Εύφημος Μνεία: Φοιτητικές Εστίες στον Δήμο Λεμεσού

Αρχιτέκτονες: Λούης Λοίζου, Μάριος Κυριάκου, Γιώτης Τσαγγάρης

 

στες αυλάες

Η πρόταση έχει ως αφετηρία σύνθεσης την αυλή αναγνωρίζοντας τη δυναμική της ως χώρου κοινωνικοποίησης και συμμετοχικής δράσης με στόχο την ενοποίηση των ανεξάρτητων μονάδων σε ένα ενιαίο κοινωνικό σύνολο. Η αυλή – ο αρχιτεκτονικός χώρος που συνδέει το δημόσιο με το ιδιωτικό – αξιοποιείται ως μέσο που ενισχύει τη συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ μονάδων και κοινόχρηστων χώρων.

Βασική συνθετική αρχή αποτελεί μία αντισυμβατική/ανατρεπτική χειρονομία: οι βοηθητικοί χώροι αντί να τοποθετηθούν κρυμμένοι στο παρασκήνιο, χωροθετούνται στο προσκήνιο, αρμονικά ενταγμένοι, ώστε να ορίσουν την εσωτερική, προστατευμένη αυλή. Μια χειρονομία γνώριμη από την κυπριακή παραδοσιακή αρχιτεκτονική, όπου ψηλοί μαντρότοιχοι ή βοηθητικά δωμάτια τοποθετούνται στην περίμετρο του τεμαχίου. Τα ψηλά στοιχεία από μπετόν δημιουργούν έναν μικρόκοσμο, προστατευμένο από τον θόρυβο και τα βλέμματα του δρόμου και μία κλιμάκωση από το δημόσιο στο ιδιωτικό. Ο χώρος υποδοχής και το καθιστικό/δωμάτιο παιχνιδιών ορίζονται από μεγάλα, κινητά υαλοστάσια δίνοντας τη δυνατότητα πλήρους ενοποίησης της αυλής: εσωτερικοί, ημιϋπαίθριοι και υπαίθριοι χώροι γίνονται ένα προσφέροντας μια ευρύχωρη “πλατεία” ικανή να φιλοξενήσει τις ποικίλες δραστηριότητες της φοιτητικής ζωής. Ολόκληρη η «πλατεία» στρέφεται προς τη μεσημβρία, εξασφαλίζοντας ευνοϊκές συνθήκες ηλιασμού κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά και συνθήκες δροσισμού και αερισμού μέσω του διαμπερούς υπόστεγου το καλοκαίρι.

Το έργο χωροθετείται επί της οδού Βορείου Ηπείρου, σε κομβικό σημείο της πόλης. Τα δωμάτια αναπτύσσονται κυρίως προς τον νοτιοδυτικό προσανατολισμό, εξασφαλίζοντας θέα προς τον κύριο δρόμο και παράλληλα ευνοϊκές συνθήκες ηλιασμού. Η σύνθεση οργανώνεται γύρω από ένα κεντρικό αίθριο, που λειτουργεί ως «καρδιά» του συγκροτήματος και συμβάλλει στον φυσικό φωτισμό και τον αερισμό. Το κτήριο αποτελείται από ισόγειο, μεσοπάτωμα και έξι ορόφους κατοίκησης. Στο ισόγειο διαμορφώνεται ένας ελεύθερος κήπος με φυτεύσεις και καθιστικούς χώρους. Ο κήπος αναπτύσσεται σε ένα ανακλιμένο επίπεδο με ανοδική κλίση, κάτω από το οποίο βρίσκονται οι χώροι στάθμευσης και οι βοηθητικές λειτουργίες. Στο ψηλότερο σημείο του τεχνητού λόφου, χωροθετούνται το γυμναστήριο και το αναγνωστήριο,
στραμμένα προς το αίθριο.

Η πτύχωση του μαντρότοιχου στα νοτιοδυτικά, στο σημείο πρόσβασης από τον απέναντι δημόσιο χώρο στάθμευσης και παράλληλα με την κυριότερη κατεύθυνση από την οποία θα προσεγγίζουν τις εστίες οι φοιτητές από το κέντρο της πόλης, σηματοδοτεί την είσοδο στον χώρο υποδοχής. Μέσω του “ξωπορτιού” εισέρχεται κανείς σε έναν χαμηλοτάβανο, καλυμμένο χώρο σαν “ηλιακό”, προτού περάσει το κατώφλι για τον ψηλοτάβανο, μεγαλοπρεπή χώρο της υποδοχής και κατ΄επέκταση της αυλής. Δευτερεύουσα είσοδος θεωρείται ο βόρειος «ηλιακός» που οδηγεί πάλι στον χώρο υποδοχής. Οι λοξοί όγκοι και κινήσεις, με στενώματα και πλατώματα δημιουργούν μία κιναίσθηση διακίνησης σε παραδοσιακό πυρήνα κυπριακού χωριού.

