ΝΑΟΔΟΜΙΑ

Αρθογραφεί: Γιάννης Αγησιλάου, Αρχιτέκτονας

Όταν μου προτάθηκε το θέμα από τον πρόεδρο της Φιλοσοφικής Εταιρείας Κύπρου κύριο Κλείτο Ιωαννίδη, θέλοντας κάπως να το συμμαζέψω, του αντιπρότεινα το “ορθόδοξη ναοδομία”. Ο ίδιος θεώρησε ότι θα ήταν καλό να ανοίξω κάπως το θέμα μου, πιστεύοντας ότι θα είχε έτσι μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το αποψινό κοινό.

Αν και με κάποιο δισταγμό στην αρχή, το δέχτηκα. Κι ο λόγος αυτού του δισταγμού ήταν γιατί δεν ένιωθα επαρκής να καλύψω ένα τόσο ευρύ θέμα, που από μόνο του έχει πολλές πτυχές που καλύπτουν διαφορετικούς τομείς του επιστητού: του αρχαιολόγου, του ανθρωπολόγου, του γλωσσολόγου ή ερευνητή που ασχολείται με την γλώσσα των συμβόλων και την σημειωτική, του φιλόσοφου, του αρχιτέκτονα, του θεολόγου. Από την άλλη, πάλι, κανένας επιστήμονας ή δημιουργός από μόνος του δεν μπορεί να καλύψει ένα τόσο ευρύ θέμα. Οπότε, απόψε θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το θέμα μας μέσα από το πρίσμα και την οπτική του αρχιτέκτονα-δημιουργού, που έχει όμως και ένα ειδικό ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο αντικείμενο.

Μια δεύτερη παραδοχή που θα ήθελα να θέσω υπόψη σας είναι το πως δεν ήθελα εδώ να ξαναπαρουσιάσω ένα από τα άρθρα ή κείμενα που έχω γράψει για το θέμα, ή έστω έναν συγκερασμό των όσων κατά καιρούς έχω διατυπώσει, αλλά θεώρησα την αποψινή παρουσίαση ως μια καλή ευκαιρία να συγκεντρώσω σκέψεις που κατά καιρούς με έχουν απασχολήσει, αλλά που δεν μπήκα μέχρι σήμερα στην διαδικασία να τις καταγράψω ή κωδικοποιήσω. Είναι, βέβαια, αναπόφευκτο να υπάρξουν και αλληλοκαλύψεις με θέματα που ήδη έχω διατυπώσει και που περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου “Μελετήματα Σύγχρονης Ορθόδοξης Ναοδομίας” 2.

Από τις απαρχές λοιπόν του ανθρώπινου πολιτισμού, τα πρώτα κτίσματα που συναντούμε είναι λατρευτικοί χώροι. Από τα πρώτα εκείνα προϊστορικά χρόνια (ας σκεφτούμε το γνωστό Stonehenge στην Αγγλία), τους ναούς της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, του Δυτικού Μεσαίωνα, της Ορθόδοξης Ανατολής, αλλά και τα μουσουλμανικά τεμένη, τους ινδουιστικούς ναούς και τις βουδιστικές παγόδες της νοτιοανατολικής Ασίας και της Άπω Ανατολής, τους ναούς των ιθαγενών της προκολομβιανής Αμερικής… σε όλο αυτό το φάσμα, ιστορικά και γεωγραφικά, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, δεν θα συναντήσουμε πόλη ή οικισμό χωρίς ναούς, χωρίς βωμούς, χωρίς λατρευτικούς χώρους.

Κάθε ένας από αυτούς τους πολιτισμούς είχε τα δικά του σύμβολα, το δικό του πάνθεον, τους δικούς του ιδρυτικούς μύθους και προπάτορες ή μυθικούς ήρωες, οι οποίοι σχετίζονταν σχεδόν πάντοτε με το υπερβατικό και το υπέρλογο.

Θυμάμαι στην Σχολή, ως φοιτητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, είχαμε διαφορετικούς δασκάλους για κάθε ξεχωριστή περίοδο όσον αφορά τα μαθήματα ιστορίας αρχιτεκτονικής και τέχνης. Άλλος δάσκαλος μας δίδασκε την απώτερη και κλασσική αρχαιότητα, άλλος τον Δυτικό Μεσαίωνα, άλλος την βυζαντινή αρχιτεκτονική, άλλος την αναγέννηση και την σύγχρονη εποχή. Κι όμως, ανατρέχοντας σε όλους αυτούς τους πολιτισμούς και σε όλες αυτές τις ιστορικές περιόδους, έχω την αίσθηση ότι ο σύγχρονος πολιτισμός έχει κάποια στοιχεία που τον αποκόπτουν ή τον διαφοροποιούν απ’ όλους όσους προηγήθηκαν. Κι όταν μιλάμε για σύγχρονο πολισμό για τον δυτικό άνθρωπο, εννοούμε την περίοδο που ξεκινά από την Αναγέννηση, δηλαδή από τον 15ο και 16ο αιώνα, και ολοκληρώνεται μέχρι και τον 19ο αιώνα και την βιομηχανική επανάσταση.

Ποια είναι λοιπόν αυτά τα στοιχεία που, όπως προείπα, αποκόπτουν ή διαφοροποιούν τον σύγχρονο πολιτισμό απ’ όλους τους προηγούμενους και που επηρεάζουν αναπόφευκτα και την αρχιτεκτονική μας; Απαντώ πολύ συνοπτικά: Είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε τον κόσμο.

Στόουνχεντζ, νότια Αγγλία, 2500–2000π.Χ. @ Hans Elbers
Ναός της Ίσιδος στο νησί Φίλες, Αίγυπτος @ Marc Ryckaert

Ο άνθρωπος των προηγούμενων εποχών, την όποια κατακτημένη γνώση την αφομοίωνε και την εξέφραζε μέσα από την γλώσσα των συμβόλων. Η αντίληψη του κόσμου ήταν γι’ αυτόν περισσότερο συγκινησιακή, σε αντίθεση με μας σήμερα που η αντίληψη του κόσμου είναι αποκλειστικά και μόνον γνωστική ή ορθολογική. Το φυσικό στοιχείο και ο υλικός κόσμος ήταν, για αυτούς τους πολιτισμούς, η φανέρωση και η αποτύπωση του υπερβατικού και του υπέρλογου. Δηλαδή, πίσω από τα φαινόμενα του κόσμου τούτου, μέσα από την συμβολική ή αναλογική σκέψη, έβλεπαν έναν άλλο κόσμο ο οποίος δεν είναι άμεσα αντιληπτός, αλλά μπορεί να εκφραστεί μέσα από την γλώσσα των συμβόλων, τους μύθους και τα αρχέτυπα.

