Περί “φρυκτωριών” λόγος παράλληλος

Ι. Ναός Αρχαγγέλου. (Πεδουλάς). Δυτική άποψη

Χάρης Φεραίος
Διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας τού ΕΜΠ

 

Λόγος πρώτος

Θέλοντας να ερμηνεύσει ο Παναγιώτης Μιχελής, (η μεγαλύτερη διάνοια στον χώρο τής αποφατικής φιλοσοφικής αισθητικής, που είχαμε την τύχη να γεννηθεί ποτέ στον τόπο μας) τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που κρίνει το έργο τής τέχνης, ένας καλλιτέχνης και ένας θεωρητικός τής τέχνης, λέει ότι ο πρώτος πλεονεκτεί διότι ως αληθινός καλλιτέχνης σκέφτεται συνάμα και με την διαίσθηση. Και πολλές φορές η διαίσθηση τού καλλιτέχνη συλλαμβάνει έννοιες και αισθήματα, που και το πιο δυνατό θεωρητικό μυαλό αδυνατεί να συλλάβει.

Ο λόγος γίνεται για ένα πρόσφατα εκδοθέν σύντομο βιβλίο από τον συνάδελφο αρχιτέκτονα Ζήνωνα Σιερεπεκλή, με τον (παράδοξο) τίτλο «Τρεις φρυκτωρίες και μια εικασία».1* Τρεις φρυκτωρίες ο συγγραφέας ονομάζει βεβαίως τρία σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα, τού ελληνικού πολιτισμού: Τον Παρθενώνα, την Αγια-Σοφιά τής Πόλης, και από την ξυλόστεγη φραγκοβυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική τής Κύπρου (στο Τρόοδος κυρίως), όχι ένα συγκεκριμένο έργο της, αλλά την ίδια ως σύνολο. Και όχι τυχαία! (Πιο κάτω θα εξηγήσω και το γιατί.) Σημειώνω εκ προοιμίου ότι και οι τρεις φρυκτωρίες είναι έργα θρησκευτικής αρχιτεκτονικής.

Σημειώνω ακόμα ότι δεν είναι σκοπός τού παρόντος κειμένου να κάνει βιβλιοπαρουσίαση εκείνης τής έκδοσης, ούτε καν βιβλιοκριτική τού έργου, ή τής κριτικής ανάλυσης τών συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών έργων που κάνει στο βιβλίο αυτό, το πολύ σημαντικό βεβαίως, ο συγγραφέας. Άλλωστε ο ίδιος σπεύδει να το δηλώσει από την αρχή-αρχή, στην εισαγωγή τού βιβλίου, ότι το περιεχόμενό του προορίζεται «να κινήσει το ενδιαφέρον και σε ένα μη ακαδημαϊκό κοινό». Αποτελεί περισσότερο μια συναισθηματικά φορτισμένη, ποιητική αν μού επιτρέπεται ο όρος, αναφορά στα μεγάλα εκείνα έργα τής ελληνικής δημιουργίας, που, όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας, (και) από την ποίηση «πυροδοτείται η σκέψη και η αισθητική εμμονή του»!

Πού λοιπόν ευρίσκεται το «πολύ σημαντικό» τού βιβλίου, που πιο πάνω επισημάναμε Ο συγγραφέας κάνει ήδη ένα αδιόρατο υπαινιγμό για «το άυλο μυστικό νήμα που συνδέει» τον Παρθενώνα, την Αγια-Σοφιά και τους ξυλόστεγους ναούς. Γι’ αυτό λοιπόν το «άυλο μυστικό νήμα», που συνδέει όμως όχι μόνο τον παρθενώνα με την Αγια-Σοφιά, αλλά όλους τους πολιτισμούς που παρήγαγε στις πέντε τελευταίες χιλιετίες παρουσίας του στην ιστορία ο ελληνικός τρόπος (τού βίου βεβαίως) είναι που θα επιχειρήσει να μιλήσει αυτό το άρθρο.

