Εύφημος Μνεία: Μουσείο Μάριος Τόκας

MOLIOR Architects

Φοίβος Σιγάλας, Ελεάνα Πάστρα

 

ΑΡΧΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ & ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Η περιοχή του Ύψωνα τα τελευταία χρόνια εμφανίζει σημαντική ανάπτυξη και πληθυσμιακή αύξηση. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με άλλους οικισμούς που βρίσκονται στη “σκιά” σαφώς μεγαλύτερων πόλεων, αυτή η μεγέθυνση έχει περισσότερα κοινά με πόλη παρά με τον πυρήνα της περιοχής από τον οποίο και εκκίνησε, τόσο όσον αφορά την κλίμακα των κτηρίων αλλά ακόμα περισσότερο όσον αφορά την ρυμοτομία. Σε αυτό το φαινόμενο, σύμφωνα με τη δική μας ανάγνωση, εξισορροπητικό ρόλο έρχεται να παίξει το πλάνο ανάπλασης του κέντρου του Ύψωνα και κατά συνέπεια και το μουσείο “Μάριος Τόκας”. Αυτό διότι, μέσω της δημιουργίας ενός συμπαγούς πυρήνα δημόσιων χρήσεων, το εν λόγω πλάνο, φιλοδοξεί να επαναφέρει το κέντρο του οικισμού σε κυρίαρχο φορέα ζωής της περιοχής, και μάλιστα στα πλαίσια της κλίμακας και του χαρακτήρα που ορίζεται από την υπάρχουσα ρυμοτομία του. Με άλλα λόγια να δημιουργήσει έναν πυρήνα ζωής για τον Ύψωνα βασισμένο στα πρωταρχικά ταυτοτικά στοιχεία του οικισμού.

ΓΕΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Συνεπώς το εν λόγω μουσείο, δεν έρχεται να παίξει τον ρόλο του απόλυτου πρωταγωνιστή, όπως θα συνέβαινε αν τοποθετούνταν σε κάποιο περίοπτο σημείο ή κεντρικό άξονα, αλλά αντίθετα οφείλει να βρει τη θέση του μέσα από έναν ρόλο συμπόρευσης με την γειτονιά που το περιβάλλει και με πρώτο στόχο τη συνολική αναβάθμιση του οικισμού. Ένα δημόσιο κτήριο, το οποίο παρότι εξ’ ορισμού οφείλει να φέρει στοιχεία μνημειακότητας και προβολής, στην προκειμένη περίπτωση αυτά πρέπει να συνδυαστούν με την ένταξη και τη ουσιαστική σύμπραξη με τον δεδομένο ιστό που το περιβάλλει, χωρίς να επιβάλλεται άνευ όρων σε αυτόν.Με βάση τα παραπάνω, ως κυρίαρχη προβληματική αναδείχθηκε, το πως το νέο μουσείο μπορεί όχι απλά να τοποθετείται και να προβάλλει στο υπάρχον πλαίσιο, αλλά να εντάσσεται σε αυτό αναδεικνύοντας παράλληλα τα ειδικά χαρακτηριστικά του τόπου. Να δημιουργηθεί συνεπώς ένα κτήριο ως φορέας αλλαγής, όχι προς μια λογική γενικού εκσυγχρονισμού και εξαναγκασμένης επιβολής, αλλά αντιθέτως, να έχει ως αφετηρία τη φιλοδοξία διατήρησης των αρχών και της κλίμακας του κέντρου του οικισμού. Ως εκ τούτου, αποφεύγοντας τον δρόμο της σύγκρουσης, επιλέξαμε να επενδύσουμε στα ειδικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος ιστού ανάγοντάς τα σε κυρίαρχα εργαλεία της σύνθεσης.

Σε επίπεδο σχεδιασμού λοιπόν, ως πρώτη προτεραιότητα επιλέχθηκε η δημιουργία ενός κτηρίου σε πλήρη εναρμόνιση με την περιοχή, τόσο σε επίπεδο παραγόμενης ρυμοτομίας όσο και σε επίπεδο κλίμακας και καθημερινότητας. Προκειμένου να το πετύχουμε αυτό, η εκκίνηση δεν γίνεται από τη σκοπιά της μνημειακής αρχιτεκτονικής και του τοπόσημου που σίγουρα έχει ένα μουσείο, αλλά από τη μέριμνα για διατήρηση των στοιχείων της ζωής που συναντώνται εντός του ιστού (αυλές, σοκάκια, μικροί όγκοι, συνεχές μέτωπο).

ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Ένταξη & Κλίμακα
Ως εκ τούτου, η πρόταση μας έρχεται να βασίσει το κτήριο στα υφιστάμενα περιγράμματα και να αναδημιουργήσει τον αστικό ιστό με βάσει τα υπάρχοντα πλαίσια και αρχές. Σε επίπεδο οικισμού, το μουσείο έρχεται να λειτουργήσει ως αντανάκλαση του γύρω ιστού με το κτήριο στο επίπεδο του ματιού να γίνεται εν τέλει αντιληπτό, ως ένα συνεχές όριο από πετάσματα, αυλές (αίθρια) και ανοίγματα. Συνεπώς, και μέσω και της ένταξης στοιχείων και μορφών από την ευρύτερη τοπική αρχιτεκτονική, συστήνεται ένα κτήριο, ως καθρέπτης και οργανικό κομμάτι της γειτονιάς που το περιβάλλει. Προχωρώντας στην μεριά της πλατείας και της εισόδου του μουσείου και βασιζόμενοι στις ίδιες αρχές, εισάγουμε μια λύση, όπου το μουσείο έρχεται να αγκαλιάσει την πλατεία και να συνδεθεί εις βάθος με αυτή. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο χώρος τη πλατείας, όντας ένα καθαρό πεδίο στραμμένο προς το μουσείο λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην πρόταση μας και τον αστικό ιστό. Ένας συμπληρωματικός χώρος ζωής και εκδηλώσεων.

Σε πλήρη εναρμόνιση με τα παραπάνω, σε επίπεδο όγκου και κλίμακας, στοχεύσαμε σε ένα κτήριο, το οποίο μεταφορικά και κυριολεκτικά να μην επισκιάζει τους στενούς δρόμους του οικισμού, αλλά αντίθετα να προβάλλει με διακριτικότητα και σύνεση. Επιλέξαμε συνεπώς τη βύθιση ενός ορόφου, δημιουργώντας μια λύση με σαφώς μικρότερο οπτικό περίγραμμα και με τελικά ύψη πλήρως εναρμονισμένα στην κλίμακα των γύρω κτηρίων. Αντίστοιχα, ο όροφος του κτηρίου αποκόπτεται από αυτόν του ισογείου ολισθαίνοντας και ξεπροβάλλοντας διακριτικά. Εισάγεται έτσι, μια μικρότερη κλίμακα στο κτήριο ενισχύοντάς την προσαρμογή του στο ευρύτερο περιβάλλον και εναρμονίζοντάς το με τον οικισμό που το περιβάλλει. Ως αποτέλεσμα δημιουργείται ένα κτήριο ικανό στο σύνολό του να προβάλλει με καθαρότητα στον χώρο με σαφή παρουσία και λειτουργία, και ταυτόχρονα ενταγμένο αβίαστα στη ζωή και κλίμακα του γύρω ιστού.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ
Το μουσείο διαρθρώνεται σε 3 επίπεδα: Υπόγειο, Ισόγειο και Α’ όροφο. Η μόνιμη έκθεση αναπτύσσεται στα επίπεδα υπογείου και ισογείου. Αυτό δίνει τη δυνατότητα για τη δημιουργία μιας απρόσκοπτης εκθεσιακής εμπειρίας, πλήρως ανεξάρτητης από τις υπόλοιπες λειτουργίες του μουσείου. Επιπλέον, η δημιουργία του υπόγειου ορόφου, πέρα από τα οφέλη, όσον αφορά στην ογκοπλασία του κτηρίου, προσφέρει καλύτερες συνθήκες απομόνωσης και ηχομόνωσης για το εσωτερικό. Συνθήκες, οι οποίες είναι απαραίτητες για ένα μουσείο βασισμένο κυρίως σε οπτικοακουστικό υλικό, με τα μικρά αίθρια να δίνουν τις απαιτούμενες “ανάσες” για το κοινό. Οι προσωρινές εκθέσεις τοποθετούνται στο ισόγειο πλησίον της εισόδου στη νοητή συνέχεια της μόνιμης έκθεσης. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη ανεξάρτητης εισόδου απευθείας από την πλατεία παρέχει τη δυνατότητα της άμεσης σύνδεσης του εν λόγω χώρου με αυτή, καθώς και τη δημιουργία ανεξάρτητων εκδηλώσεων με χρήση από κοινού της πλατείας και του χώρου των προσωρινών εκθέσεων.