Όσον αφορά ειδικά τον χώρο, ποια ήταν λοιπόν τα βασικότερα σύμβολα όλων αυτών των πολιτισμών και τι αυτά εξέφραζαν; Τα απαριθμώ: το Κέντρο, ο Κύκλος, ο Σταυρός και το Τετράγωνο, τα τέσσερα αυτά σχήματα ή χωρικές διατάξεις είναι τα πλέον σημαντικά σύμβολα τα οποία συναντούμε σε όλους τους πολιτισμούς όλων των εποχών. 3

“Το Κέντρο είναι το σημείο απ’ όπου ξεκινούν όλα, το πρώτο σημείο χωρίς μορφή και διαστάσεις, αμετάβλητο και αδιαίρετο, η πρώτη, συνεπώς εικόνα του Πρωταρχικού Ενός – η Αρχή. Ως Αρχή, το κέντρο είναι το Ων. Ο χώρος που δημιουργεί η ακτινοβολία του είναι ο Κόσμος – με την πιο πλατειά έννοια της λέξεως – το σύνολο όλων των όντων και καταστάσεων της ύπαρξης” . Το Κέντρο είναι ο ιερός τόπος όπου όλα συμπίπτουν. Είναι ο ομφαλός των Ελλήνων, το κέντρο της γης όλων των αρχαίων πολιτισμών, όπου χώρος, χρόνος και αιωνιότης επικοινωνούν. Όταν στο κέντρο προστεθεί ένας κατακόρυφος άξονας, αυτός προσλαμβάνει την σημασία του κοσμικού άξονα, ο οποίος συνδέει τα επίπεδα της ύπαρξης – ουρανό, γη και άδη – και επιτρέπει την άνοδο από το ένα επίπεδο στο άλλο.

Ο ουρανός στην ιερή κοσμολογία συμβολίζει την υπερβατικότητα, την ισχύ, το αμετάβλητο, το άπειρο, το ιερό. Τα άστρα δεν κινούνται στην τύχη, αλλά υπακούουν σε νόμους και αποδεικνύουν μια κοσμική τάξη, την ύπαρξη ανώτερης διάνοιας, ενός παγκόσμιου Θεού. Το ημισφαίριο, αλλά και ο Κύκλος ως η προβολή του ημισφαιρίου στο επίπεδο, είναι τα γεωμετρικά σχήματα που αποτυπώνουν στον χώρο το σύμβολο του ουρανού και ό,τι αυτός εκφράζει.

Ο Σταυρός είναι ταυτόχρονα σύμβολο χωρικό, αλλά και χρονικό· ένα κέντρο που ακτινοβολεί προς τα έξω. Κάθε σταυρόσχημο κτήριο απεικονίζει αλλά και ταυτίζεται με την υπόσταση του Κέντρου του Κόσμου.

Ο αριθμός “4” συμβολίζει τις τέσσερις κατευθύνσεις του προσανατολισμένου κόσμου. Το ίδιο και ο σταυρός και το τετράγωνο προσανατολισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, είναι τα γεωμετρικά σχήματα ή χωρικές διατάξεις που συμβολίζουν την γη και τον επίγειο κόσμο.

 

Μεσοαμερικανική πυραμίδα των Μάγια, Τσιτσέν Ιτζά, Μεξικό @ Gizelka
Τέμενος Ομάρ (Θόλος Βράχου), όρος του Ναού, Ιεροσόλυμα, 692μ.Χ. @ Ziablik

Όσον αφορά την βυζαντινή αρχιτεκτονική και την ναοδομία και το πώς αυτά τα κοσμικά σύμβολα επηρέασαν την εξέλιξη και τον συμβολισμό της, ξεκινώντας από τον αρχαϊκότερο τύπο της βασιλικής, θα μπορούσαμε πολύ συνοπτικά να πούμε τα ακόλουθα:

Στον αρχαϊκότερο τύπο της τρίκλιτης ή πεντάκλιτης βασιλικής (δρομικού ναού), κάποια στιγμή προστίθεται το εγκάρσιο κλίτος, το οποίο εξυπηρετεί τόσο τον καθορισμό ενός κέντρου (όπως αυτό ορίζεται από τους δύο κάθετους άξονες), αλλά και συμβολικά ορίζει το σχήμα του σταυρού, το σημαντικότερο και σπουδαιότερο σύμβολο της νέας θρησκείας (σύμβολο του Πάθους, αλλά και της Νίκης και της Ανάστασης).

Πάνω στη συμβολή των δύο αξόνων, στο κέντρο του ναού, κάποια στιγμή προστίθεται ο τρούλλος, ο οποίος ορίζει τον τρίτο (κατακόρυφο) άξονα. Έτσι υλοποιείται στον χώρο ένα μυστηριακό σημείο όπου συναντούνται τα επίγεια με τα επουράνια, όπου “συνάπτεται ο ουρανός με την γη”. Η αναζήτηση οδηγεί εξελικτικά στους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς, τον κατεξοχήν βυζαντινό τύπο ναού, όπου συνδυάζονται:

    • Ο κεντρικός άξονας – πορεία προς την ανατολή και το θυσιαστήριο.
    • Ο καθορισμός ενός κέντρου, αλλά και το σταυρικό σχήμα τόσο σε κάτοψη όσο και στον χώρο.
    • Το τετράγωνο σε κάτοψη, αλλά και ο κύβος που ορίζεται από τα 4 υποστυλώματα και τις 4 πλευρές των προσανατολισμένων τόξων που υποβαστάζουν τον τρούλλο, ως σύμβολα της γης.
    • Ο τρούλλος στο κέντρο, ως σύμβολο του ουρανού και του ουράνιου κόσμου.

Η εικονογραφία έρχεται στην συνέχεια να επιβεβαιώσει με ακρίβεια την σημασία κάθε μέρους του ναού, έτσι που αρχιτεκτονική και ζωγραφική, μαζί και σε συμφωνία μεταξύ τους, να αποδώσουν εναργέστερα τον συμβολισμό του βυζαντινού ναού. Η εκκλησία καθίσταται έτσι μια θεολογική αποκάλυψη όπου παρουσιάζει το δόγμα στους πιστούς και ένα σύμβολο της μυστικής ενότητας της Εκκλησίας, της Ουράνιας και της Επίγειας, της θριαμβεύουσας και της στρατευμένης· ένα σύμβολο – μικρογραφία του σύμπαντος κόσμου καθαγιασμένου από το Πνεύμα το Άγιο.

Θυμάμαι όταν φοιτητής ακόμα είχα βρεθεί σε κάποιες από τις πολλές βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, αλλά και αργότερα στα καθολικά των ιερών μονών του Αγίου Όρους, πόσο μου είχε κάνει εντύπωση το ψηλό τύμπανο του τρούλλου, έτσι που για να μπορέσεις να δεις τον τρούλλο θα έπρεπε να βρεθείς σχεδόν κάτω από αυτόν. Μου φαινόταν ως μια παραδοξότητα ή αντινομία ως προς την αντίληψη του τρούλλου σαν ουράνιου θόλου. Κι αν αυτό το συγκρίνουμε με άλλες πολύ προγενέστερες χρονικά εκκλησίες –όπως την Αγία Σοφία και πάλι στην Θεσσαλονίκη όπου ο τρούλλος είναι πολύ πιο μεγάλος και πολύ πιο «ρηχός», ή με την Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, το απόλυτο πρότυπο, όπου ο τρούλλος αρχικά σχεδιάστηκε σαν ασπίδα και όχι ως ημισφαίριο έτσι που να είναι ορατός από κάθε γωνιά του κεντρικού κλίτους και να κυριαρχεί στον χώρο– αυτή η «αντινομία» και τα ερωτήματα που αυτή γεννά γίνονταν ακόμα πιο επιτακτικά. Σε τι εξυπηρετούσε αυτή η τάση ανύψωσης του τυμπάνου, έτσι που να περιορίζεται η ορατότητα του τρούλλου και του Παντοκράτορα που είναι ζωγραφισμένος σε αυτόν;

Έχω την αίσθηση πως την απάντηση θα την βρούμε αν ξαναθυμηθούμε ότι στην ιερή κοσμολογία και την αναλογική ή συμβολική σκέψη τον ουρανό δεν εξέφραζε μόνον ο τρούλλος, αλλά ολόκληρη η ανωδομή του κτίσματος. Σε κάθε λαό και σε κάθε πολιτισμό συναντάμε λατρευτικούς χώρους ή και ταφικά μνημεία όπου η ανωδομή –όποιας μορφής κι αν είναι– κοσμείται με άστρα και άλλα κοσμικά ουράνια σύμβολα. Στον αρχαίο ελληνικό ναό για παράδειγμα, τα φατνώματα της οροφής πολλές φορές κοσμούνταν με χρυσά άστρα σε μπλε φόντο, μία σαφέστατη υπόμνηση και συμβολισμός του ουρανού. Αλλά και παλαιότερα, στους αιγυπτιακούς τάφους και τους θολωτούς τάφους των Μυκηνών, συναντάμε οροφές βαμμένες μπλε με άστρα.