Το είπαμε και άλλοτε, με τηλεγραφική όμως συντομία θα το επαναλάβομε και τώρα: Η Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε τέσσερις μεγάλους πολιτισμούς, τον Μινωικό τον Μυκηναϊκό τον Κλασικό και τον (καλούμενο) Βυζαντινό, για να μην αναφέρω ως ξέχωρο και τον Αιγαιοπελαγίτικο, το «πατέρα» όλων. Το σημαντικό βέβαια γι’ αυτό τον ελληνικό τρόπο, δεν είναι απλώς οι τέσσερις πολιτισμοί, αλλά, γεγονός που αποτελεί και την ιδιοτυπία του, είναι ότι ο κάθε μεταγενέστερος πολιτισμός πηγάζει από τον προγενέστερο. Ακριβέστερα, αποτελεί εξέλιξη τού προηγούμενου! Ο δε τρόπος αυτής τής εξέλιξης, αποτελεί και αυτή την ιδιοπροσωπία τού ελληνικού φαινομένου στην ιστορία τών πολιτισμών. Και όλα άρχισαν από τον τρόπο που γεννήθηκε ο τρίτος, ο Κλασικός πολιτισμός. Αναγκαστικά λοιπόν θα αναφερθούμε σ’ αυτό, με πάσα βέβαια συντομία.

Από την μήτρα λοιπόν εκείνου του Αιγαίου, γεννήθηκε την 3η χιλιετία π.Χ., ένας λαμπρός εύθυμος αριστοκρατικός πολιτισμός κομψότητας και χάρης, ο Μινωικός. (Εικ. 1) Μακροβιότατος πολιτισμός, που άκμασε μέχρι το τέλος σχεδόν τής 2ης π.Χ. χιλιετίας. Τότε είναι που άρχισαν και την κάθοδό τους στα νότια τής χώρας, που αργότερα ονομάστηκε Ελλάδα, προερχόμενα από τους πιο απομακρυσμένους χώρους της, βόρεια πάλι τού Αιγαίου, τα καλούμενα ελληνόφωνα φύλα, με πρώτο ενδεχομένως εκείνο τών Αχαιών. Τα φύλα αυτά ερχόμενα δεν έφεραν μαζί τους καμιά τέχνη! Έφεραν όμως κάτι άλλο, σημαντικό καθότι παντοδύναμο: Μια γλώσσα «μαθηματική», αν επιτρέπεται η έκφραση. Γλώσσα εκπληκτικής ακρίβειας νοημάτων, και καθοριστικής νοηματοδότησης λέξεων, γλώσσα καθηλωτικής ακρίβειας. Γλώσσα τέλος αυστηρής αρχοντιάς!

Τα φύλα αυτά λοιπόν, προσέλαβαν τον Μινωικό πολιτισμό που βρήκαν να ακμάζει, «πειραματίστηκαν» σ’ αυτόν, και τον ανέπλασαν (όχι αναμόρφωσαν!) δημιουργώντας έτσι τον Μυκηναϊκό, τον δεύτερο δηλ. στη σειρά ελληνικό πολιτισμό. Ο οποίος υπήρξε όμως και ο πιο βραχύβιος, όχι βέβαια τυχαία. Γεγονός που ερμηνεύεται βεβαίως από την ίδια τη φύση τού ελληνικού τρόπου, που και τον δημιούργησε.

