Χρίστος Παύλου, Χριστιάνα Καραγιώργη
“…με τα τραγούδια μου φτιάχνω παρέες…”
Ο σχεδιασμός ενός Μουσείου Μουσικής για έναν σημαντικό μουσικοσυνθέτη, όπως τον Μάριο Τόκα πηγάζει από την ανάγκη να διαβάσουμε αρχιτεκτονικά εκείνες τις ποιότητες του έργου του καλλιτέχνη και να τις μεταφράσουμε σε δομημένο χώρο. Ο Μάριος Τόκας με το καλλιτεχνικό του έργο, αποτέλεσε σφραγίδα για την νεότερη Ελληνική και Κυπριακή μουσική και συνδέθηκε με την σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΙΔΕΑ
Η αρχιτεκτονική ιδέα για το Μουσείο πηγάζει από την αντίληψη που έχουμε για την μουσική και την μουσική παραγωγή του καλλιτέχνη. Το κτήριο μουσείο, αποτελεί κιβωτό, ένα δοχείο που στο εσωτερικό του αγκαλιάζει μια ιστορία πολιτισμού. Σε ένα τέτοιο μουσείο συνηπάρχει το στοιχείο της έκπληξης μιας χωρικής έκφρασης που συνδιαλέγεται με το περιεχόμενο – το “έκθεμα” το οποίο δεν αποτελεί απομονωμένο αντικείμενο, όπως συμβαίνει στο ιστορικά παραδοσιακό μουσείο αλλά ποιοτικό στοιχείο της χωρικότητας που προτείνεται. Στο Μουσείο “Μάριος Τόκας” ο επισκέπτης διαβάζει τον χώρο και το περιεχόμενό του, μέσα από μια αισθητηριακή εναλλαγή του κενού και του πλήρους – του τεχνητού και του φυσικού που συμβαίνει στο εσωτερικό. Η ιδέα προτάσσει ένα κτήριο κέλυφος, όπου διαφυλάσσεται μια μουσική ιστορία – μια μουσική φράση – μια περιήγηση με όλες εκείνες τις εναρμονίσεις που καθορίζουν μια μελωδία.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Η πρόταση επιδιώκει να συγκεράσει θέματα ένταξης και κλίμακας, εντός του ανομοιόμορφου υποβαθμισμένου και παλαιού πυρήνα του Ύψωνα. Το κτηριακό σύνολο της γειτονιάς του παλαιού Υψωνα αποπνέει μια γοητεία, εντός του ευτελούς χαρακτήρα του, έτσι που να αποτελεί μια ιστορία από μόνο του. Η χωροθέτηση του μουσείου εντός, μέσα από την αντίθεση της κτηριακής κλίμακάς αλλά και την αντίθεση παλαιού και νέου αποτελεί μια κίνηση φόρτισης της γειτονιάς με το σήμα ενός μικρού μεν αλλά σημαντικού δημόσιου κτηρίου. Για το λόγο αυτό η πρόταση δεν επιδιώκει να επιβληθεί στον περιβάλλοντα χώρο αλλά να υιοθετήσει εκείνες τις ποιότητες του κτισμένου που θα κάνουν το κτήριο του μουσείου να ενταχθεί και να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος του συμπλέγματος – ως μια κορύφωση δομημένης πύκνωσης και ως τοπόσημο, όχι πομπώδες αλλά εναρμονισμένο στον ιστό.
Η έννοια του Μουσείου στο σύγχρονο κόσμο αφορά περισσότερο στην καθαρότητα, τη σαφήνεια, την λειτουργικότητα και την οικονομία στην αρχιτεκτονική έκφραση. Η υποστήριξη του σκοπού της έκθεσης εμπλουτίζεται με την εμπειρία της θέασης και της κίνησης, εντός των σύγχρονων μουσειακών χώρων, οι οποίοι είναι πέρα από χώροι εκθεμάτων και χώροι συνάντησης, διάδρασης και παραγωγής νέων μορφών πολιτισμού. Το μουσείο “Μάριος Τόκας” είναι ένα κτήριο που εξελίσσει τον χαρακτήρα του μέσα από τις δυνατότητες των χώρων που δημιουργεί για πολλαπλές δράσεις και αφορά την μουσική κουλτούρα και τον πολιτισμό. Οι προκλήσεις της δυσχέριας που αντιμετωπίζει ο Δυτικός κόσμος σήμερα μας φέρνει αντιμέτωπους με την έννοια της οικονομίας και της οικολογίας περισότερο από ποτέ. Το μουσείο που προτείνεται είναι λιτό και δωρικό, ωστε να δίδεται έμφαση στην ποιότητα του κτισμένου και όχι στην ποσότητα της έννοιας του “πολυτελούς” ή του “πολύπλοκου”.