Αυτή η αίσθηση της οροφής και της ανωδομής ως ουρανού είναι τόσο πολύ ριζωμένη μέσα μας, ώστε, ακόμα και σήμερα, να βάφουμε πολλές φορές τις οροφές των κτηρίων μας σε χρώμα γαλάζιο ή αποχρώσεις του μπλε. Έχω επίσης δει σε παιδικά δωμάτια, όπου εδώ υπάρχει μια πιο παιχνιδιάρικη διάθεση και μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης, να κοσμείται η οροφή του δωματίου με άστρα.

Αν σκεφτούμε λοιπόν ότι ολόκληρη η ανωδομή του ναού συμβολίζει τον ουρανό, τότε ο τρούλλος θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμβολίζει τον “ουρανό των ουρανών” 6 , τον “τρίτο ουρανό” , ή τα “απώτατα επουράνια”.

 

Ναός της Αθηνάς Αφαίας, Αίγινα, 495-485π.Χ. @ Fletcher (1975, σ.211)
Ναός της Αθηνάς Νίκης, Ακρόπολη Αθηνών, 447-425π.Χ. @ Jebulon

Μιλήσαμε προηγουμένως για τον κοσμικό άξονα, ο οποίος βρίσκεται πάνω σε ένα κέντρο που ορίζεται μ’ έναν σταυρό, έτσι που να υλοποιείται στον χώρο η σύνδεση του επουράνιου με το επίγειο…

Οπότε, μετά τα προηγούμενα, σκέφτομαι ότι το ανυψωμένο τύμπανο του τρούλλου δεν εξυπηρετεί μόνον τα στοιχεία της “κομψότητας” και της “εκλέπτυνσης” για τα οποία μας μιλούσαν οι καθηγητές μας στην Σχολή και που διαβάζουμε και σε πολλά σχετικά συγγράμματα για την αρχιτεκτονική της περιόδου, αλλά και κάτι πολύ βαθύτερο: τον τονισμό του κατακόρυφου άξονα, έτσι που το ανυψωμένο τύμπανο του τρούλλου να ορίζει εναργέστερα αυτόν τον νοητό κοσμικό άξονα και ο τρούλλος στο βάθος να λαμβάνει πλέον το σύμβολο του “ουρανού των ουρανών” ή του “τρίτου ουρανού”. Ως αρχιτέκτονας – δημιουργός και πρακτικός της αρχιτεκτονικής, που ενδιαφέρεται περισσότερο για το πώς η θεωρία μεταφράζεται σε πράξη και σε έργο και λιγότερο για την επιστημονική τεκμηρίωση, δεν γνωρίζω αν τα πιο πάνω έχουν ήδη διατυπωθεί από κάποιον ιστορικό/ερευνητή. Ακόμα όμως κι αν έχει γίνει (κάτι που είναι και το πιθανότερον), έχει ενδιαφέρον να καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα από διαφορετικούς δρόμους. 7

Διάβαζα σχετικά πρόσφατα ένα βιβλίο με τίτλο “Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο” 8. Σε αυτό λοιπόν το σύγγραμμα, ο συγγραφέας, ανατρέχοντας στο συγγραφικό έργο του αγίου Σωφρονίου, μας παρουσιάζει το πώς ο άγιος Σωφρόνιος αντιλαμβάνεται την ακαδημαϊκή και την εμπειρική θεολογία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι για τον άγιο Σωφρόνιο η ακαδημαϊκή θεολογία αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, βοηθητική επιστήμη, η οποία εκφράζει, διατυπώνει και καταγράφει την εμπειρική – χαρισματική θεολογία 9.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, κατά τον άγιο Σωφρόνιο η εντολή «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» δεν είναι μία ηθική παραίνεση. “Η λέξη “ως” δεν αναφέρεται στο μέτρο της αγάπης αλλά στην οντολογική κοινότητα όλων των ανθρώπων” 10. Αν το ερμηνεύω σωστά, εκείνο που θέλει να πει είναι πως κάθε αδελφός, κάθε πλησίον είναι και μία εικόνα του εαυτού μου μέσα στην οντολογική ενότητα όλων των ανθρώπων, όλης της ανθρωπότητας.

“Η ανθρωπότητα, αν και παραμένει μία ως προς την ουσία της, παρ’ όλα αυτά “σημαίνει” πλήθος υποστάσεων» στο πρότυπο της τρισυπόστατης θεότητος. Άρα, κάθε άνθρωπος καλείται να πραγματώσει μέσα του την υποστατική αρχή όλης της ανθρωπότητας. Να γίνει δηλαδή από άτομο πρόσωπο, στο πρότυπο των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος.

Ευρισκόμενος εκείνη την ίδια περίοδο στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου και ζώντας για κάποιες μέρες την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας με επίκεντρο τον ναό, μού είχε κάνει εντύπωση η πολλαπλότητα και η συνθετότητα του εσωτερικού του ναού, ενώ ήξερα και είχα στο μυαλό μου την κάτοψη, που ως σχέδιο μου φαινόταν πολύ απλή. Κι αυτή η πολυπλοκότητα ενισχυόταν ακόμα περισσότερο από την κίνηση στον χώρο, η οποία δεν γινόταν αξονικά, ώστε να έχεις άμεση εποπτεία του όλου, αλλά παραπλεύρως, ώστε να ανάψεις ένα κερί, να προσκυνήσεις τα άγια λείψανα, να διασχίσεις κατά μήκος τον εξωνάρθηκα για να πας απέναντι στο πλευρινό διαμέρισμα κ.ο.κ. Όλη αυτή η κίνηση, το μισοσκόταδο που έκανε τα όρια να χάνονται, η ανωδομή με τα τόξα και τους θόλους που ξεχώριζαν αμυδρά ή και καθόλου, σε έκαναν να αισθάνεσαι πολύ έντονα την πολλαπλότητα του χώρου, τις επιμέρους χωρικές ενότητες και, ταυτόχρονα, όλο αυτό να το ανασυνθέτεις μέσα στο μυαλό σου πολύ φυσικά και αβίαστα ως μία ενότητα, ως έναν χώρο που αποτελείται από πολλές υποστάσεις. Ένιωσα πως μέσα σ’ αυτόν τον ναό, όπως και σε κάθε ναό του είδους του, πραγματώνεται και υλοποιείται στον χώρο το δόγμα του τρισυπόστατου Θεού (τρία πρόσωπα-υποστάσεις – μία θεότητα), αλλά και το πλήθος των υποστάσεων της ανθρωπότητας όπως εκφράζεται μέσα από την ορθόδοξη ανθρωπολογία.

