Ευγενία Φιλιππίδου, Κατερίνα Κοντιζά
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η Διπλωματική Εργασία της Ευγενίας Φιλιππίδου με τίτλο Αναβιώνοντας τα “Μπολάκια” της Τήνου διαγωνίστηκε στα Βραβεία Φοιτητών Αρχιτεκτονικής 2022, που διοργανώνει ετησίως ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Κύπρου και απέσπασε Εύφημο Μνεία.
Ερχόμενοι αντιμέτωποι με την βίαιη ανοικοδόμηση των ελληνικών νησιών, υπήρξε η ανάγκη για μια διαφορετική πρόταση στην ανάδειξη του φυσικού τοπίου, όπως και του προϋπάρχοντος ανθρώπινου αποτυπώματος. Σχεδιάζοντας στην Τήνο, ένα νησί που το φυσικό περιβάλλον έχει αναμορφωθεί από τον γηγενή πληθυσμό, έτσι που το δομημένο έχει γίνει μέρος του φυσικού. Μέσα σε αυτό το πολυεπίπεδο περιβάλλον, τα μονοπάτια (ύστεροι αγροτικοί δρόμοι) δημιουργούν ένα δίκτυο που διατρέχει σε όλο το νησί.
Ακολουθώντας την πρόσφατη τάση για ανάδειξη των μονοπατιών, σχεδιάζουμε μια νέα διαδρομή πάνω στα υπάρχοντα μονοπάτια, που θα ενώνεται με τις ήδη υπάρχουσες χαρτογραφημένες περιπατητικές διαδρομές. Η νέα διαδρομή βρίσκεται στο βόρειο κομμάτι του νησιού, ένα μέρος που η κατοίκησή του σταματάει λίγο πριν την βιομηχανική επανάσταση και η φύση έχει ανακαταλάβει τα ερείπια των αγροτικών πληθυσμών. Η προσπάθεια να διατηρήσουμε την άγρια όψη του μέρους, σε συνδυασμό με τα ερείπια μίας αγροτικής ζωής που άκμαζε και τις ανάγκες ενός σύγχρονου περιπατητή, μας οδήγησε στην ιδέα της δημιουργίας ενός καταφυγίου που θα εκμεταλλεύεται τις υπάρχουσες αγροτικές κατοικίες και με λεπτούς χειρισμούς θα μετατρέπει τους χώρους για τις ανάγκες των επισκεπτών.
Έχοντας ως αρχές τον περιορισμό του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, την αναστρεψιμότητα και την διατήρηση της φυσιογνωμίας του τόπου στον σχεδιασμό μας, η προσοχή μας στράφηκε πρωτίστως στα υλικά και τις τεχνικές κατασκευής. Επιπλέον η αδυναμία προσέγγισης του χώρου με όχημα επηρέασε την τελική όψη της πρότασης. Τέλος η αποκατάσταση του περιβάλλοντος στην προηγούμενη κατάσταση της αγροτικής του φάσης μας οδήγησε να ασχοληθούμε με πρακτικές, όπως η αεικαλλιέργια / περμακουλτούρα και η αναγεννητική καλλιέργεια, σε μια προσπάθεια να μετατρέψουμε το άγονο ορεινό τοπίο σε ένα πιο εύπορο περιβάλλον με βιοποικιλότητα που να μπορεί να προσδώσει ακόμα και βρώσιμα στους επισκέπτες του.
Η Τήνος καθώς βρίσκεται στο βόρειο άκρο των Κυκλάδων είναι από τα νησιά που δέχονται τους πιο δυνατούς βόρειους ανέμους. Καθώς η σύνδεση της με την ηπειρωτική Ελλάδα είναι πολύ εύκολη, μόλις τέσσερις ώρες μακριά από την Αθήνα, ανά τα χρόνια γνώρισε αρκετά μεγάλη ανάπτυξη. Περπατώντας στα ίχνη των εγκαταλελειμμένων μονοπατιών, το άγριο φυσικό τοπίο της βόρειας πλευράς μαζί με την ανθρώπινη εγκατάλειψη, μας δημιούργησε την ανάγκη να προτείνουμε μια διαφορετική λύση στην βίαιη ανάπτυξη που βιώνει το νησί τα τελευταία χρόνια. Αναζητήσαμε το μέρος όπου η σύγχρονη δόμηση, αλλά και οι οικονομικές, πολιτιστικές και άλλες δραστηριότητες εκλείπουν.