Τα κυκλικά μπετονένια τοιχεία για γεφύρωμα του ανοίγματος της πλάκας του ισογείου, χρησιμοποιούνται συνθετικά, ορίζοντας ένα “θησαυροφυλάκιο” θυρίδων στον χώρο της υποδοχής και διαχωρίζοντας το δωμάτιο παιχνιδιών από το καθιστικό. Η ημικυκλική αυτή χάραξη αποτελεί την πλάτη για βαθμίδες στον χώρο της τηλεόρασης, όπου ηχομονωτικές κουρτίνες συσκότισης ολοκληρώνουν τον κύκλο και απομονώνουν τον χώρο για προβολές. Οι κερκίδες στο πρανές του νοτιοδυτικού μαντρότοιχου, τοποθετημένες αμφιθεατρικά, μπορούν να αποτελέσουν τον χώρο του κοινού για ενδεχόμενες παραστάσεις στην “πλατεία”, ενώ ανεβαίνοντας κανείς στο ψηλότερο σημείο του πρανούς μπορεί να “ρίξει ματιές” στο γύρω περιβάλλον, μέσω των μικρών ανοιγμάτων.

Οι μονάδες κατοίκησης οργανώνονται σε δύο όγκους στους ορόφους, που εδράζονται πάνω στη μπετονένια βάση του ισογείου. Ο πρώτος, επίμηκης όγκος, φιλοξενεί τα μονά δωμάτια, τα οποία τοποθετούνται μονόπλευρα προς τον νότιο προσανατολισμό και τη θέα προς τη θάλασσα, ενώ στρέφεται σε σχέση με την αυλή, δημιουργώντας δύο “ξέφωτα”. Παράλληλα, συνδέει ημιϋπαίθρια χώρο υποδοχής με καθιστικό/δωμάτιο παιχνιδιών, σχηματίζοντας έναν ενιαίο χώρο χωρίς σαφή όρια -μια διευρυμένη αυλή. Ο δεύτερος όγκος περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της κατακόρυφης σύνδεσης του κτιρίου, ενισχύοντας τη χωρική διασύνδεση και συμβάλλοντας στον σχηματισμό μιας συνεχούς καλυμμένης αυλής στο ισόγειο. Μέσα από αυτήν, οι διαμένοντες μπορούν να κινηθούν σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους του ισογείου, προστατευμένοι από τις καιρικές συνθήκες.

Βιοκλιματικά, στο μπαλκόνι κάθε μονάδας, τα εξωτερικά σκίαστρα, όπως περσιάνες, προσφέρουν τη δυνατότητα άμεσου ηλιασμού τον χειμώνα και προστασίας από τον δυνατό ήλιο του καλοκαιριού. Ο ημιϋπαίθριος διάδρομος διακίνησης προσφέρει διαμπερή αερισμό στα δωμάτια μέσω του μικρού παραθύρου / “αρσέρας” που έχει κάθε μονάδα δίπλα από την είσοδο σε αυτήν και, ταυτόχρονα, εξασφαλίζει φυσικό φωτισμό στον πάγκο εργασίας της κουζίνας. Η τοποθέτηση του εξωτερικού συρόμενου φύλλου επιτρέπει στον χρήστη να ορίσει τον βαθμό ιδιωτικότητας και συσκότισης που επιθυμεί σε σχέση με τον διάδρομο.

Το αναγνωστήριο τοποθετείται στον πέμπτο όροφο του βορειοανατολικού όγκου, σε έναν χώρο διπλού ύψους στον οποίο δεσπόζει γλυπτικά η κρεμαστή βιβλιοθήκη. Τα υαλοστάσια, στραμμένα προς τον βορρά, παρέχουν συνεχή, σταθερό, διάχυτο φωτισμό, ιδανικό για ανάγνωση και μελέτη με θέα προς την πόλη και την ημιορεινή Λεμεσό.

Στο δώμα του κυρίως όγκου συνεχίζουν τα μεταλλικά στοιχεία των μπαλκονιών και των διαδρόμων και δημιουργούν πέργολες και έναν εναλλακτικό πολυχώρο δραστηριοτήτων ή χαλάρωσης με ανεμπόδιστη θέα. Η ταράτσα, ως πέμπτη όψη, αξιοποιείται και χρησιμοποιείται ως ένας ακόμα χώρος, ενώ τα φωτοβολταϊκά πλαίσια που τοποθετούνται στη μεταλλική κατασκευή συμβάλλουν στην παραγωγή ενέργειας για τις εστίες και ορίζουν ημιϋπαίθριους χώρους.