Λόγος δεύτερος

Τα ελληνόφωνα φύλα κατερχόμενα στη νότια ελληνική χώρα, υιοθέτησαν, είδαμε, τον Μινωικό πολιτισμό, και τον ανέπλασαν σε Μυκηναϊκό. Σύντομα όμως το αντιλήφθηκαν, πως ό,τι ως τότε δημιούργησαν δεν ήταν αντάξιο, ούτε τού Μινωικού πολιτισμού τής χάρης που βρήκαν ερχόμενοι, αλλά ούτε και τής παντοδύναμης αυστηρής γλώσσας που οι ίδιοι κόμισαν. Γι’ αυτό, τελευτώσης τής χιλιετίας εκείνης, όταν πια κατέφθασε, τελευταίο, αλλά και αυστηρότερο όλων φύλο, οι Δωριείς, τέθηκε και τυπικά τέρμα στο μυκηναϊκό πείραμα πολιτισμού, περιήλθαν πάντες, αυτόχθονες και ελθόντες, στην γόνιμα σιωπή τής συλλογής, τριών, ειρήσθω, μακρών αιώνων2* αναζήτησης. Αναζήτησης προφανώς τού «αληθούς»: Μέτρησαν δηλ, στην γόνιμη εκείνη σιωπή, τι μεγάλο βρήκαν ερχόμενοι, τι μέγιστο κόμιζαν εκείνοι, και από την σύνθεση (επανάληψη «σύνθεση») τών δύο, ξεπρόβαλε φωτεινό μετέωρο ο Όμηρος τον 8ο αιώνα, ως εξάγγελος βεβαίως νέου (τού τρίτου) πολιτισμού στον ελληνικό κόσμο: Τού Κλασικού! (Εικ. 2)

Ο Κλασικός αυτός πολιτισμός, μη το λησμονούμε, δεν είναι πολιτισμός που γεννήθηκε εκ τού μηδενός. Αποτελεί αντίθετα μιαν εντυπωσιακή σύνθεση τών δύο, τής Μινωικής κομψότητας και χάρης, και της αυστηρής λογικής που γεννά την ελληνική γλώσσα, αλλά και τής λογικής που γεννάει η ελληνική γλώσσα! Γι’ αυτό και σε ολόκληρη τη ζωή τού Κλασικού πολιτισμού, συνυπάρχοντα κυριαρχούν στον ελληνικό κόσμο, τόσο το Δωρικό στοιχείο, συμβολικό τής ελληνικής γλώσσας, όσο και το Ιονικό τής εκλεπτυσμένης μινωικής χάρης. (Συντριπτικό παράδειγμα, η συνύπαρξη Παρθενώνος και Ερεχθείου στην Ακρόπολη τών Αθηνών!) Ο δυαδισμός αυτός, Δωρικού και Ιονικού, ως ύφος πια θα συνοδεύσει συνάμα χαρακτηρίζοντάς τον, τον ελληνικό τρόπο, σε όλη τη διάρκεια τού ελληνικού βίου αυτού τού έθνους, μέχρι και τις πιο πρόσφατες φάσεις του στην τουρκοκρατία… Πράγμα, επισημαίνω, το οποίο θα βρούμε χαρακτηριστικό πιο κάτω.

Προλαβαίνοντας, πρέπει να υπενθυμίσομε το ουσιώδες: Το αποτέλεσμα τριών («σκοτεινών») αιώνων αναζήτησης τού αληθούς από τον ελληνικό κόσμο, το τραγούδησε μεν, όπως είπαμε ο Όμηρος, αλλά εκείνος που το όρισε ως πρωταρχή εκείνου τού κόσμου, είναι ο Ηράκλειτος, προσωκρατικός φιλόσοφος τής Εφέσου, με τη συντριπτική ρήση για ό,τι καλείται «κατ’ αλήθειαν ζην»: Αληθεύομε όταν κοινωνούμε, ενώ αν ιδιάσομε ψευδόμεθα!3* Έκτοτε το να αληθεύει ο βίος, υπήρξε αιτία θεμελιακή, και τρόπος γενεσιουργός τού ελληνικού βίου. Και (ελληνικότατο δε) αληθεύει αυτός ο βίος,4* όταν κοινωνείται! Γι’ αυτό και όσες φορές έπαψε να κοινωνείται ο βίος, η Πόλις παρήκμασε. Με κυρίαρχο παράδειγμα το «ιδιάζειν» (ο ατομικισμός, τα …«ατομικά δικαιώματα») τών σοφιστών,5* που οδήγησε στην πρώτη παρακμή τής Ελληνίδας πόλης, λεγόμενη Πελοποννησιακός Πόλεμος. Δεν θα ήταν αλήθεια άστοχο να υπομνήσομε, ότι ο τρίτος εκείνος ελληνικός πολιτισμός δεν καταργήθηκε από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. στην Κόρινθο. Είχε ήδη καταργήσει εαυτόν, όταν στην πόλη υιοθετήθηκε ο ατομικισμός (ιδιάζειν) τών υπηκόων πια (όχι πολιτών), όταν δηλ. καταργήθηκε το «κοινωνείν» τών ποτέ πολιτών της!6*

