, η άλλη διάσταση του χώρου, που πολλές φορές, εντελώς ανεπίτρεπτα, οι αρχιτέκτονες τον αγνοούμε, είναι στοιχείο της αρχιτεκτονικής από τα πιο σημαντικά, είτε ως εναλλαγή (από την ημέρα στη νύχτα, από τον χειμώνα στο καλοκαίρι), είτε ως σημάδια πάνω στην ύλη, ως πάτινα (παλαιότητα) και ως φθορά. Κι αμέσως σκέφτομαι τις δικές μας σύγχρονες συντηρήσεις σε παραδοσιακά ή νεώτερα κτίσματα. που πολλές φορές, ή σχεδόν πάντα, εξαφανίζουμε τα σημάδια του χρόνου. κάνοντας το κτίριο σαν καινούριο, διαγράφοντας ουσιαστικά ένα τεράστιο κομμάτι από την ιστορία του, έτσι που να χάνει την αλήθεια του, το ιστορικό του βάθος, την αυθεντική του φωνή, την ιδιαίτερη ζωτική του ενέργεια, ανάσα και υπόσταση.

 

ΕΙΚΟΝΑ 2η

Ως νέοι αρχιτέκτονες, μόλις είχαμε τελειώσει τις σπουδές μας, ευτυχής συγκυρία, το Τμήμα Διατήρησης (όπως ονομαζόταν τότε ο Κλάδος Διατήρησης) του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως είχε ξεκινήσει μια συνεργασία με αρχιτέκτονες του ιδιωτικού τομέα για εντοπισμό, καταγραφή και αξιολόγηση παραδοσιακών οικοδομών σε διάφορα χωριά της Κύπρου(1).

Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, είχαμε επισκεφθεί, καταγράψει και αξιολογήσει μερικές εκατοντάδες παραδοσιακές οικοδομές, κατοικημένες και μη, σε καλή και κακή κατάσταση ή και σε κατάσταση ερειπίου, στα χωριά Παναγιά, Άρσος, Ίνια, Πάνω και Κάτω Ακουρδάλια, Πωμός, Γιαλιά(2). Ήταν μια εμπειρία που ξέφευγε από την απλή επαγγελματική εργασία και είχε λάβει για μας τότε χαρακτήρα περισσότερο εκπαιδευτικό και που μας είχε επηρεάσει καθοριστικά στον τρόπο σκέψης, αλλά και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αρχιτεκτονική μέχρι και σήμερα. Και αυτό δεν είχε τόσο να κάμει με τις συγκεκριμένες μορφές, το υλικό δομής ή την κατασκευή, όσο περισσότερο με την οργάνωση του χώρου, την αντίληψη του σπιτιού ως ενιαίου συνόλου, που συμπεριλαμβάνει κλειστό, ημιϋπαίθριο και υπαίθριο χώρο(3).

Θυμάμαι την έκπληξη μας όταν μπαίναμε σε κατοικίες εγκαταλειμμένες κυρίως, με τα σημάδια της ζωής, της φθοράς και του θανάτου να βρίσκονται παντού. Η σκόνη, που κάλυπτε τα πάντα, και η φθορά έδιναν ταυτόχρονα και μιαν άλλη διάσταση στον χώρο, όπου χρόνος και χώρος γίνονταν ένα, έχοντας την αίσθηση της συνέχειας μέσα στην ακινησία, ή της συνέχειας μέσα σ’ ένα συνεχές παρόν.