Η καφετερία και οι λοιπές χρήσεις του μουσείου τοποθετούνται στον όροφο. Η καφετερία, όπως απαιτείται και από την προκήρυξη βγαίνει σε υπαίθριο χώρο στο δώμα του ισογείου. Αυτός ο χώρος, επιλέχθηκε να στραφεί προς τη μεριά της πλατείας, δημιουργώντας οπτική επαφή με αυτήν, συμβάλλοντας στην εξωτερίκευση της ζωής του μουσείου. Η βιβλιοθήκη, ο χώρος προσωπικού και ο αποθηκευτικός χώρος του μουσείου λειτουργούν ως μία ενότητα εντός του Α’ ορόφου. Οι εν λόγω χώροι έχουν τη δυνατότητα πλήρους αυτοτελούς λειτουργίας, με ανεξάρτητη πρόσβαση από τη βοηθητική είσοδο επί της οδού Θεσσαλονίκης και άμεση σύνδεση με τον χωρο φορτο-εκφόρτωσης.

ΥΛΙΚΑ & ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
Ο στατικός φορέας αποτελεί τυπική κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα. Από την κατασκευή απουσιάζουν μεγάλοι πρόβολοι, ανοίγματα ή άλλα στοιχεία που μπορεί να αυξήσουν το κόστος ή να οδηγήσουν σε εξεζητημένες επιλύσεις. Σε μετέπειτα στάδιο μελέτης, ίσως προκριθεί η χρήση δοκιδοτής πλάκας για την αποφυγή εσωτερικών δοκαριών. Οι εξωτερικές πληρώσεις του κελύφους γίνονται από οπτοπλινθοδομή με επικάλυψη από εξωτερική θερμοπρόσοψη. Στο επίπεδο του ισογείου τοπικά προκρίνεται η χρήση τοπικής λιθοδομής. Εσωτερικά προτείνεται βιομηχανικό δάπεδο, το οποίο συνδυάζει υψηλή αντοχή με χαμηλό κόστος.Ο κλιματισμός και ο αερισμός του κτηρίου διασφαλίζονται από ορατά κανάλια οροφής. Οι εξωτερικές μονάδες VAM και κλιματισμού τοποθετούνται στο δώμα του Α΄ ορόφου. Το κτήριο πληροί τους κανόνες παθητικής πυροπροστασίας, ενώ το ένα πυροπροστατευόμενο κλιμακοστάσιο κρίνεται επαρκές εφόσον το κτήριο έχει μόνο ένα επίπεδο διαφορά από αυτό του ισόγειου.

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΟΣΤΟΥΣ
Για την τήρηση του προϋπολογισμού, στη λύση μας έχουμε αναπτύξει μια σειρά από στρατηγικές προκειμένου να γίνει συγκράτηση του κόστους. Ο φορέας του κτηρίου αφορά τυπική κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα ενώ αντίστοιχα υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία στις όψεις, τα οποία να αυξάνουν το κόστος. Αντίστοιχα, και όσον αφορά τα ανοίγματα έχουν δημιουργηθεί τα ελάχιστα δυνατά ώστε να συγκρατηθεί τόσο το κόστος τόσο από τα ίδια τα υαλοστάσια όσο και από τις ανάγκες του μουσείου σε κλιματισμό, μόνωση και ηχομόνωση.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κλείνοντας, θεωρούμε πως έχουμε καταθέσει μια ολοκληρωμένη μελέτη, η οποία καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων του αγωνοθέτη δημιουργώντας ένα λειτουργικά και αισθητικά άρτιο κτήριο. Τόσο σε επίπεδο ένταξης και ανάδειξης, όσο και σε επίπεδο λειτουργίας, η λύση μας περιγράφει ένα ολοκληρωμένο, τόσο λειτουργικά όσο και σχεδιαστικά κτιριακό σύνολο, ικανό να σηκώσει το ρόλο του ως τοποσήμου αλλά και ως μέσου αναβάθμισης του Δήμου Ύψωνα. Ως εκ τούτου, χωρίς αχρείαστες υπερβολές, αλλά αντίθετα μέσα από τον σεβασμό στην υφιστάμενη κλίμακα και πολεοδομία του οικισμού, προτείνεται ένα Μουσείο – φορέας επούλωσης και συμπερίληψης για τη ζωή και το ύφος του πυρήνα του οικισμού. Ένα κτήριο, το οποίο συμμετέχει καθοριστικά στη συνολική αναβάθμιση του Ύψωνα, όχι ως κάτι ξένο, το οποίο έρχεται να επιβληθεί σε αυτόν, αλλά ως γενεσιουργό κομμάτι του και μέρος της ζωής και καθημερινότητας του Δήμου.