Αυτή ειδικά όμως, η εσώτερη -ως αρχέγονο θεμέλιο- αρετή τού ελληνικού τρόπου, η αναζήτηση δηλ. τού αληθούς, είναι που έμελλε να γεννήσει και νέο, τον τέταρτο, μακροβιότατο επίσης, πολιτισμό! Αυτό έγινε στις αρχές τής πρώτης μ.Χ. χιλιετίας: Στην εσχατιά τής πρώτης π.Χ. χιλιετίας, ο ελληνικός κόσμος είχε φτάσει σε έσχατο όριο πνευματικής παρακμής! Σε βαθμό, που έμοιαζε φαντασιακή η πιθανότητα επιβίωσής του ως ιστορικού λαού. Όντως: Αφότου είχε αντικαταστήσει το (πολιτικό) άθλημα τού «κοινωνείν» με το σοφιστικό …«δικαίωμα» τού «ιδιάζειν», έγινε δηλ. άτομο, (και διαλυμένο, κατά τον Θεόδωρο Ζιάκα) κατέληξε πια να ενσαρκώνει τον αποκρουστικό τύπο τού «γραικύλου», τών ρωμαϊκών χρόνων…

Ακόμη και στα έσχατά του όμως, εκείνος ο ποτέ ιστορικός λαός, εξακολουθούσε, ως νοσταλγία έστω, να διατηρεί στο θυμικό του την ανάγκη αναζήτησης τού αληθούς. Γι’ αυτό λοιπόν, κι όταν, στις αρχές τής επόμενης χιλιετίες, ο Χριστός κόμισε ένα νέο τρόπο αναζήτησης τής αλήθειας, ως λαός «έχων ώτα ακούειν», και τον «άκουσε» και τον υιοθέτησε! Απ’ αυτή την «υιοθεσία» είναι που γεννήθηκε ο τέταρτος ελληνικός πολιτισμός, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Λόγος έσχατος

Μακρηγορήσαμε ίσως, εντοπίσαμε όμως, νομίζω, το καίριο: Πως κεντρική αρετή τού ελληνικού κόσμου, υπήρξε ανέκαθεν η ικανότητά του, όχι απλώς να υιοθετεί ό,τι φαίνεται ίσως «ξένο», αληθές εντούτοις, αλλά και να το αναμορφώνει έτσι που να το κάνει σύμφωνο με ό,τι αποτελεί δικό του «τρόπο»7*: Αναμόρφωσε, όταν το αποδέχτηκε ως αληθές, το Μινωικό, που εκ πρώτης όψεως ήτανε «ξένο». Από σύνθεση δε τών δύο, γεννήθηκε τρίτο, ο Κλασικός πολιτισμός! Το ανάλογο λοιπόν έγινε, όπως υπαινιχθήκαμε ήδη, στις αρχές τής πρώτης μ.Χ. χιλιετίας: «Άκουσε» ο ελληνικός κόσμος το άγγελμα8* τού Χριστού για τον «νέο τρόπο αναζήτησης τής αλήθειας», τον έκρινε ως αληθή και τον υιοθέτησε! Μετά την «υιοθεσία» εκείνη, περιήλθε ξανά στη γνώριμή του συλλογή, σιωπώντας πάλι για τρεις αιώνες, ώσπου με την έλευση και τών μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων-Πατέρων (Βασιλείου, Γρηγορίων, -Νύσσης και Ναζιανζού- και Χρυσόστομου) στις αρχές τού τέταρτου αιώνα, προέκυψε από σύνθεση με την ελληνική φιλοσοφία, ως νέα πρότασή του, εκείνος ο Χριστιανισμός! (Ο οποίος, ειρήσθω, υπήρξε έκτοτε ελληνική υπόθεση ως Ορθοδοξία…) Από το κοσμοϊστορικό εκείνο γεγονός, γεννήθηκε λοιπόν και τέταρτος ελληνικός πολιτισμός τής Ρωμανικής κοσμοπολιτείας, ο (καλούμενος9*) Βυζαντινός.