Αυτά τα σπίτια, τα αυθεντικά, που έχουν δεχτεί τις λιγότερες επεμβάσεις(4), που αφήνονται σε μια φυσική φθορά να αποσυντίθενται, να ξαναγίνονται πέτρα και χώμα, όπου η φθορά ή η κατάρρευση βρίσκονται ακόμα στην αρχή, είναι και τα πιο ενδιαφέροντα. Σε ένα τέτοιο σπίτι οι τοίχοι διατηρούνται ακόμα όρθιοι, το δώμα βρίσκεται στη θέση του, αλλά έχει καταρρεύσει η νισκιά συνήθως και μέρος του τοίχου έχει αποσαρθρωθεί από τη διάβρωση λόγω της βροχής που μπαίνει από την καπνο(ρ)ούφα. Στο δώμα, σημειακά, σε μια γωνιά, έχει ανοίξει μια τρύπα και βλέπεις εσωτερικά τη δομή του δώματος -την καννωσιά, τα φύκια, το χώμα- σαν σε κατασκευαστική τομή. Ένα κρεβάτι στρωμένο με όλα τα κλινοσκεπάσματά του και με μια στρώση φύκια και χώμα από το δώμα που έχει καταρρεύσει. Μια παιδική κούκλα, ένας γάτος σε ημιαποσύνθεση, αποξηραμένος, με το δέρμα κολλημένο πάνω στα οστά, χωρίς σάρκα. Μια καρέκλα αναποδογυρισμένη, ένα σκαμνί. Στη γωνιά μια προτσοθήκη που βρίσκεται ακόμα στη θέση της κάτω από τη σουβάντζα που κρέμμεται έτοιμη να καταρρεύσει. Και το πιο σημαντικό, το φως, που μπαίνει στο σπίτι με τον πλέον παράδοξο και αντισυμβατικό τρόπο και που δίνει στον χώρο μιαν άλλη διάσταση, ποιητική, σχεδόν μεταφυσική. Ο χρόνος ενώ μοιάζει να έχει σταματήσει σε μιαν άλλη εποχή, ταυτόχρονα αφήνει τα σημάδια του στον χώρο μέσα από τη φθορά των υλικών, τη σκόνη που καλύπτει τα πάντα, την κατάρρευση και αποσάθρωση της κατασκευής. Όλο αυτό εκπέμπει μια δική του ενέργεια, μοναδική και ιδιαίτερη, αυθεντική, αληθινή, μα και εξωπραγματική και ποιητική ταυτόχρονα. Και σκέφτεσαι: Σε μια πιθανή μελλοντική συντήρηση, ο τοίχος που έχει μερικώς καταρρεύσει, αυτό το αποκαλυπτικό φως που μπαίνει από εκείνη την τρύπα που έχει ανοίξει στο δώμα, αυτή η ιδιαίτερη και μοναδική λιθοδομή με το ψιλό και πυκνό χαλίκωμα, όλα αυτά θα χαθούν…

Τι κρίμα!

Υπάρχει άραγε τρόπος να κρατηθεί κάτι απ’ όλο τούτο; Τα σημάδια του χρόνου, η ιστορία του κτιρίου, η αλήθεια του, αυτό το ποιητικό, το μεταφυσικό, υπάρχει τρόπος να μην χαθούν (τουλάχιστον πλήρως) και ο χώρος να ξαναγίνει βιώσιμος; Ερώτημα που το κουβαλάς μες την ψυχή σου και σε βασανίζει κάθε φορά που καλείσαι να επαναφέρεις στη ζωή και να δώσεις πίσω το σπίτι ως χώρο κατοικήσιμο για να συνεχίσει μιαν άλλη ζωή, την αληθινή ζωή, που σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιο είναι το πραγματικά αληθινό και ποιο το ψεύτικο.

 

Ύστερα από 31 χρόνια συνεχούς ενασχόλησης με την αρχιτεκτονική -τόσο ως εκπαιδευόμενος όσο και ως αρχιτέκτονας που παράγει αρχιτεκτονική- δύσκολα πλέον εκπλήσσεσαι με κάτι το νέο, το απρόσμενο, το αποκαλυπτικό(5). Η γνώση, ούτως ή άλλως, και η εκπαίδευση συνεχίζονται εσαεί, και το κάθε νέο έργο που κτίζεις είναι και ένα νέο μάθημα, μια νέα εμπειρία, νέα γνώση ή εμβάθυνση σε προηγούμενη γνώση. πιο σωστά, συνειδητοποίηση γνώσης που ενυπάρχει μέσα μας σε υπολανθάνουσα και μη συνειδητοποιημένη κατάσταση. Αυτό ένοιωσα διαβάζοντας τα κείμενα – παρουσιάσεις των έργων “Splitting” (1974) του αρχιτέκτονα καλλιτέχνη Gordon Matta-Clark από τις Αλεξάνδρα Στράτου και Στέλλα Κωνσταντινίδη και “Conical Intersect” (1975) του ίδιου αρχιτέκτονα από τις Χριστίνα Βασιλοπούλου και Ιουλία Ηλιάδη(6).