Η αναγνωσιμότητα του μουσείου στο ευρύτερο πλαίσιο του κέντρου του Ύψωνα αποτελεί άλλη μία παράμετρο που λαμβάνεται υπόψη, έτσι ώστε, το μουσείο να ορίζεται από την γεωμετρία, τα υλικά κατασκευής κελύφους του αλλά και από την λειτουργική του σχέση με την γειτονιά. Η περιοχή έχει ανάγκη από μια εύληπτη πρόταση αναγνώσιμη και αναγνωρίσιμη, χωρίς πομπώδεις ήχους αλλά εναρμονισμένη με το κοινωνικο-χωρικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχει. Η κατασκευαστική και αισθητική καθαρότητα του μουσείου συστήνει έναν νέο “τόπο” που είναι διακριτικά σημαίνων – κάτι που παραπέμπει και στον χαρακτήρα της ιδέας που αντιπροσωπεύει. Η πρόταση ανταποκρίνεται στην εκπροσώπιση του έργου του καλλιτέχνη και των αξιών που αυτό αντιπροσωπεύει. Το μουσείο, ως κτήριο ανταποκρίνεται στις έννοιες της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής και της ενεργειακής βιωσιμότητας καθώς φέρει κατασκευαστικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν βιοκλιματικό. Η ιδέα του σχεδιασμού εδράζεται στις περιβάλλοντικές αξίες της δημιουργίας και διατήρησης χώρων πρασίνου στο εσωτερικό καθώς και της ορθολογιστικής διαχείρισης της σκίασης, εκεί όπου απαιτείται με φύτευση ή άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
Η πρόταση αφορά ένα καθαρό κτηριακό σχήμα, το οποίο εδράζεται στην πλατεία και στέκει λιτό και απέρριτο στον χώρο σε εναρμόνιση με το κτισμένο που το περιβάλλει. Η κλειστή και σαφής μορφή του προτάσσει την έννοια του μουσείου ως κιβωτού – ως εσωτερικότητας, η οποία παραλαμβάνει τον επισκέπτη για να τον μυήσει στον κόσμο του πολιτισμού. Το κτήριο “δοχείο” δημιουργεί εντός έναν νέο κόσμο για την προβολή της μουσικής και την ενίσχυση της δημιουργικής μάθησης. Το κέλυφος του κτηρίου στέκει “δωρικό” με σκληρά ή μαλακά μέτωπα δημιουργώντας σαφή όρια και σαφείς προσβάσεις από και προς τον δημόσιο χώρο. Ακολουθεί τις χαράξεις των τεμαχίων διατηρώντας τη συνεχή δόμηση ορίζοντας τον αστικό ιστό και την κλίμακα της γειτονιάς.