Άρα, από το πιο πάνω συμπεραίνουμε ότι η ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα 12 βρίσκεται πιο κοντά στο υποστατικό δόγμα της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας, απ’ ό,τι ένας χώρος ενιαίος, μία μεγάλη αίθουσα χωρίς επιμέρους διαμερίσματα, χωρίς υποστυλώματα ή στηρίγματα, όπως ίσως κάποιοι θα θέλαμε για να μην υπάρχουν εμπόδια στην συγκέντρωση της προσοχής και του βλέμματος προς το Ιερό Βήμα, την Ωραία Πύλη και το Θυσιαστήριο.

Σκέφτομαι τώρα τον τύπο της βασιλικής με τα τρία κλίτη, το τριμερές των ανοιγμάτων ή το τριμερές του ανοίγματος της κόγχης του Ιερού που βλέπει προς την ανατολή· τα τρία τοξωτά ανοίγματα μεταξύ νάρθηκα και κυρίως ναού στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές…

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η πολλαπλότητα η οποία συντίθεται σε μία ενότητα δεν είναι άσχετη με το δόγμα της υποστατικής αρχής· ή, διαφορετικά, είναι μία έκφραση στον χώρο αυτού του ίδιου του δόγματος.

Σκέφτομαι ακόμα ότι το τριμερές «νάρθηκας – κυρίως ναός – ιερό βήμα», μας πηγαίνει κατευθείαν πίσω στην τριμερή διάρθρωση του αρχαιοελληνικού ναού, ως «πρόναος – σηκός (κυρίως ναός) – οπισθόδομος». Στο Άγιον Όρος και σε πολλά ορθόδοξα μοναστήρια ο εξωνάρθηκας ονομάζεται και πρόναος, όπως ακριβώς και ο πρόναος των αρχαιοελληνικών ναών· και, αντίστροφα, ο «σηκός» του αρχαιοελληνικού ναού αναφέρεται και ως απλά «ναός», ταυτίζοντας σχεδόν πλήρως την ονοματολογία και την διάρθρωση του αρχαίου ελληνικού ναού με την τριμερή διάρθρωση της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε πρόναο και κυρίως ναό, οπισθόδομο στην μία περίπτωση, ιερό βήμα στην άλλη .

Σε αυτή την περίπτωση ο συμβολισμός οδηγεί στο σχήμα: γέννηση – ζωή – θάνατος, όπου η ανατολή συμβολίζει ή και ταυτίζεται με την γέννηση και η δύση με τον θάνατο. Είναι τυχαίο άραγε που στο ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα παριστάνεται η σκηνή της γέννησης της θεάς Αθηνάς, ή που στα μοναστήρια του Αγίου Όρους, αλλά και σε άλλα ορθόδοξα μοναστήρια, στον νάρθηκα παριστάνονται σκηνές από την Δευτέρα Παρουσία, την κόλαση και την Αποκάλυψη;

Σκέφτομαι ακόμα την κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία αγιογραφείται στον δυτικό τοίχο του ναού, υπό μίαν άλλη βέβαια σημασία και σημειωτική. Ο Χριστός νίκησε τον θάνατο και ως το απόλυτο πρότυπο, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να νικήσει τον θάνατο .
Η ταύτιση της ανατολής με την γέννηση και της δύσης με τον θάνατο είναι τόσο πολύ ριζωμένη στον ανθρώπινο ψυχισμό, που επιβιώνει ακόμα και σήμερα, στις μέρες μας, στην εποχή του ορθολογισμού και της γνωστικής σκέψης. Λέμε «γέννηση του ήλιου»· ή «στην δύση της ζωής του»· ή ακόμα «στο ζενίθ του βίου του». Όλες αυτές οι εκφράσεις προέρχονται από την αναλογική σκέψη και επιβιώνουν μέχρι σήμερα, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούμε. 

Λέμε «ο ήλιος βασιλεύει». Είναι τόσο εντυπωσιακή η δύση του ήλιου με όλα εκείνα τα φώτα και τα χρώματα πίσω από τα βουνά ή πάνω από την θάλασσα, που η δόξα ενός βασιλιά ωχριά μπροστά στην δόξα του παντοκράτορος ήλιου που γέρνει προς την δύση του. Όταν ο ήλιος γέρνει προς την δύση του, εκεί είναι που βρίσκεται στην πλήρη του δόξα. Και βέβαια, η χριστιανική σκέψη, καθώς έχει δώσει άλλο νόημα στον θάνατο, το βασίλεμα του ήλιου το ταυτίζει πλέον με την νέα γέννηση που ακολουθεί, την μετάβαση στην αληθινή και αιώνιο ζωή.

Ο άπειρος, απερινόητος και ακατάληπτος Θεός γίνεται κατανοητός στον άνθρωπο μέσα από την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, του ενός από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος . Ενδυόμενος ο Χριστός την ανθρώπινη φύση, ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, μέσα από την ζωή και το έργο Του μας δείχνει τον δρόμο που οδηγεί στην πραγμάτωση του προορισμού του ανθρώπου· να γίνει δηλαδή κατά χάριν Θεός. Ο Χριστός, ως η κεφαλή της Εκκλησίας, είναι ταυτόχρονα τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Άρα αποτελεί το τέλειο πρότυπο για τον κάθε χριστιανό για την ανάβασή του στην θεία ζωή, στο να γίνει κατά χάριν Θεός.

Ο Χριστός είναι το κέντρο της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας. Είναι Θεός, αλλά ενδυόμενος την ανθρώπινη φύση καθίσταται και τέλειος άνθρωπος. Άρα η θέση του Θεού Παντοκράτορα στο κέντρο του ναού, στο ψηλότερο σημείο του χώρου όπου βρίσκεται «ο ουρανός των ουρανών», πραγματώνει στον χώρο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το Χριστολογικό δόγμα της Εκκλησίας.

Όσον αφορά τους συμβολισμούς του ορθόδοξου χριστιανικού ναού, αναφέρω εδώ κάποιες επιμέρους σκέψεις προς προβληματισμό και συζήτηση.

Είχα βρεθεί σχετικά πρόσφατα σε μία παρέα όπου οι περισσότεροι δήλωναν άθεοι και είχαν μια πολύ αρνητική εικόνα για την Εκκλησία. Κάποια στιγμή ρώτησα κάποιον: «Όταν σκέφτεσαι μιαν εκκλησία, τι είναι το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό»; Και σχεδόν αμέσως μου απάντησε: «Χλιδή και χρυσάφι»!

Δεν το περίμενα. Κάπως με ξάφνιασε. Περίμενα να μου πει ο τρούλλος και πάνω σ’ αυτό να κτίσουμε μία συζήτηση. Παρά το πρώτο ξάφνιασμα, η απάντησή του θέτει πολλά ερωτήματα και γίνεται τροφή για περαιτέρω σκέψη.

Οι ποιμενάρχες μας, αλλά και πολλοί ιερείς και πιστοί, έλκονται από τον χρυσό, την χλιδή και τον πλούτο σε μια εκκλησία. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, αν σκεφτούμε ότι η εκκλησία συμβολίζει στο σύνολό της την δόξα του Θεού, είναι οίκος Θεού, και ο Χριστός ο επουράνιος βασιλεύς· ο Βασιλιάς της Δόξης.