Στα δύο αυτά έργα εκείνο που κάνει ο συγκεκριμένος αρχιτέκτονας καλλιτέχνης είναι να κόβει με αλυσοπρίονο σε επιλεγμένα σημεία όλα τα δομικά στοιχεία των προκατασκευασμένων κτιρίων που προορίζονται για κατεδάφιση από τους ιδιοκτήτες τους (με την άδειά τους βέβαια), επιλέγοντας -δηλαδή σχεδιάζοντας- τα σημεία τομής, έτσι που, αφαιρώντας το ενδιάμεσο υλικό, τα μεν αφαιρούμενα πλήρη να εκτίθενται σε γκαλερί ως θραύσματα και μαρτυρίες, τα δε κενά που παράγονται να συνθέτουν μιαν ιδιαίτερη χωρική και γλυπτική εμπειρία.

Η πράξη αυτή είναι για τον Gordon Matta-Clark και την ομάδα “anarchitecture” μια έμπρακτη κριτική ενάντια στην άκαμπτη αντιστοιχία χώρου και λειτουργίας όπως την προέβαλε ο Le Corbusier μέσα από την ιδέα του κτιρίου μηχανής, αλλά και ένας εναλλακτικός τρόπος παραγωγής χώρου, χωρίς αυτός να κτίζεται.

Το παιχνίδι με τους χώρους μέσα από την αφαίρεση -χωρίς να προστίθενται στοιχεία ή υλικά αλλά μόνο να αφαιρούνται- είναι μια πολύ γνωστή (και κοινή) πρακτική στους αρχιτέκτονες, αν και δεν γίνεται το ίδιο συνειδητοποιημένα και με τους ίδιους στόχους όπως αυτοί του Gordon Matta-Clark. Ας σκεφτούμε την ενοποίηση χώρων μέσα από την αφαίρεση ενδιάμεσων δομικών στοιχείων (τοίχων ή πατωμάτων), αλλά και τη «διάτρηση» του κελύφους για να εισχωρήσει το φως σε σκοτεινούς ή υποφωτιζόμενους χώρους.

Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα που μπορώ να φέρω άμεσα στο μυαλό μου από τη δική μας εμπειρία είναι η κατοικία στον Ασκά (βλ. σχετική φωτ.), όπου το ανήλιαγο δίχωρο στο υπόγειο απελευθερώνεται από τον μεταγενέστερο ενδιάμεσο τοίχο που το διχοτομούσε και επανέρχεται στην αρχική πρότερη του κατάσταση, αλλά και προσλαμβάνει νέα υπόσταση μέσα από την κατακόρυφη τομή της οροφής και την προσθήκη με τον φεγγίτη πάνω από αυτήν, έτσι που το φως (και ο ήλιος) να εισχωρήσουν στο βάθος του χώρου, δίδοντάς του ζωή, καθιστώντας τον βιώσιμο, αποκαλύπτοντάς τον και απελευθερώνοντάς τον από το σκοτάδι. Ο χώρος αποδεσμεύεται έτσι από την καταναγκαστική του χρήση ως βοηθητικός και γίνεται πλέον ο βασικός χώρος ζωής για την κατοικία.

Οι τομές στα κελύφη του Gordon Matta-Clark χαρακτηρίζονται από τον ίδιο ως πράξεις απελευθερωτικές, που ενισχύουν την επαφή του εσωτερικού του σπιτιού με το έξω, δημιουργώντας ταυτόχρονα απίθανα παιχνίδια με το φως, που εισχωρεί βαθιά σε κάθε γωνιά του χώρου ως να μετράει το πέρασμα του χρόνου σαν ηλιακό ρολόι(7). Η διάθεσή του όμως είναι καθαρά γλυπτική και ποιητική, δρα δηλαδή περισσότερο ως καλλιτέχνης παρά ως αρχιτέκτονας, που ανάμεσα σε όλα τα άλλα έχει να σκεφτεί και να συνυπολογίσει τη χρηστικότητα του κτιρίου. Εξάλλου, ο ίδιος ο Matta-Clark υποστηρίζει ότι το κτίριο ως αντικείμενο και ως χώρος δεν περιορίζεται ούτε και εξαντλείται στη χρηστικότητά του. Στην πραγματικότητα, αδιαφορεί για τη χρηστικότητα του κτιρίου και χειρίζεται τον χώρο εντελώς ελεύθερα, περισσότερο ως χωρική εμπειρία και ως βίωμα, παρά για εξυπηρέτηση οποιονδήποτε πρακτικών ή καθημερινών αναγκών.