Πολιτισμός φυσικά που ως δημιούργημα ελληνικού τρόπου, και παρότι ενταγμένος στην διαλεκτικά αντίθετη «κοσμοθεωριακή» κατηγορία τών Κλασικών χρόνων, (τού Ωραίου) σ’ εκείνη τού (κατά Λογγίνον) Υψηλού, διατήρησε στην έκφρασή του ακμαίο, ό,τι χαρακτήριζε ως ιδιοπροσωπία τον ελληνικό κόσμο! Κυρίαρχο βεβαίως, εκτός από το ελληνότροπο αίσθημα τού μέτρου, και το δυαδικό Ιωνικού-Δωρικού στοιχείου. Με μόνη διαφορά, ότι στον “Βυζαντινό” πολιτισμό δεν συνυπάρχουν τα δύο, όπως συνέβαινε στον Κλασικό, αλλά εξελίσσονται σταδιακά ως ύφος: Από το Δωρικό τής Αγια-Σοφιάς, στο Ιωνικό τής Καπνικαρέας και τής Γοργοεπηκόου! Και αυτό είναι το «πολύ σημαντικό» στο βιβλίο τού Σιερεπεκλή που στην αρχή υπαινιχθήκαμε: Ότι με τη διαισθητική διάνοια τού καλλιτέχνη ο συγγραφέας τών «φρυκτωριών», διάγνωσε την εσωτερική σχέση τών δυο ελληνικών πολιτισμών, στη φράση του για «το άυλο μυστικό νήμα που συνδέει» τον Παρθενώνα, με την Αγια-Σοφιά! (Εικ. 3) Μένει λοιπόν να δούμε και τι συνδέει τις δυο αυτές «φρυκτωρίες», με τη ξυλόστεγη φραγκοβυζαντινή αρχιτεκτονική τής Κύπρου. Ιδού:

Στην ιστορία τής τέχνης διακρίνονται ξεχωριστές, η «μεγάλη τέχνη» και «λαϊκή». Η μεγάλη αποτελεί την έκφραση τού πνεύματος μιας εποχής. Η λαϊκή τέχνη αντίθετα, αποτελεί την έκφραση τού πνεύματος ενός τόπου. Εμφανίζεται η λαϊκή τέχνη άλλοτε πριν από τη μεγάλη αποτελώντας τον πρόδρομό της. Όταν δηλ. ο πολιτισμός ενός λαού ωριμάσει, έρχεται η μεγάλη τέχνη, ως ενδότερη κοινωνική ανάγκη να τον εκφράσει με το έργο της, τού οποίου η μορφή είναι η εξέλιξη τών μορφών τής λαϊκής τέχνης που προηγήθηκε. Άλλοτε πάλι έπεται τής μεγάλης τέχνης, την οποία όμως συντηρεί, αναπλάθοντας μορφικά τα στοιχεία της.