Από την άλλη, πάλι, υπάρχουν πολλές εκκλησίες φτωχικές και ταπεινές, όπου ο μόνος πλούτος που έχουν πηγάζει μέσα από την κατάνυξη που αυτές προκαλούν. Το λιγοστό φως που έρχεται από την κόγχη του ιερού και από κάποια πλευρινά, μικρά ανοίγματα ή τον τρούλλο (αν υπάρχει) είναι όλος ο πλούτος τους. Το ελάχιστο (φυσικό) φως, τα κεριά, το τέμπλο, οι εικόνες… η κατανυκτική ατμόσφαιρα. Κι αυτές οι ταπεινές, λιτές και απέριττες εκκλησίες δεν είναι λιγότερο εκκλησίες από τις άλλες τις πολύ πλούσιες και ντυμένες στον χρυσό και την λάμψη. Κι αυτές οι εκκλησίες έχουν τον δικό τους συμβολισμό, που ίσως μπορεί να μιλήσει πολύ πιο άμεσα στον σημερινό άνθρωπο που έχει κουραστεί από τον φόρτο της πληροφορίας, την επίδειξη πλούτου και το κοσμικό φρόνημα.

Ο Θεός που κένωσε τον εαυτό του και την δόξα του για να ντυθεί την ανθρώπινη φύση και να γίνει άνθρωπος, να γεννηθεί σε ένα σπήλαιο και να συναθροίζεται με τους απλούς καιαγράμματους ψαράδες και με τους απόκληρους της κοινωνίας, ίσως να είναι αυτός ο Θεός που μιλά περισσότερο στις καρδιές μας σήμερα και αυτόν τον Θεό να αναζητούν οι περισσότεροι χριστιανοί. Η χλιδή και ο πλούτος έχουν ταυτιστεί με την κοσμική εξουσία, το χρήμα, την καταπίεση, την αδικία, έτσι που ίσως σήμερα να χρειαζόμαστε περισσότερο αυτές τις εκκλησίες που παραπέμπουν στην ταπεινότητα του Θεανθρώπου, παρά στην θεϊκή του δόξα.

***

Ένα άλλο ζήτημα που αφορά το θέμα μας και που θα ήθελα εδώ να αναφέρω είναι και το εξής:
Κάτι που πολύ συχνά ξεχνάμε εμείς οι αρχιτέκτονες είναι ότι οι μορφές δεν γεννιούνται μόνο μέσα από τα υλικά και τους τρόπους δόμησης ή την καλλιτεχνική ευαισθησία του εκάστοτε δημιουργού-αρχιτέκτονα, αλλά κι από το τι εκφράζει ή συμβολίζει ένα αρχιτεκτονικό έργο. Στις μέρες μας ο κόσμος των συμβόλων και των αρχετύπων έχει περάσει σε αχρησία, με αποτέλεσμα να προβάλλουμε τον δικό μας τρόπο αντίληψης της αρχιτεκτονικής ακόμα και όταν προσεγγίζουμε ιστορικά κτήρια ή μνημεία άλλων εποχών. Πού θέλω να καταλήξω:

Όντως, είναι αλήθεια ότι οι μορφές είναι άρρηκτα δεμένες με τα υλικά, τους τρόπους δόμησης, την δομή του κτίσματος, έτσι που όλα αυτά να συλλειτουργούν μεταξύ τους μέσα σε μία ενιαία και αδιάσπαστη ενότητα.

Είναι επίσης πραγματικότητα ότι η αρχαία ελληνική σκέψη βρίσκει την τέλεια έκφρασή της στον αρχαίο ελληνικό ναό, π.χ. τον Παρθενώνα, ενώ η βυζαντινή σκέψη και αντίληψη του κόσμου στον βυζαντινό ναό, όπως είναι η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως ή, ακόμα ακριβέστερα, ο μεταγενέστερος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, σύνθετος ή απλός.

Και είναι επίσης αλήθεια ότι οι μορφές στον αρχαίο ελληνικό ναό βρίσκουν την τέλεια έκφρασή τους με υλικό δομής το μάρμαρο, ενώ στην βυζαντινή εκκλησία μέσα από την πολύ μικρότερη μονάδα, την πέτρα ή το τούβλο. Στην πρώτη περίπτωση το υλικό οδηγεί στην αρχιτεκτονική της «δοκού επί στύλου», στην τεκτονικότητα και γλυπτικότητα του κτίσματος, ενώ στην δεύτερη στην θολοδομία και στην αίσθηση του όλου και της συνέχειας του κτίσματος ως ένα σοφό σύστημα στηρίξεων και αντιστηρίξεων.

Ο αρχαίος ελληνικός ναός εκφράζει το εξωστρεφές ελληνικό πνεύμα και το κάλλος της μορφής, σε αντίθεση με τον ορθόδοξο χριστιανικό ναό όπου το ενδιαφέρον στρέφεται προς τα μέσα, προς τον έσω άνθρωπο και το πνεύμα. Δύο διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις, που βρίσκουν την τέλεια έκφρασή τους μέσα από την αρχιτεκτονική, και ειδικότερα μέσα από την ναοδομία .
Και συνεχίζοντας τον πιο πάνω συλλογισμό, ως αρχιτέκτονας μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ο αρχιτέκτονας της αρχαιότητας επιλέγει το μάρμαρο γιατί εξυπηρετεί καλύτερα τον στόχο του, αλλά και ο αρχιτέκτονας της βυζαντινής εποχής επιλέγει το τούβλο γιατί εξυπηρετεί τον δικό του στόχο. Άρα, το υλικό δομής επιλέγεται ανάλογα, έτσι που να εξυπηρετεί μια πολύ συγκεκριμένη ανάγκη έκφρασης. Το υλικό μπορεί να επιβάλλει ή να υποβάλλει μορφές, όμως και ο αρχιτέκτονας (προ)επιλέγει το υλικό του έτσι που να εξυπηρετεί καλύτερα το τι είναι αυτό που θέλει να εκφράσει.
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Τι εκφράζουν οι εκκλησίες που κτίζουμε σήμερα; Ποια κοσμοαντίληψη; Γιατί επιλέγουμε κατ’ αποκλειστικότητα το οπλισμένο σκυρόδεμα ως το κύριο υλικό δομής των εκκλησιών μας, εφόσον ερχόμαστε εκ των υστέρων να τις επενδύσουμε με πέτρα ή τούβλο, έτσι που να μοιάζουν, ή να προσπαθούν να μοιάσουν, ωσάν να ήταν κτισμένες με πέτρα ή τούβλο;

 

Άγιος Δημήτριος, Θεσσαλονίκη, μέσα 7ου αιώνα. @ R. Krautheimer (Early Christian and Byzantine Architecture)

Η απάντηση είναι νομίζω απλή. Για λόγους οικονομικούς, για λόγους ταχύτητας, για λόγους ευκολίας.

Άρα, το χρήμα, η ταχύτητα και η ευκολία είναι οι βαθύτεροι λόγοι που επιλέγουμε το οπλισμένο σκυρόδεμα ως το κύριο υλικό δομής των εκκλησιών μας σήμερα, και όχι το τι είναι αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε μέσα από το υλικό αυτό.

Και αν το αντιστρέψω, ο τρόπος που σήμερα κτίζουμε τους ναούς μας είναι η έκφραση στον χώρο του τι εμείς οι ίδιοι είμαστε. Εκφράζει δηλαδή τον πολιτισμό του σήμερα, αν και έχω την υποψία πως αυτό γίνεται περισσότερο από άγνοια (ή και από «κεκτημένη ταχύτητα») παρά από (ενσυνείδητη) πρόθεση.

Άγνοια της ποιμένουσας Εκκλησίας για το τι είναι αρχιτεκτονική, αλλά και άγνοια των αρχιτεκτόνων / «ναοδόμων» για την γλώσσα των συμβόλων και την ιερή κοσμολογία, έτσι που να μπορέσουμε να εκφράσουμε μέσα από τα υλικά και την γλώσσα του σήμερα εκείνο που εκφράζει κάθε βυζαντινή εκκλησία· δηλαδή τον συμβολισμό του βυζαντινού ναού και το πώς το δόγμα μεταφέρεται και εκφράζεται στον χώρο.