Παράλληλα, ακολουθώντας την πρόσφατη τάση για ανάδειξη των μονοπατιών, αποφασίζουμε να σχεδιάσουμε μια νέα διαδρομή πάνω στα υπάρχοντα μονοπάτια, που δεν ενώνεται με τις ήδη υπάρχουσες χαρτογραφημένες περιπατητικές διαδρομές. Αυτή η νέα διαδρομή βρίσκεται σε ένα κομμάτι του νησιού, που η κατοίκησή του σταματάει λίγο πριν την βιομηχανική επανάσταση και η φύση έχει ανακαταλάβει τα ερείπια των αγροτικών πληθυσμών. Πέρα από την βίαιη ανοικοδόμηση, η εγκάτασταση βιομηχανικών πάρκων και η χαρακτήριση του μεγαλύτερου μέρους του νησιού ως δασική έκταση. Φέρνει τους κατοίκους του νησιού σε μία πραγματικότητα, όπου έρχεται κόντρα με την ιστορία, τα ήθη και έθιμα τους. Κατά την Ενετοκρατία το νησί χωρίστηκε σε πολλές μικρές ιδιοκτησίες, όπου μετατρέπονταν από τους ιδιοκτήτες τους σε πολλαπλά επίπεδα που δημιουργούσαν την καλλιεργήσιμη γη. Έτσι υπήρξε η ανάγκη για ένα σύστημα δρόμων και κανόνων που θα εξυπηρετούταν την κάθε ιδιοκτησία.
Παράλληλα στην βόρεια πλευρά, όπου εντοπίστηκαν κοιτίδες μαρμάρου δημιουργήθηκαν πολλά νταμάρια, από τα οποία σήμερα, μόνο δύο είναι ενεργά. Αυτό έδωσε έναν άλλον χαρακτήρα στην “έξω μεριά” του νησιού, όπου οι άνθρωποι εκεί εξελίχθησαν σε άριστους τεχνίτες μαρμάρου αλλά και πέτρας. Αυτό επηρέασε αρκετά την πολυπλοκότητα των κτισμάτων. Κατά την επίσκεψη μας στην τοποθεσία, το έρημο από ανθρώπους και βλάστηση περιβάλλον άφηνε την αγριόττηα της γης να ανθήσει. Αυτές τις αισθήσεις που προσλάβαμε μέσα από τις βιωματικές μας εμπειρίες, θέλαμε να διατηρήσουμε σε όλα τα βήματα του σχεδιασμού. Αυτό μας οδηγήσε, ως μόνη λύση την επανάχρηση των υπαρχόντων αγροτικών κατοικιών. Οι παρεμβάσεις θα έπρεπε να είναι στοχευμένες, διακριτικές και αναστρέψιμες, τα υλικά όσα υφικά από την γη, όσα είναι να εντείνουν την αίσθηση της ταχύτητας και της ερήμωσης.
Επιπλέον, καθώς η πρόσβαση γίνεται μόνο μέσα από το μονοπάτι, περιορίζει κατασκευαστικά τις επιλογές μας. Τα στοιχεία που εισάγονται στη τοποθεσία, θα πρέπει να είναι ελαφριά, ώστε να μεταφέρονται με ανθρώπινα μέσα. Έτσι όλα τα μεγάλα στοιχεία κατακερματίζονται και ενώνονται στο πεδίο. Τέλος, σχεδιασικά όσα στοιχεία προϋπήρχαν στην τυπολογία των αγροτικών κατοικιών, ξανά – εισάγονται και όσα στοιχεία εξυπηρετούν σύγχρονες ανάγκες λύνονται απλές και ήπιες χειρονομίες.