Η υπόμνηση της σχέσης της περιοχής με το χωριό Λόφου από όπου κατάγονται οι κάτοικοι του Ύψωνα αφορά εκτός από τη γνωστή λιθοδομή, και την τυπολογία στη χάραξη των κτηριακών σχημάτων του χωριού – τις γειτονιές με τα πλατώματα και τα σπίτια με τις μικρές αυλές. Στη Λόφου τα μικρά δρομάκια καταλήγουν σε αδιέξοδα δημιουργώντας πλατώματα – χώρους κοινωνικοποίησης και συναναστροφής. Πλατώματα ως δημόσιοι χώροι δημιουργούνται μπροστά από την Εκκλησία και το σχολείο του χωριού. Η χρήση τους αν και φανερώνει εσωστρέφεια διατηρεί τον δημόσιο χαρακτήρα τους. Αυτή η χαρακτηριστική εκτόνωση του εσωτερικού σε πλατείες – μικρά υπαίθρια καθιστικά συστήνει τον χώρο συνάντησης της παρέας του Μάριου Τόκα. Το μουσείο δημιουργεί ξανά εκείνη την δομή στο εσωτερικό που αναβιώνει το βίωμα του οικισμού. Οι κενοί χώροι των αίθριων που χωροθετούνται σε συνέχεια των περισσοτέρων δημόσιων χώρων του μουσείου, αποτελούν την καρδιά του κτηρίου και αποκτούν τη διάσταση του χώρου συνάντησης της κοινότητας. Τα αίθρια δημιουργούν δυνατότητες συσχετισμών και ανταλλαγής μέσα από μια εσωτερικότητα, η οποία αποτελεί τον παλμό του κτηρίου.
Η αναφορά στη Λόφου ενισχύεται και οπτικά μέσα από τη χρήση της πέτρας της περιοχής αλλά και την εφαρμογή της ως λιθοδομής στις όψεις του κτηρίου, ως μονοκοντυλιά που διατρέχει και περιβάλλει το σχήμα από έξω προς τα μέσα. Τα αίθρια και οι αίθουσες εκθέσεων, ως δοχεία αναφοράς που φέρουν την λιθοδομή ενισχύουν την υπόμνηση της παράδοσης και του τόπου. Με αυτό τον τρόπο η πέτρα της Λόφου αποτελεί ένα από τα διακριτά στοιχεία της πρότασης. Άλλο ένα μορφολογικό στοιχείο που αποκτά συμβολική σημασία είναι το “μουσικό κουτί” – το δωμάτιο μουσικής που αντανακλάται στην όψη του κτηρίου σηματοδοτώντας τον εαυτό του μέσα από ένα πιο ευμετάβλητο σχήμα – αποτελώντας μια μικρή κορύφωση – όπως αυτήν της μουσικής κορώνας στο τέλος μιας μουσικής φράσης. Το δωμάτιο μουσικής εντός του μουσειολογικού προγράμματος αποτελεί το επιστέγασμα της μουσειακής εμπειρίας. Ταυτόχρονα εκφέρεται προς τα έξω μέσα από μια ελεύθερη γεωμετρία σημαίνοντας τον εαυτό του.
Η αρχιτεκτονική σύνθεση χαρακτηρίζεται από αισθητική καθαρότητα. Το μουσείο λειτουργεί ως δοχείο για την πολλαπλότητα των εκθεμάτων – ως ένας ουδέτερος καμβάς ενίοτε μυστικιστικός, για εκθέματα όπως οι αγιογραφίες με ατμοσφαιρικό φώς και σκιά και ενίοτε φωτεινός και ανοικτός, για χώρους που θα παραλάβουν μουσικά όργανα και άλλα αντικείμενα. Η εναλλαγή αυτών των ποιοτήτων των χώρων, του φωτός, των υλικών και του πρασίνου, του ανοικτού και κλειστού, λειτουργεί μέσα από μια αφηγηματική κάτοψη και τομή όπου τα στοιχεία της παράδοσης – οι αυλές και οι παρέες των αίθριων και το υλικό της πέτρας που διατρέχει όλο το κτήριο – είναι οργανικά δεμένα μεταξύ τους.
ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ
Ο επισκέπτης του μουσείου διέρχεται στο κτήριο από το βόρειο άνοιγμα προς την πλατεία, διαμέσου του πλατώματος που δημιουργείται σε χαμηλότερο επίπεδο και στο οποίο καταλήγει η παράπλευρη στοά στα δυτικά. Εντός της εισόδου ο χώρος της υποδοχής ανοίγεται προς το κυρίως αίθριο στην καρδιά του διώροφου όγκου του κτηρίου. Ανατολικά και παραπλεύρως της οδού Θεσσαλονίκης, το κτήριο εκτείνεται σε τρείς ορόφους δημιουργώντας μια ογκοπλαστική αγκαλιά προς την πλατεία και σχηματίζοντας ένα σαφές και αυστηρό όριο επί της οδού. Οι σχέσεις κενού και πλήρους στον εσωτερικό χώρο της εισόδου δημιουργούν δυνατότητες αλληλεπίδρασης και συνάντησης καθ’ ύψος και στο επίπεδο του ισογείου μέσα από τη συνομιλία ανοικτού και κλειστού χώρου. Η διαφάνεια που δημιουργείται σε δύο επίπεδα διασυνδέει οπτικά το δημόσιο χώρο της πλατείας με την καρδιά του κτηρίου – ένα πράσινο πλάτωμα στο εσωτερικό του. Παραπλεύρως της εισόδου χωροθετείται σε εύκολη πρόσβαση η αίθουσα των προσωρινών εκθέσεων ως δορυφόρος του μουσείου που εκτονώνεται σε ένα δικό της αυτόνομο και ιδιωτικό πλάτωμα πρασίνου – ένα κλειστό αίθριο που φέρει το στοιχείο της έκπληξης. Το μικρό περίκλειστο αίθριο της αίθουσας αυτής αποτελεί έναν πιο ιδιωτικό χώρο εκτόνωσης των προσωρινών εκθέσεων προς τη φύση.
Η βιβλιοθήκη του μουσείου ως χώρος μελέτης, αναζήτησης και έμπνευσης, ανοίγεται προς την πλατεία αλλά και προς το εσωτερικό του μουσείου. Η διαφάνεια στα όρια του χώρου και η γειτνίαση με το αίθριο αφορά στην ιδέα της εξωστρέφειας και της συναναστροφής – την ιδέα της μεταφοράς γνώσης και της δημιουργικής έρευνας μέσα από ένα ανοικτό προς τον επισκέπτη περιβάλλον διάδρασης και δημιουργίας. Η διαδοχή των αιθουσών των εκθεμάτων του μουσείου που περιλαμβάνουν τις εκθεσιακές ενότητες της μουσειολογικής μελέτης ξεκινά από το ισόγειο και επεκτείνεται προς τους ορόφους μέσα από μια διαδοχή των χώρων των εκθεμάτων. Η κυκλική κίνηση γύρω από το αίθριο δημιουργεί εναλλαγές της εμπειρίας. Η κίνηση διαμέσου των ιδιωτικών χώρων των εκθεμάτων προς τους ανοικτούς χώρους του μουσείου προσανατολίζει τον επισκέπτη και δημιουργεί δυνατότητες μιας κινηματογραφικής εμπειρίας όπου κενό και πλήρες εναλλάσσονται ως χωρικό-μουσική εμπειρία. Οι αίθουσες πληρούν τις προδιαγραφές των θεματικών ενοτήτων όντας εκεί όπου απαιτείται εσωστρεφείς και σκοτεινές ή φωτεινές και ανοικτές (όπως η αίθουσα με το πιάνο του καλλιτέχνη) με το πράσινο να δηλώνει τη σχέση της μουσικής με την κυπριακή φύση.