Μα καλά, θα μπορούσε να πει κάποιος, γιατί αυτή η «γλώσσα του σήμερα», όπως το διατυπώνετε για την αρχιτεκτονική, να μην περάσει και στην μουσική, την αγιογραφία, την ενδυμασία των λειτουργών στην εκκλησία; Αν αυτό γίνει για την αρχιτεκτονική, τότε γιατί να μην γίνει και για τις υπόλοιπες εκκλησιαστικές τέχνες; Είναι ένα ερώτημα που έθεσα πολλές φορές στον εαυτό μου. Τι θα απαντούσαμε λοιπόν σε κάποιον ο οποίος θα μας έθετε αυτό το πολύ εύλογο ερώτημα;

Μα ο «εκσυγχρονισμός» έχει ήδη γίνει! είναι η απάντηση. Από την στιγμή που εντάξαμε στην κατασκευή το οπλισμένο σκυρόδεμα και τα σύγχρονα υλικά, έχουμε ήδη αποστασιοποιηθεί από τα πρότυπα τα οποία προσπαθούμε να αντιγράψουμε. Είναι ακριβώς όπως και η χρήση του φωτισμού στην εκκλησία. Δεν καταργήσαμε τα καντήλια στο τέμπλο ούτε τους πολυελαίους, αλλά τα αντικαταστήσαμε με λαμπτήρες που μιμούνται το χρώμα και την κίνηση της φλόγας ενός κεριού ή ενός καντηλιού.

Κάτι αντίστοιχο έγινε και στην αρχιτεκτονική. Δεν διαφοροποιηθήκαμε ως προς την μορφή, αλλά ως προς το υλικό. Η φλόγα έγινε λαμπτήρας που μιμείται την φλόγα ενός καντηλιού ή ενός κεριού· και το υλικό δομής των εκκλησιών μας έγινε σκυρόδεμα που μιμείται τις μορφές που προέκυψαν μέσα από την πέτρα και το τούβλο. Όση σχέση όμως έχει ο ηλεκτρικός λαμπτήρας μ’ ένα καντήλι με το λάδι μπροστά από την εικόνα ενός αγίου, άλλη τόση σχέση μπορεί να έχει και μια εκκλησία από σκυρόδεμα που μιμείται μια λίθινη κατασκευή!

Όσον αφορά το θέμα της αγιογραφίας, και ειδικότερα των τοιχογραφιών, δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν τα πλαστικά χρώματα που χρησιμοποιούνται κατά κόρον σήμερα έχουν τις ίδιες αρετές και την ίδια αξία όπως παλαιότερα η νωπογραφία. Γι’ αυτό ας μιλήσουν οι ειδικοί· οι αγιογράφοι.

Όσον αφορά την ενδυμασία (ιερά άμφια) και την μουσική (υμνογραφία) ευτυχώς εδώ το ύφασμα παραμένει ύφασμα και η ανθρώπινη φωνή παρέμεινε ανθρώπινη φωνή, παρά το ότι οι μικροφωνικές συσκευές, που χρησιμοποιούνται άκριτα και αχρείαστα πολλές φορές, αλλοιώνουν την ανθρώπινη φωνή και δημιουργούν ένα είδος βαβούρας αν δεν είναι πολύ καλής ποιότητας και στην σωστή ένταση.

Οπότε, συνοψίζοντας, αν θεωρούμε ότι το οπλισμένο σκυρόδεμα είναι ένα «παρακατιανό υλικό» που δεν του αξίζει να του δώσουμε την δέουσα σημασία και να δουλέψουμε δημιουργικά με αυτό, αλλά θα πρέπει να το κρύβουμε ή να αρνούμαστε την φύση και τις ιδιότητές του, καλύτερα ας το εγκαταλείψουμε και ας στραφούμε πίσω στην πέτρα και το τούβλο, κάτι πολύ πιο έντιμο και πολύ πιο συνεπές, το οποίο ταυτίζεται και με την ίδια την αλήθεια και την οντολογία του κτίσματος, έννοιες πολύ σημαντικές τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στον ορθόδοξο πατερικό λόγο.

 

Ναός Παναγίας Γοργοεπήκοου και Αγίου Ελευθερίου (Μικρή Μητρόπολη), Αθήνα, δεύτερο μισό 12ου αιώνα με αρχές 13ου αιώνα. @ Novello Adriano Alpago (Η Βυζαντινή Τέχνη στην Ελλάδα)

Και συνεχίζοντας για λίγο ακόμα την σκέψη μας όσον αφορά τα υλικά και την κατασκευή, ώστε να γίνουμε ακόμα πιο συγκεκριμένοι κι ίσως περισσότερο κατανοητοί, θα μπορούσαμε να πούμε και τα ακόλουθα:

Παλαιότερα, πριν την εμφάνιση του οπλισμένου σκυροδέματος, το βασικό υλικό δομής, ο φυσικός λίθος ή το τούβλο, λόγω του μεγέθους και του τρόπου που τα υλικά αυτά συν-αρμόζονταν μεταξύ τους, επέβαλλαν έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο δόμησης και ακολουθούνταν κάποιοι κανόνες που δύσκολα μπορούσες να παραβιάσεις. Η μορφή γεννιόταν αβίαστα μέσα από την δομή και την κατασκευή, έτσι που μορφή και κατασκευή να σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους. Το οπλισμένο σκυρόδεμα, αντίθετα, είναι τόσο εύπλαστο υλικό και τόσο δεκτικό στο πλάσιμο της μορφής του, έτσι που να μπορείς με αυτό να φτιάξεις σχεδόν τα πάντα· και να στέκουν.

Ας σκεφτούμε όλες τις Disney Land του κόσμου. Είναι κατασκευασμένες ως επί το πλείστον από οπλισμένο σκυρόδεμα, του οποίου η επιφάνεια έχει δεχτεί κάποιαν επεξεργασία ώστε να μοιάζει με πέτρα, να μοιάζει με τούβλο, να μοιάζει με μάρμαρο. Να γίνεται πύργοι, μεσαιωνικά κάστρα, παλάτια, καθεδρικοί ναοί· λιθόστρωτα και τοιχοποιίες πάσας μορφής και παντός είδους χρώματος και αποχρώσεως.

Χρησιμοποιώντας αυτό το παράδειγμα θέλω να καταδείξω αυτήν την διάσταση μεταξύ δομής /κατασκευής και μορφής, μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι», την οποία συναντάμε με διάφορες παραλλαγές στις περισσότερες κατασκευές που κτίζουμε σήμερα, μα που βρίσκει την πλήρη «έκφρασή» της στα θεματικά πάρκα τύπου Disney Land, σε ξενοδοχεία και χώρους τουρισμού και αναψυχής, αλλά, δυστυχώς, και στην σύγχρονη ορθόδοξη ναοδομία και γενικότερα τα εκκλησιαστικά κτίσματα, όπου το κτήριο ενώ είναι κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα μιμείται ή προσπαθεί να μιμηθεί τους τρόπους της πέτρας και του τούβλου.

Αυτό είναι το ένα άκρο· όπου η παράδοση αποκτά τέτοια σημασία και αυτοαξία που καταργείται η ίδια η φύση της αρχιτεκτονικής.
Υπάρχει όμως και το άλλο άκρο· που αφορά την κοινότητα των αρχιτεκτόνων, και ειδικότερα των αρχιτεκτόνων εκείνων που επιμένουν να ασκούν το επάγγελμά τους με εντιμότητα και ήθος, αντιστεκόμενοι στις ισοπεδωτικές δυνάμεις της αγοράς που ευνοούν τα όσα πιο πάνω προανέφερα.

