Αρχιτέκτονες: Ζήνων Σιερεπεκλής, Χριστίνα Σιερεπεκλή |
Το κτήριο Επιστημών είναι αποτέλεσμα Α’ Βραβείου σε παγκύπριο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που διεξήχθη στα τέλη του 2001. Το κτήριο αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου χωροταξικού προγράμματος που είχαν θέσει οι αρχές της Αγγλικής Σχολής στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, το οποίο προνοούσε την ανέγερση τριών νέων κτηρίων.
Η μακρόχρονη παρουσία της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας στη συγκεκριμένη τοποθεσία στην Ακρόπολη αποτελεί μία ιδιόμορφη πολεοδομική μαρτυρία που ήδη έχει σφραγίσει την ευρύτερη περιοχή. Έτσι, η απόφαση της Σχολής για επέκταση του παραδοσιακού κτηριακού συγκροτήματος ήταν μια πρόκληση με πολλές παραμέτρους. Την απάντηση σ’ αυτή την πρόκληση ανέλαβαν να δώσουν οι Αρχιτέκτονες Ζήνων και Χριστίνα Σιερεπεκλή, οι οποίοι εκπόνησαν μια συνολική πρόταση για τα νέα κτήρια της Αγγλικής Σχολής, η οποία, πέρα από το κτηριολογικό πρόγραμμα, περιλαμβάνει και μια ολοκληρωμένη χωροταξική μελέτη.
Βασικό μέλημα των Αρχιτεκτόνων ήταν να δώσουν στη Σχολή ένα συνολικό χώρο όπου νους και σώμα, μάθηση και άθληση, παιδεία και τόπος, αρχιτεκτονική και πολεοδομία, να συνυπάρξουν σε μια διαλεκτική αρμονία. Όπως τονίζουν οι ίδιοι “στόχος της πρότασης δεν είναι απλά να στεγάσει κάποιους προγραμματικούς αριθμούς, αλλά να οικοδομήσει χώρους ζωής”. Η πρόταση περιλαμβάνει το κτήριο Επιστημών, το κολυμβητήριο και θέατρο. Η προσέγγιση των Αρχιτεκτόνων δεν στηρίχθηκε μόνο στα κτήρια και την αισθητική τους, αλλά και στην οργάνωση των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων επιμέρους στοιχείων της πρότασης. Προσπάθεια τους ήταν να αναδέιξουν το στοιχείο της πορείας, της διαδρομής, και να τονίσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση το στοιχείο της επικοινωνίας. Με σκάλες, ράμπες ή άλλες, κεκλιμένες ή μη, βατές επιφάνειες, αλλά και με πέργολες με σκιάδια και με καθιστικά, οι Αρχιτέκτονες εγκαθιδρύουν ένα σύστημα επικοινωνίας ανάμεσα στα μέρη του έργου. Έτσι εδραιώνεται μια συνεχής ροή, μια αδιάκοπη αλληλοπεριχώρηση του έξω με το μέσα και του πάνω με το κάτω και αντίστραφα.
Το μέρος του έργου που έχει ολοκληρωθεί, το κτήριο Επιστημών, δανείζεται ιδεογραμματικά σχήματα από τις επιστήμες της φυσικής, της χημείας και της βιολογίας. Έτσι, βλέπουμε μια μορφολογία και μια κτηριακή διάταξη που παραπέμπει στις μοριακές δομές της ύλης. Σαν να βρισκόμαστε μπροστά στη μεγέθυνση μιας εικόνας που θα μπορούσε να δει κανείς στο μικροσκόπιο. Το κτήριο είναι σπονδυλωτό, με μια κεντρική στοά που το διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον. Στη στοά αυτή βρίσκονται οργανικά ενταγμένα τόσο τα κλιμακοστάσια και οι ράμπες, όσο και όλοι οι υπόλοιποι χώροι. Έτσι η στοά δεν είναι μονάχα μια διαδρομή, αλλά ένας διανομέας πολυσήμαντος, που ενισχύει την εμπειρία και το ενδιαφέρον. Υπάρχει εδώ πλήθος απο γωνιές, ξέφωτα, διπλά ύψη, οπτικές φυγές.
Είναι φανερό ότι οι Αρχιτέκτονες θέλησαν να αποδεσμευτούν από παρελθοντικές μορφές αρχιτεκτονικής έκφρασης, υιοθετώντας μια ρηξικέλευθη γραφή, η οποία διαμορφώνει τη μορφή των κτηρίων ανάλογα με το περιεχόμενο τους. Από τη μορφή του κτηρίου Επιστημών φαίνεται ήδη η ενότητα περιεχομένου και αισθητικής μορφής, της οποίας το τελικό κριτήριο είναι πάντα ο άνθρωπος, ως πολυσήμαντη πνευματική και αισθητική προσωπικότητα.
Κρατικό Βραβείο Αρχιτεκτονικής 2007 – Κατηγορία Α’ Αξιόλογο Έργο