Στον τελευταίο όροφο, το δωμάτιο της μουσικής αποτελεί το αποκορύφωμα της εμπειρίας του μουσείου αποκτώντας σημασία και σηματοδότηση στο κέλυφος του εξωτερικά. Δημιουργείται στην όψη ένα παιγνίδι στη γεωμετρία του κτηρίου – μια διακριτή διαφοροποίηση στο σχήμα και την υφή του κελύφους ως μουσική κορώνα του τέλους της μουσειακής περιήγησης. Η καφετέρια – προσβάσιμη κατ’ ευθείαν και ανεξάρτητα με τη λειτουργία του μουσείου στο βόριο σημείο του 3ου ορόφου εκτονώνεται προς το δώμα του χαμηλότερου όγκου, το οποίο επιτρέπει την οπτική σχέση με την πλατεία, τα βουνά της Λεμεσού και της Λόφου, αλλά και την κορυφογραμμή του νότιου τμήματος της πόλης. Οι βοηθητικοί χώροι του μουσείου χωροθετούνται διακριτικά κυρίως στο ισόγειο επί της οδού Ευαγόρου με ξεχωριστή πρόσβαση για τροφοδοσία, προμήθειες, μεταφορά και φύλαξη των εκθεμάτων. Στο πίσω μέρος και διασυνδέοντας όλους τους εκθεσιακούς χώρους δημιουργείται κλιμακοστάσιο διαφυγής 1ου βαθμού το οποίο εκτονώνεται επίσης επί της οδού Ευαγόρου. Στο κτήριο η κίνηση ανάμεσα σε κλειστούς και ανοικτούς χώρους γύρω από την έννοια του αίθριου εντείνουν την αντίφαση του μέσα με το έξω και μαζί τη βιωματική εμπειρία στο μουσείο. Τα αίθρια δημιουργούν παρέες πολιτισμού. Η διαδοχή διαφοροποιημένων χωρικών ενοτήτων συστήνει μια αφηγηματικότητα – μια κινηματογραφική εμπειρία του χώρου μέσα από την κίνηση. Μέσα από την οπτικό-κινητική εμπειρία, εντείνεται το βίωμα ενός σύγχρονου μουσειακού χώρου και η δημιουργική σκέψη για την μουσική.
ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Για το μουσείο έχουν τηρηθεί αυστηρά οι όροι δόμησης που προβλέπονται από την σχετική νομοθεσία. Τηρείται η συνεχόμενη δόμηση στα όρια των τεμαχίων για τη διατήρηση του αστικού ιστού και της κλίμακας των οδών Ευαγόρου και Θεσσαλονίκης με προτεινόμενα εμβαδά δόμησης 800τμ και κάλυψης 360τμ. Σε ότι αφορά στο ύψος του κτηρίου σε σχέση με το φυσικό έδαφος και λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική διαφορά ύψους από την πλατεία προς τα πίσω (οδός Ευαγόρου) το κτήριο τοποθετείται χαμηλότερα από το επίπεδο της πλατείας έτσι ώστε να ισορροπήσει στο χώρο σε σχέση με το συνολικό του ύψος. Επιπλέον η μικρή βύθιση ενισχύει την αίσθηση της εισόδου σε έναν χώρο πιο υποβλητικό που σε προδιαθέτει για μια διαφορετική εμπειρία. Το εσωτερικό ύψος των κύριων χώρων του μουσείου διατηρείται στο μέγιστο δυνατό με εμφανείς τις ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις ενώ οι μονάδες κλιματισμού του κτηρίου τακτοποιούνται σε ψευδοροφές εντός βοηθητικών μικρότερων χώρων. Το ύψος του κτηρίου προς την συμβολή των οδών Ευαγόρου και Θεσσαλονίκης όπου δημιουργείται μια καθ ύψος κορύφωση με την ανάποδη κεκλιμένη στέγη του μουσικού δωματίου, θεωρείται για μορφολογικούς λόγους ότι επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της νομοθεσίας. Έχει προβλεφθεί η προσβασιμότητα ΑΜΕΑ με δημιουργία ράμπας εισόδου παραπλεύρως του κτηρίου προς την πλατεία και στη στοά η οποία με μικρή κλίση οδηγεί στο χαμηλό επίπεδο της εισόδου. Το κτήριο έχει μελετηθεί με βάση τους κανονισμούς της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ως κτήριο με Παθητική Πυροπροστασία – διαθέτει κλιμακοστάσιο διαφυγής 1ου βαθμού και θύρες εκτόνωσης προς τα έξω με τις σχετικές προδιαγραφές στο ισόγειο.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Η κατασκευή του μουσείου είναι συμβατική με φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα και ενίοτε σύμμικτα μεταλλικά στοιχεία (ελεύθερα υποστυλώματα). Η εξωτερική τοιχοποιία προτείνεται με οπτοπλινθοδομή από θερμομονωτικό τούβλο και θερμοπρόσοψη από πετροβάμβακα πάχους 10εκ με σύστημα κονιάματος επίχρισης. Επενδύσεις λιθοδομής προτείνονται εσωτερικά και εξωτερικά με πέτρα της περιοχής της Λόφου. Τμήμα της ανοδομής στον 2ο όροφο στο σημείο του “μουσικού κουτιού” είναι ελαφριά κατασκευή από ξηρά δόμηση με επένδυση πανέλων ψευδαργύρου με χρώμα ηλεκτροστατικής βαφής.