Αγία Αικατερίνη, Θεσσαλονίκη, τέλη 13ου αρχές 14ου αιώνα. @ thessalonikiblog.com

Η αρχιτεκτονική της εποχής μας, ενώ έχει πετύχει μεγάλα επιτεύγματα, τόσο αισθητικά όσο και τεχνικά και κατασκευαστικά, βρίσκεται σε ένα συνεχές κυνήγι του καινοφανούς, του νέου και ριζοσπαστικού, του παράδοξου, αυτού που θα εκπλήξει και θα εντυπωσιάσει. Η «πρωτοτυπία» και το κυνήγι της πρωτοτυπίας είναι τόσο κυρίαρχα στον κόσμο της τέχνης και καλλιτεχνικής δημιουργίας σήμερα, ώστε στις πλείστες των περιπτώσεων να απορρίπτονται εκ των προτέρων η παράδοση, τα αρχέτυπα και τα σύμβολα, ως ξεπερασμένα, ως παρωχημένα, ως αχρείαστος και επικίνδυνος ρομαντισμός. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος επεισέρχεται η αισθητική και ο εξπρεσιονισμός της έκφρασης του εκάστοτε δημιουργού-αρχιτέκτονα, ξεχνώντας ή βάζοντας στο περιθώριο άλλους παράγοντες εξίσου σημαντικούς για την αρχιτεκτονική. Και αν ο συμβολισμός χρησιμοποιείται, οι αρχιτέκτονες ψάχνουμε για άλλα, δικά μας σύμβολα, αποκόπτοντας έτσι την αρχιτεκτονική από τα αρχέτυπα και την ιερή κοσμολογία.

Αν στην κοσμική αρχιτεκτονική αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, και ειδικότερα στην αρχιτεκτονική των ναών μας, αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό, διότι αρχιτέκτονες με δημιουργικές ικανότητες δεν μπορούν, ακόμα και αν τους διδόταν η ευκαιρία, να ανταποκριθούν εξίσου καλά, όπως και με ένα οποιοδήποτε άλλο κτήριο, στους «όρους εντολής του εργοδότη», υπηρετώντας ταυτόχρονα και την τέχνη και την επιστήμη της αρχιτεκτονικής και παραμένοντας δημιουργικοί.

Ο ορθολογισμός της εποχής μας και ο γνωστικός τρόπος αντίληψης του κόσμου έχουν αποκόψει την αρχιτεκτονική από την δύναμη της ιερής κοσμολογίας, των αρχετύπων και των συμβόλων, χωρίς όμως ποτέ αυτά να εκλείψουν, διότι είναι συνυφασμένα με τον ίδιο τον ψυχισμό του ανθρώπου. Η συμβολική του Σημείου, του Σταυρού και του Κέντρου, όσο και αν αλλάξει ο τρόπος που σκεφτόμαστε, πάντα θα έχουν καταλυτική δύναμη στην αντίληψη του χώρου από τον άνθρωπο. Η ανωδομή πάντα θα παραπέμπει στην έννοια του ουρανού, όσο και αν η επιστημονική γνώση μάς ωθεί να ξεχάσουμε τις έννοιες του «πάνω» και του «κάτω», ή όταν ξέρουμε ότι ο ουρανός απλώνεται προς «όλες τις κατευθύνσεις». Τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και οι συμβολισμοί τους –ως γέννηση, ζωή, θάνατος– πάντα θα έχουν δραστική επίδραση στον άνθρωπο.

Όπως και το φως, πάντα θα ταυτίζεται με το καθαρό, το αγνό και το πνεύμα. Ο κατακόρυφος άξονας πάντα θα συνδέει το πάνω με το κάτω, τον ουρανό με την γη… Πού θέλω να καταλήξω: Αρχιτέκτονες και ποιμένουσα Εκκλησία θα πρέπει κάποια στιγμή να ξαναθυμηθούμε την ιερή κοσμολογία, τα ιερά σύμβολα και τα αρχέτυπα, έτσι ώστε να αποδεσμευτούμε από την δυναστεία των επιμέρους μορφών και το ιδιόλεκτο της κάθε εποχής για να μπορέσουμε έτσι να ξαναμπούμε σε μια νέα δημιουργική αναζήτηση που θα μας επιτρέψει να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το άφησαν οι προηγούμενοι. Η στείρα και μηχανιστική αντιγραφή από την μια, και η άγνοια ή η αδιαφορία για την ιερή κοσμολογία και την γλώσσα των συμβόλων και των αρχετύπων από την άλλη, είναι οι κύριοι λόγοι που έχουν οδηγήσει σε ρήξη τους σύγχρονους ναούς με την αρχιτεκτονική, και την ναοδομία με την καλώς νοούμενη «αρχιτεκτονική πρωτοπορία».

Χρειαζόμαστε ταπεινούς, δεκτικούς και φωτισμένους εκκλησιαστικούς ποιμένες, αλλά και ταπεινούς και με πνευματικότητα και λειτουργική ζωή – και όχι μόνο δεξιοτεχνία – αρχιτέκτονες.

Όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, είμαι σίγουρος ότι θα επέλθει μια νέα εποχή για την αρχιτεκτονική των εκκλησιών μας.

  1. Διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στην Φιλοσοφική Εταιρεία Κύπρου στις 21/11/2024 με τον ίδιο τίτλο. Για σκοπούς δημοσίευσης έχουν προστεθεί οι παραπομπές και έχει γίνει κάποια περαιτέρω επεξεργασία στο λεκτικό του κειμένου.
  2. Γιάννης Αγησιλάου, Μελετήματα Σύγχρονης Ορθόδοξης Ναοδομίας, DOMa, Αθήνα 2024.
  3. Ως βασικό βοήθημα για τα όσα εδώ διατυπώνονται και αφορούν την γλώσσα των συμβόλων και την ιερή κοσμολογία αποτέλεσε η διατριβή του Γιώργου Α. Προκοπίου Ο κοσμολογικός συμβολισμός στην αρχιτεκτονική του βυζαντινού ναού, Πύρινος Κόσμος, Αθήνα 2χ.χ.
  4. Ό.π., σ. 29.
  5. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος που ο άγιος Σωφρόνιος αγιογραφεί την οροφή της εκκλησίας του αγίου Σιλουανού στην Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας. Όταν παρέλαβε το κτίσμα για να το μετατρέψει σε εκκλησία, αυτό δεν είχε ούτε τρούλλο, ούτε κόγχη ιερού. Αντί του ημισφαιρίου/τρούλλου (που δεν υπήρχε στο κτίσμα που παρέλαβε) χρησιμοποιεί το σχήμα του κύκλου για έκφραση του ουρανού, είτε μέσα από (συνειδητή) γνώση των συμβόλων, είτε από διαίσθηση και θείο φωτισμό, ως επανεύρεση του αρχετυπικού αυτού σχήματος ως συμβόλου του ουρανού.
  6. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. (Β’ Κορ. 12,2).