Η πρόταση επιχειρεί, επίσης, να ερμηνεύσει την έννοια της φοιτητικής κατοίκησης όχι μόνο ως ένα σύνολο δωματίων, αλλά ως μια αρχιτεκτονική εμπειρία. Εξού και οι όψεις αναπτύσσονται καθ’ ύψος σε κλιμακωτά στρώματα ιδιωτικότητας, τόσο σε υλικότητα, όσο και στην πράξη. Στο ισόγειο η μπετονένια βάση περικλείει την εσωστρεφή αυλή, στους ορόφους ακολουθούν τα ευέλικτα, πτυσσόμενα σκίαστρα των μονάδων για να καταλήξει στο δώμα σε ένα αποδομημένο αρχιτεκτονικό μόρφωμα -μια δεύτερη, πιο εξωστρεφή αυλή με ανεμπόδιστη θέα. Έτσι, το σύνολο διαμορφώνεται ως ένα αρχιτεκτονικό τοπίο ισορροπίας ανάμεσα στην εσωστρέφεια και την εξωστρέφεια, την ιδιωτικότητα και την κοινωνικοποίηση.

Ο σχεδιασμός των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων εντάσσεται οργανικά στην αρχιτεκτονική πρόταση, με στόχο τη δημιουργία ενός λειτουργικού και βιώσιμου συγκροτήματος εστιών. Δίνεται έμφαση στη διακριτική ενσωμάτωση των υποδομών, ώστε να μην αλλοιώνεται η καθαρότητα της αρχιτεκτονικής μορφής, εξού και χωροθετούνται περιμετρικά στο ισόγειο. Η είσοδος σε όλους τους χώρους των εγκαταστάσεων γίνεται από την περίμετρο του τεμαχίου -και όχι από την εσωτερική αυλή- παρέχοντας εύκολη πρόσβαση, χωρίς να επηρεάζεται η λειτουργία των βασικών κοινόχρηστων χώρων κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε εργασίας συντήρησης. Η επιλογή συστημάτων βασίζεται σε αρχές εξοικονόμησης ενέργειας και ορθής διαχείρισης φυσικών πόρων, με στόχο τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Η παρουσία φυσικού φωτισμού και αερισμού σε όλους τους χώρους, καθώς και ο βιοκλιματικός σχεδιασμός γενικότερα, συμπληρώνεται από σύγχρονες τεχνολογίες, δημιουργώντας ένα υγιές περιβάλλον διαβίωσης.

Το οπλισμένο σκυρόδεμα αποτελεί το δομικό υλικό των χώρων του ισογείου. Ως εκ τούτου, παραμένει εμφανές, προσδίδοντας την αίσθηση στιβαρότητας και γερής βάσης, στην οποία εδράζονται οι όγκοι των ορόφων. Η δομή των ορόφων αποτελείται από μεταλλικό σκελετό με σύμμικτη πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Στα δάπεδα χρησιμοποιείται κυρίως το μωσαϊκό, είτε χυτό, είτε ως πλακάκι, που τοποθετείται “φιλητό” σε μερικές περιπτώσεις και συνεχίζει και στους ημιϋπαίθριους και υπάιθριους χώρους, όπου σταδιακά αραιώνει και τη θέση του παίρνει η φύτευση της αυλής σε μια χειρονομία ομαλής ενοποίησης όλων των χώρων του ισογείου. Τα σκίαστρα και κιγκλιδώματα κατασκευάζονται από γαλβανιζέ μέταλλο, που συνδιαλέγεται με το εμφανές μπετόν του ισογείου και δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις συντήρησης. Το λουλακί χρώμα στα λεπτά στοιχεία των μπαλκονιών, σε παραλληλισμό με τα παραδοσιακά μπαλκόνια της κυπριακής αρχιτεκτονικής, μεταφέρουν μια οικεία και ευχάριστη ατμόσφαιρα στους διαμένοντες. Η φύτευση στην αυλή, στο δώμα και στους γύρω χώρους των κτιρίων, είναι καθαρά κυπριακή, τόσο για δημιουργία μιας αίσθησης “του κήπου της γιαγιάς”, καθώς και για σκοπούς αντοχής των δέντρων και φυτών σε βάθος χρόνου.