Ο αφορισμός του ότι η διαφορά ανάμεσα στη γλυπτική και την αρχιτεκτονική βρίσκεται στην ύπαρξη ή μη υδραυλικής εγκατάστασης είναι χαρακτηριστικός της πρόθεσής του να τονίσει τον αυτοεγκλωβισμό, πολλές φορές, της αρχιτεκτονικής στη χρηστικότητα και τη λειτουργία. Αναμφίβολα, ο συγκεκριμένος αφορισμένος είναι τουλάχιστον γενικευτικός, αν σκεφτούμε, για παράδειγμα, ότι όλη η παραδοσιακή αρχιτεκτονική δεν είχε ούτε υδραυλική, ούτε μηχανολογική, ούτε ηλεκτρολογική εγκατάσταση. Δεν έπαυε όμως να είναι αρχιτεκτονική και να εξυπηρετεί τις ανάγκες του τότε ανθρώπου. Βέβαια, σήμερα μας είναι αδιανόητο ένα σπίτι χωρίς τις πιο πάνω υπηρεσίες, και όταν καλείται ένας αρχιτέκτονας να επαναφέρει στη ζωή και να (ξανα)δώσει χρηστική αξία σ’ ένα από αυτά τα παλιά, παραδοσιακά ή ιστορικά κτίρια, μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες και προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει είναι και η ένταξη αυτών των εγκαταστάσεων στην κατασκευή και τον χώρο(8).

Όσο κι αν η διάθεση του Matta-Clark μπορεί να χαρακτηριστεί ποιητική, γλυπτική, ή καλλιτεχνική, η πράξη (τομή με αλυσοπρίονο και επέμβαση στη στατικότητα – δηλαδή στην αντοχή του κτιρίου) εμπεριέχει και το στοιχείο της βιαιότητας, ή ακόμα, θα τολμούσα να πω, αποτελεί και μια στάση ασέβειας ως προς την ίδια την υπόσταση του κτιρίου.

Παρόμοια αποτελέσματα, αλλά με άλλα μέσα και μεθόδους, πετυχαίνει και ο χρόνος, όπου οι φυσικές τομές, δηλαδή οι «διατρήσεις» στην οροφή μέσα από σημειακές καταρρεύσεις, αποκαλύπτουν σκοτεινούς χώρους, δίδοντάς τους ποιητική και γλυπτική πνοή, μέσα από το παιχνίδισμα του φωτός στους χώρους.

Διάτρηση, τομή, αποκάλυψη της δομής του κτιρίου, εισχώρηση του φωτός στον χώρο κατά παράδοξο και απρόσμενο τρόπο, εκπλήξεις, όλοι αυτοί οι όροι και έννοιες που αφορούν στο έργο του Gordon Matta-Clark, οι ίδιοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τον χρόνο, ο οποίος (επ)ενεργεί πάνω στο κτίριο και πετυχαίνει αντίστοιχα αποτελέσματα με πολύ πιο μαλακό και λιγότερο βίαιο τρόπο. Η φθορά όμως, η διάβρωση, η αποσάθρωση, ο ίδιος ο θάνατος, όσο μαλακά, σταδιακά ή και με «διάκριση» κι αν γίνονται, όσο ποιητικό και ρομαντικό κι αν (μας) ακούγεται όλο αυτό, δεν είναι ταυτόχρονα και μια πράξη βίας σε σχέση με την υλική, σωματική, αλλά και πνευματική και ψυχική υπόσταση του ανθρώπου, ο οποίος είναι και ο τελικός αποδέκτης κάθε τέτοιας ενέργειας ή δράσης(9);

Από την άλλη, το βίωμα αυτό της βιαιότητας της φθοράς και του θανάτου (της τομής αυτής στη ζωή) δεν θα έμοιαζε το ίδιο σκληρό και βίαιο αν η αντίληψή που είχαμε του κόσμου δεν ήταν τόσο περιοριστική (και εγκλωβιστική) σε σχέση με τον χρόνο, που τον βλέπουμε και τον βιώνουμε εντός των πλαισίων της βιολογικής, δηλαδή σωματικής μας ύπαρξης, αδυνατώντας να αντιληφθούμε τη ζωή (μας) πέρα και έξω από την ύλη. Όσον αφορά το κτίριο και τον χώρο, η αναβίωση θα μπορούσε να ήταν η μετάβαση σ’ έναν άλλο τρόπο ύπαρξης, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και τον χρόνο ως αναπόσπαστο στοιχείο της υλικής και χωρικής του υπόστασης.