  7. Τα όσα εδώ διατυπώνονται είναι το αποτέλεσμα περισσότερο εμπειρικής και βιωματικής σχέσης με την αρχιτεκτονική (συμπεριλαμβανομένων και των διαφόρων αναγνωσμάτων), παρά στοχευμένης έρευνας, οπότε μού ήταν σχεδόν αδύνατον να προσδιορίσω ποιο είναι «πρωτογενές υλικό» και τι προκύπτει μέσα από τα διάφορα αναγνώσματα ή άλλα επιστημονικά συγγράμματα. Εντούτοις, θα μπορούσα εδώ ν’ απαριθμήσω κάποια κείμενα που μπορώ πιο εύκολα να θυμηθώ και που νιώθω να με έχουν επηρεάσει βαθύτατα ως προς την σχέση μου με το αντικείμενο και όχι μόνο. Πέραν από τα διδακτικά συγγράμματα και τις φοιτητικές μου σημειώσεις, όπου ανατρέχω συχνά σε αυτά, αναφέρω μόνο ενδεικτικά τα ακόλουθα: Philip Sherrard, Το ιερό στη ζωή και στην τέχνη, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, Ακρίτας, Αθήνα 1994· Γιώργος Α. Προκοπίου, Ο κοσμολογικός συμβολισμός στην αρχιτεκτονική του βυζαντινού ναού, Πύρινος Κόσμος, Αθήνα 2χ.χ.· Παναγιώτης Μιχελής, Αισθητική Θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης, Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, Αθήνα 2001 (αρχική έκδοση: 1946)· Οσίου Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικά, εκδ. Μαρίας Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2016 (φωτοτυπική ανατύπωσις της εκδόσεως 1871)· Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄ – Στ΄, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 92005,

  8. 72007, 72007, 82007, 2006, 22012 αντίστοιχα· Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 152018. Όλο το έργο του Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ περισσότερο από κάθε άλλο πατερικό κείμενο, καθώς είναι σύγχρονος μας άγιος, αλλά και γιατί ήταν καλλιτέχνης (ζωγράφος) στην κατά κόσμον ζωή του, άρα και με ευαισθησίες που εμπίπτουν στα θέματα που μας απασχολούν.

  9. [1]  Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και Εμπειρία κατά τον γέροντα Σωφρόνιο, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 32012.

  10. Ό.π., σ. 105. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η σχέση της αρχιτεκτονικής με την θεωρία της αρχιτεκτονικής;  Όσο εμβαθύνουμε στην αρχιτεκτονική αναπόφευκτα δομούμε και έναν τρόπο σκέψης και αντίληψης των πραγμάτων μέσα από την ίδια την εμπειρία και το βίωμα, όπου στην συνέχεια ανάγονται σε «θεωρία».  Ό.π., σ. 68. [1]  Ό.π., σ. 78.
  11. Κάτι τέτοιο δεν εκφράζουν και οι κυκλικοί χοροί των Ελλήνων, όπου ενώ όλοι βρίσκονται πιασμένοι χέρι-χέρι σχηματίζοντας έναν κύκλο, στην συνέχεια ο καθένας βγαίνει από τον κύκλο και χορεύει μόνος του, χωρίς όμως ποτέ να πάψει να είναι μέρος του συνόλου;
  12. Συνήθως ξεχνάμε ή δεν συνειδητοποιούμε καν ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του ο Παρθενώνας υπήρξε χριστιανικός ναός αφιερωμένος αρχικά στην Αγία Σοφία και στην συνέχεια στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Ο ναός της παρθένου Παλλάδος, και στην συνέχεια της Θεοτόκου Παρθένου, με την τριμερή διάρθρωσή του και με την διπλή κιονοστοιχία στο εσωτερικό του, σχετικά εύκολα μετατράπηκε σε τρίκλιτη βασιλική και προσαρμόστηκε στις λατρευτικές ανάγκες μιας εκκλησίας με την προσθήκη της κόγχης του ιερού και του ιερού βήματος στην ανατολή. Έχει επίσης ενδιαφέρον το ότι δεν υπήρξαν ριζικές αλλαγές στο εξωτερικό του και τα αετώματα αφέθηκαν ως είχαν (ούτε καν σκεπάστηκαν). Σε αντίθεση με την γενική εντύπωση που επικρατεί, στην περίπτωση αυτή οι Χριστιανοί έδειξαν έμπρακτα τον απαιτούμενο σεβασμό απέναντι στο ιστορικό αυτό μνημείο της κλασσικής αρχαιότητας.
  13. Ίσως να έχει ενδιαφέρον να ξαναθυμηθούμε ότι η Ανάσταση στην βυζαντινή αγιογραφία απεικονίζεται με την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη. Επίσης, στην Παναγία Ποδύθου για παράδειγμα (βυζαντινό μνημείο του 1502 που ανήκει στον κατάλογο μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO στο χωριό Γαλάτα – Κύπρος), η Ανάσταση (εις Άδου Κάθοδος) απεικονίζεται στον δυτικό τοίχο του ναού, πάνω από την κύρια είσοδο μπαίνοντας από την κλειστή στοά στον κυρίως ναό (στον «νάρθηκα» κοιτάζοντας ανατολικά).
  14. Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. (Κατά Ιωάννην 14:8-10).
  15. Θυμάμαι τον καθηγητή μας Αργύρη Πετρονώτη στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. που μας έλεγε ότι ο Παρθενώνας αποτελεί το «Ω» μίας πορείας που οδηγεί εξελικτικά στην τελειοποίηση της εξωτερικής μορφής και το «Α», δηλαδή την αφετηρία, μιας άλλης πορείας για δημιουργία εσωτερικού χώρου, η οποία ολοκληρώνεται με την Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, και έχοντας ως ενδιάμεσο σταθμό το Πάνθεον της Ρώμης. Στον Παρθενώνα, για πρώτη φορά στο εσωτερικό του ναού, παρατηρείται η δημιουργία μιας εσωτερικής κιονοστοιχίας σε σχήμα «Π», σαν μια αγκαλιά που περιβάλλει το λατρευτικό άγαλμα.
  16. Έχω την αίσθηση ότι κάθε νέα αλλαγή φέρνει ολοένα και μεγαλύτερες ταχύτητες, γρηγορότερους ρυθμούς, περαιτέρω συμπίεση του χρόνου. Ο άνθρωπος του σήμερα ζει μέσα σ’ ένα καθημερινό άγχος «να προλάβει τον χρόνο» και αυτό θα συνεχίζεται όσο η τεχνολογία εξελίσσεται και προχωρά, έτσι που ο άνθρωπος να πρέπει να θέσει ο ίδιος τους δικούς του ρυθμούς αν θέλει να ελέγξει τον χρόνο. Ένα από τα στοιχεία που με ελκύουν (και πάντα με έλκυαν) στην εκκλησιαστική και πνευματική ζωή είναι το ότι ο (κοσμικός) χρόνος παύει να ισχύει όπως τον ξέρουμε. Το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον αποκτούν άλλες διαστάσεις και ο χρόνος διαφορετικό νόημα. Αυτή η βίωση του χρόνου πέραν από τον μετρήσιμο χρόνο των ρολογιών, αυτό το άνοιγμα προς το παρελθόν και το μέλλον έτσι που να καθίστανται και αυτά «παρόν», αυτή η διάσπαση της γραμμικής ροής του χρόνου είναι στοιχεία που η Εκκλησία ανέκαθεν είχε και που θα πρέπει να διαφυλάξει, όσο και αν οι ανάγκες σπρώχνουν να μπει και αυτή η ίδια μέσα στους ρυθμούς και την δίνη του σύγχρονου κόσμου.
  17. Ευτυχώς αυτή η πρακτική, που την συναντούσαμε πολύ συχνά παλαιότερα, φαίνεται να υποχωρεί και όσο περνά ο καιρός την συναντούμε όλο και σπανιότερα.