Τα κουφώματα είναι θερμοδιακοπτώμενα με θερμομονωτικούς υαλοπίνακες. Το κεντρικό κλιμακοστάσιο της υποδοχής καθώς και οι διάδρομοι στο κενό καθ΄ύψος του χώρου υποδοχής είναι μεταλλικά με τη σκάλα να διαμορφώνεται με αναδιπλούμενη λαμαρίνα και τους διαδρόμους με μεταλλικό σκελετό και δάπεδο από μπετόν. Τα δάπεδα εσωτερικά είναι από πατητή τσιμεντοκονία ενώ οι οροφές παραμένουν ανεπίχρηστες. Οι τοίχοι εσωτερικά είναι από ξηρά δόμηση και φέρουν επίχρισμα με τεχνοτροπία. Στους κύριους χώρους δεν υπάρχουν ψευδοροφές. Τα ηλεκτρομηχανολογικά τακτοποιούνται εντός ψευδοροφών των βοηθητικών χώρων ενώ είναι εμφανή στους κύριους χώρους. Η σκίαση στο δυτικό υαλοστάσιο του κτηρίου προστατεύεται με φύτευση εντός του αίθριου αλλά και με τεντόπανα που τοποθετούνται κάθετα και φέρουν διάτρηση ικανή για να επιτυγχάνουν οπτική επαφή με την πλατεία. Η φύτευση εντός των αίθριων αποτελείται από φυτά και δέντρα από την κυπριακή χλωρίδα τα οποία αντέχουν στο κλίμα της Κύπρου και υπομνήουν την κυπριακή ύπαιθρο.
ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Το κτήριο διαθέτει επιλεγμένες επιφάνειες ανοιγμάτων στο βορρά σε προσανατολισμό με την πλατεία και στην δύση στον 2ο όροφο. Τα ανοίγματα του βορρά επιτυγχάνουν φυσικό φωτισμό χωρίς την υπερθέρμανση του κτηρίου ενώ τα δυτικά προστατεύονται από τεντόπανα που τοποθετούνται εξωτερικά. Στα υαλοστάσια του αίθριου η προστασία από τον καλοκαιρινό ηλιασμό επιτυγχάνεται με φύτευση ψηλών δέντρων. Το κτήριο διαθέτει θερμομονωμένο κέλυφος και ενεργητικά συστήματα ενεργειακής απόδοσης όπως τα φωτοβολταϊκά πλαίσια της οροφής. Επιπλέον το δώμα του 1ου ορόφου διαθέτει πυκνή φύτευση έτσι ώστε να επιτυγχάνονται οι συνθήκες δροσισμού μεγάλου μέρους της οριζόντιας επιφάνειας του κτηρίου. Διαμέσου των αίθριων επιτυγχάνεται ο φυσικός αερισμός και φωτισμός στην καρδιά του κτηρίου και η δημιουργία μικροκλίματος εντός του. Το μουσείο του Μάριου Τόκα μέσα από την πλέον σύγχρονη μουσειολογική διαχείριση με την εφαρμογή νέων μέσων και τεχνολογιών αλλά και με τον τρόπο που αυτή υλοποιείται μέσα από την συγκεκριμένη αρχιτεκτονική πρόταση, μπορεί να αποτελέσει ένα πρότυπο μουσείο υψηλών προδιαγραφών, διαφυλάσσοντας και προβάλλοντας το προσωπικό αρχείο του καλλιτέχνη και καλλιεργώντας την μουσική δημιουργικότητα. Το προτεινόμενο κτήριο, ως τοπόσημο μπορεί να προσφέρει μέσα από τις δυνατότητες της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της πολιτισμικής ανταλλαγής μια μοναδική και καινοτόμα μουσειακή εμπειρία στην Κύπρο.