H Μάρω Ευθυμιάδη–Ατζίνη ήταν η πρώτη γυναίκα που εντάχθηκε στις τάξεις ενός αποκλειστικά αντρικού επαγγέλματος στην Κύπρο.
Η Μάρω γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1937. Ήταν μια έξυπνη και ταλαντούχα μαθήτρια, η οποία, σύμφωνα με την οικογένειά της, ήταν μία από τις πρώτες τρεις γυναίκες που ολοκλήρωσαν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους με κατεύθυνση στις Εφαρμοσμένες Επιστήμες. Εκεί διέπρεψε λαμβάνοντας αρκετά ακαδημαϊκά βραβεία και αφότου αποφοίτησε, έγινε δεκτή στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Συμφοιτητές της ήταν διακεκριμένοι αρχιτέκτονες όπως ο Αλέξανδρος Τομπάζης και Σουζάνα Αντωνακάκη.
Έλαβε το πτυχίο της το 1960, και στη συνέχεια εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στην Ελλάδα, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία.
Στην Ελλάδα, εργάστηκε στο Τμήμα Δημοσίων Έργων και στο Τμήμα Πολεοδομίας Πειραιά, και στη Γερμανία εργάστηκε στο Τμήμα Πολεοδομίας του Αμβούργου. Η Μάρω μετακόμισε στη Μαδρίτη, σε μια συναρπαστική περίοδο πειραματισμού στα υλικά και έντονης κοινωνικής αλλαγής, όπου απέκτησε γνώσεις και τεχνογνωσία στη χρήση οπλισμένου σκυροδέματος και ήρθε σε επαφή με καινοτόμους σχεδιασμούς κτιρίων κοινωνικής στέγασης. Ο χρόνος που πέρασε στη Μαδρίτη αποδείχθηκε ότι είχε μεγάλη επιρροή στην ενίσχυση των πολιτικών και κοινωνικών της πεποιθήσεων.
Το 1970, η Μάρω επέστρεψε στη νεοϊδρυθείσα Κυπριακή Δημοκρατία, σε μια αρχιτεκτονικά σημαντική στιγμή, όταν το κίνημα του Μοντερνισμού καθόριζε την πολιτιστική ταυτότητα του νέου κράτους. Εργάστηκε στο αρχιτεκτονικό γραφείο J+A Philippou, όπου σχεδίασε οικιστικές και τουριστικές αναπτύξεις. Μετά τον πόλεμο του 1974, εγκατέλειψε τον ιδιωτικό τομέα για να εργαστεί στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, όπου σχεδίασε μερικά από τα πρώτα δημόσια έργα στέγασης των προσφύγων. Χαρακτηριστικό της δουλειάς της ήταν η προσοχή και η ευαισθησία που μετέφερε στον σχεδιασμό δημόσιων χώρων, και η ένταξη μικρών παιδικών χαρών, πάρκων (parklets) και κοινοτικών κήπων στους οικισμούς. Άλλα αξιοσημείωτα έργα της περιλαμβάνουν το πάρκο Αγίου Δημητρίου, καθώς και δημόσια κτίρια.
Συνάδελφοι και φίλοι την περιγράφουν ως έξυπνη και παθιασμένη, με έντονες κοινωνικές ανησυχίες και ανήσυχο πνεύμα. Πέθανε το 1997, σε ηλικία 60 ετών, αφήνοντας πίσω της μια ισχυρή και πρωτοποριακή κληρονομιά.
* Το υλικό της ανάρτησης έχει παραχωρηθεί στο Αρχείο από την Αρχιτέκτονα Τερέζα Τούρβα.