Στον ελληνικό κόσμο ιδιαίτερα, η λαϊκή τέχνη εμφανίζεται και στις δυο μορφές της, έτσι που μαζί με τη μεγάλη να δημιουργούν μια διαλεκτική εξέλιξη μοναδική στην ιστορία τού πολιτισμού. Τι άλλο είναι η κλασική τέχνη τής αρχαίας Ελλάδας, αν όχι σταδιακή εξέλιξη τής τέχνης τού λαού που προηγήθηκε; Δεν είναι η μορφή τού Παρθενώνα, μεταφερμένη στην πέτρα, η μορφή τού ξύλινου Μεγάρου, που κι αυτό ήταν η εξέλιξη τής λαϊκής οικίας τών Ελλήνων; Και τι άλλο είναι η λαϊκή αρχιτεκτονική τής Μακεδονίας, αν όχι συντήρηση τής μεγάλης τέχνης τού Βυζαντίου που προηγήθηκε; Και τι η Αιγαιοπελαγίτικη, αν όχι συντήρηση και των δυο πολιτισμών που προηγήθηκαν; Είναι, ακόμα, σημαντική η «αποστολή» τής λαϊκής τέχνης και κατά τούτο: Ότι συντηρεί τα στοιχεία τού μεγάλου πολιτισμού, (που ολοκλήρωσε τον κύκλο τής προσφοράς του) ως να ωριμάσει για τη γένεσή του ο επόμενος πολιτισμός. Η λαϊκή τέχνη δηλ. καλείται να διαφυλάξει «εν υπνώσει» ό,τι δεν μπορεί, λόγω τής «κόπωσης» πια, να εκφράσει η μεγάλη τέχνη.10*

Τη συγκεκριμένη αυτή αποστολή στον ελληνικό κόσμο είναι που ανέλαβε η Κύπρος στο τέλος τού 13ου αιώνα και εντεύθεν, με την, όπως την απεκάλεσε ο γράφων, «ξυλόστεγη φραγκοβυζαντινή αρχιτεκτονική». Και μάλιστα με διπλό ρόλο: Τόσο τής συντήρησης τού βυζαντινού ύφους τής εποχής,11* όσο και τής δικαίωσης τής ελληνικής αρετής, θεώρησης ως εθνικού τού αληθούς, κι ας είναι «ξένο»12* προς τον δικό του τρόπο, και αναμόρφωσής του στο ελληνικό ύφος. Ρόλο που τον χειρίστηκε αριστοτεχνικά, και μέχρι «τέλους», (με την έννοια τής τελείωσης) ο κύπριος λαϊκός τεχνίτης, που ήταν συνάμα και βυζαντινός κοσμοπολίτης. (Εικ. 4)

Και είναι η ξυλόστεγη αυτή φραγκοβυζαντινή αρχιτεκτονική τής Κύπρου, η τρίτη «φρυκτωρία» τού ελληνικού κόσμου, που διαισθητικά, πλην ορθότατα λέει ο γράφων, ως καλλιτέχνης διείδε συνδεόμενη με τις δυο πρώτες, ο Ζήνων Σιερεπεκλής. Εύγε!

 


 

