Αρχιτέκτονες: Σκεύη Φαραζή, Γιώργος Χατζηχρίστου Συνεργάτης: Μαρία Χατζησωτηρίου (στάδιο διαγωνισμού) |
Κύριος στόχος της πρότασης: η μεταφορά της εμπειρίας της πόλης και του περιβάλλοντα οικιστικού ιστού της στο κτίριο που την αντιπροσωπεύει – το Δημαρχείο. Στοιχεία όπως διαφοροποιήσεις στην κλίμακα και τα μεγέθη, σχέσεις πλήρους και κενού, κινήσεων και φυγών, το δομημένο και η περιβάλλουσα φύση που διαχέεται από παντού με ασαφή όρια, έστησαν σιγά – σιγά την σπονδυλική στήλη της αρχιτεκτονικής πρότασης. Με κεντρική ιδέα μία συνεχόμενη κίνηση χωρίς αρχή και τέλος το δημόσιο εξωτερικό ενοποιείται με το δημόσιο εσωτερικό χώρο σε μια συνδιαλλαγή της πόλης με το κτίριο.
Το Καλλινίκειο Δημοτικό Μέγαρο Αθηένου στεγάζει τρεις βασικές λειτουργίες: τους χώρους διοίκησης, το Αρχαιολογικό Μουσείο εκθεμάτων της ευρύτερης περιοχής της Αθηένου, το οποίο υποστηρίζεται από το αρχαιολογικό εργαστήρι, και το Βυζαντινό Μουσείο με έργα και τη συλλογή του ιερομόναχου αγιογράφου Καλλίνικου του Σταυροβουνιώτη. Αντιπροσωπεύει δηλαδή με τη λειτουργία του τρεις διαφορετικούς χρόνους, στην ιστορία της Αθηένου, που καταργούν τα χρονικά τους όρια για να συνυπάρξουν στην καθημερινότητα του παρόντος. Και οι οποίοι εκφράζονται με τρεις διαφορετικούς χώρους που ρέουν ο ένας μέσα στον άλλο τείνοντας να καταργήσουν τα δικά τους όρια – μέσα από την ενοποίηση τους. Η εξωτερική κεκλιμένη πλατεία στο νότο εξελίσσεται ανατολικά σε ένα πλατύ πέρασμα προς το βορρά, με θέα τη Μεσαορία και τον Πενταδάκτυλο, ενώ παράλληλα εισχωρεί στο εσωτερικό για να διαμορφώσει αρχικά το χώρο υποδοχής και να διαχυθεί στη συνέχεια στους χώρους του Δημαρχείου και τα πλατώματα των Μουσείων. Μέσα από τα διαμπερή όρια το εξωτερικό γίνεται εσωτερικό διατηρώντας τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά δημιουργώντας τη δική του τοπογραφία, αντιμετωπίζοντας τους κοινόχρηστους και εκθεσιακούς χώρους ως πλατώματα σε κεκλιμένες διαδρομές. Ο όγκος του κτιρίου υποχωρεί από το δημόσιο σύνορο και οι πορείες του εξελίσσονται σε γειτονικά πεδία για να δημιουργήσει ένα πεδίο συνδιάλεξης και μετάβασης προς την πόλη, καταργώντας τα αυστηρά μέτωπα οριοθέτησης.
Το κέλυφος διατηρεί τα ίδια χαρακτηριστικά εσωτερικά και εξωτερικά του κτηρίου εκφράζοντας με τη διαφοροποίηση του τη σύσταση των χώρων του. Τρία φυσικά υλικά – το ξύλο, το εμφανές σκυρόδεμα και η πέτρα χρησιμοποιούνται σε ένα (μεταξύ τους) επιλεκτικό συνδυασμό σε κατακόρυφα και οριζόντια επίπεδα, σε πλήρης όγκους η διάτρητες επιφάνειες. Το φως λειτουργεί ως καταλύτης συμπληρώνοντας και ενισχύοντας τις σχέσεις πλήρους – κενού, επίπεδου – κεκλιμένου, σκληρού – μαλακού, διασαφηνίζοντας συνεχώς τη σχέση φωτεινού και σκοτεινού. Με τις εναλλαγές του φυσικού φωτός οι χώροι αναπλάθονται σε ένα συνεχές επαναπροσδιορισμό ενώ στην απολυτότητα του τεχνητού φωτισμού εξαϋλώνονται σε ένα ασαφές σκοτεινό περίγραμμα. Ο επισκέπτης γίνεται μέρος μίας συνεχής ροής κιναισθητικών εμπειριών. Το απροσδόκητο της κλίμακας, των λειτουργιών και των ορίων τον προσκαλούν σε ένα επαναπροσδιορισμό του όλου με σημείο αναφοράς την πόλη.