Το κτίριο, ως κέλυφος και ως χώρος, υπάρχει από τη στιγμή της σύλληψής του στο μυαλό του αρχιτέκτονα, αποτυπώνεται στο χαρτί ή στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή, υπάρχει ως ιδέα, η οποία αρχίζει να παίρνει υλική υπόσταση με την κατασκευή, πραγματώνεται στον χώρο ως μια νέα υπόσταση, που μοιάζει με την αρχική ιδέα, αλλά είναι και κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό. Γίνεται ύλη, γίνεται χώρος που εμπεριέχει το σώμα, εισβάλλει μέσα στον ιστορικό χρόνο και ο χρόνος καθίσταται αναπόσπαστο στοιχείο του, επεμβαίνει σε αυτό, ως μια άλλη διάσταση του χώρου –που δεν υπήρχε στην αρχική ιδέα- με αποτελέσματα και δράσεις πάνω στην υλικότητα του κτιρίου. Και το κτίριο πια συνεχίζει να ζει εμπεριέχοντας την αρχική ιδέα, αλλά και ανεξάρτητα από αυτήν, αυτονομημένο πλέον από τα αρχικά σχέδια του αρχιτέκτονα, από τη στιγμή της σύλληψης και της δημιουργίας (του), ως μια νέα υλική και πνευματική υπόσταση με πορεία στον χρόνο, όπως ο χρόνος (και ο άνθρωπος) επεμβαίνουν πάνω του και το αναμορφώνουν ποικιλοτρόπως.

(1) Συμπλήρωση καρτελών για την κάθε κατοικία με γενική περιγραφή τυπολογίας κτίσματος, εντοπισμός αξιόλογων μορφολογικών ή άλλων στοιχείων και φωτογραφική αποτύπωση. Στο τέλος ακολουθούσε μία έκθεση για το σύνολο του οικισμού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και συστάσεις για μελλοντικές συντηρήσεις ή επεμβάσεις.
(2) Ιανουάριος 1994 έως Ιούνιος 1995.
(3) Βέβαια, το υλικό δομής και η κατασκευή είναι ιδιαίτερα σημαντικά για έναν αρχιτέκτονα και καθοριστικά ως προς το τελικό αποτέλεσμα και αυτά είναι περισσότερο που δίνουν το στίγμα της εποχής, πολύ περισσότερο ίσως απ’ ότι η ίδια η οργάνωση του χώρου.
(4) Ασύμβατες συνήθως με τον χαρακτήρα τους, όπως είναι τα χολιάσματα της λιθοδομής με τσιμεντοπηλό, η αντικατάσταση των ανοιγμάτων με αλουμινένια, η επίστρωση του δαπέδου με μπετόν, η επίστρωση του δώματος με μια στρώση σκυροδέματος που προκαλεί και τη μεγαλύτερη φθορά μέσα από τον εγκλωβισμό υγρασίας.
(5) Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος είναι αυτοδίδακτος και ο δάσκαλος το μόνο που κάνει είναι να ενεργοποιεί και να δίνει ώθηση στη γνωστική ικανότητα και δίψα για μάθηση του ανθρώπου.
(6) Αφετηρίες, τόμος 1, εκδ. Δομές, Αθήνα 2016, σ. 142-145 και 146-150 αντίστοιχα.
(7) ο.π. σ.144.
(8) Μια έντιμη και ειλικρινής αντιμετώπιση θα ήταν αυτές οι εγκαταστάσεις να είναι εμφανείς και να συνυπάρχουν με το πρωταρχικό κέλυφος, ως αυθύπαρκτες και ανεξάρτητες, και όχι να κρύβονται στα δομικά στοιχεία του κτιρίου, πληγώνοντας πολλές φορές, με βίαιο τρόπο, τη στατική του επάρκεια μέσα από αχρείαστες συνεχείς τομές στα φέροντα δομικά στοιχεία του κτιρίου.
(9) Θυμίζω εδώ το παλιό και γνωστό ερώτημα: Χωρίς τον άνθρωπο, που νοηματοδοτεί και συναισθάνεται, ποιο το νόημα του κόσμου;