  1. Μια διευκρινιστική παρένθεση σ’ αυτό, θα είναι νομίζω χρήσιμη: «Φρυκτωρία» στην Αρχαιότητα και ακολούθως στο Βυζάντιο λεγόταν η μετάδοση με πυρσούς σε μεγάλες αποστάσεις μηνυμάτων. Π.χ. η πτώση τής Τροίας αναγγέλθηκε στις Μυκήνες με εκπληκτική ταχύτητα, καθώς ανάβονταν από ύψωμα σε ύψωμα, ορατοί δηλ. σε μεγάλη απόσταση, πυρσοί, οι φρυκτωρίες. Αργότερα, στο Βυζάντιο κυρίως, επεκράτησε να λέγεται φρυκτωρία η πνευματική λάμψη και πνευματική ακτινοβολία. Εξ ου και ο τίτλος στο βιβλίο.
  2. Καλούμενη από τους ιστορικούς «οι σκοτεινοί αιώνες»!
  3. Και η πλήρης φράση, στη γλώσσα τού Ηρακλείτου: “διὸ καθ᾿ ὅ τι ἂν…κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα”
  4. Και για τον ελληνικό τρόπο, οφείλει να αληθεύει ο βίος! Αλλιώς είναι ανάξιο να τον ζει κανείς… Εκτός αν ζει ως βάρβαρος!
  5. Πόσο κωμικό αλήθεια φαντάζει το κενολόγημα, τής κατ’ εξακολούθηση δυτικής «παρεξήγησης», ότι στην Αθήνα γεννήθηκαν τα ατομικά «ανθρώπινα δικαιώματα»… Εκεί με άλλα λόγια όπου το ιδιάζειν εθεωρείτο «ψεύδος»! Και βέβαια πόσο τραγικό να επαναλαμβάνεται αυτό από νεοέλληνες μεταπράτες…
  6. Πρέπει να υπενθυμίσω ότι το 334 π.Χ. ακόμα, στην θυελλώδη εκείνη εκστρατεία του στον κόσμο ο Αλέξανδρος, δεν επειγόταν να εγκαταστήσει φρουρές στις χώρες που κατακτούσε, αλλά να ιδρύει Ελληνίδες πόλεις! Και ήταν μόνο 22 χρόνων. Έλληνας εντούτοις.
  7. Κάτι είπε γι’ αυτό, αιώνες αργότερα, και ο όντως εθνικός ποιητής, ο Διονύσιος Σολωμός.
  8. Άγγελμα, και όχι βέβαια ηθικός κώδικας! Εξ ου και στην ελληνική γλώσσα, η διδασκαλία τού Χριστού ονομάζεται «ευ-αγγέλιο»…
  9. «Καλούμενο» φυσικά, διότι οι μετέχοντες στην ανατολική ρωμαϊκή κοσμοπολιτεία (όχι αυτοκρατορία) τής Ρωμανίας, ουδέποτε την αποκάλεσαν Βυζάντιο. Τον όρο επινόησε το 1562, σκωπτικά βεβαίως, ο Γερμανός ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ! Και να μη ξαναμιλήσω για τους εξ ημών διαφωτισμένους που, ως ιδανικοί ευρωχάσκακες, τον υιοθέτησαν…
  10. Δεν είναι συνεπώς παράδοξο που ολόκληρη σχεδόν η εκπληκτική τέχνη, τής εποχής τών Παλαιολόγων, (καλούμενη και Παλαιολόγια Αναγέννηση) έχει χαρακτηριστικά λαϊκής τέχνης. Και είναι επίσης (τραγικά) συμβολικό το γεγονός ότι ο τελευταίος Παλαιολόγος, αυτός που με την εν επιγνώσει θυσία του, έδωσε τη δυνατότητα να επιβιώσει το έθνος στα ερεβώδη χρόνια τής οθωμανικής νύχτας, είναι και ο μόνος βυζαντινός αυτοκράτορας που δεν στέφθηκε στην Αγια-Σοφιά, αλλά, με δική του επιμονή, στη Μητρόπολη τού Μυστρά, σε ναό δηλ. τής λαϊκής τέχνης! Και ούτε είναι παράδοξο, ότι η δράση τής λαϊκής τέχνης, η οποία συνεχίστηκε ζώσα στους σκοτεινούς χρόνους τής δουλείας, είναι εκείνη που συνέβαλε στη διάσωση τού ελληνικού τρόπου, στην επιβίωση δηλ. τού έθνους, ώστε να νοηματοδοτείται η επ-ανάστασή του το 1821.
  11. Παράλληλη δηλ. με την καλούμενη Παλαιολόγια αναγέννηση, γεγονός φυσικά που δεν στερείται σημειολογίας!
  12. Και ίσως αυτό είναι που κάνει διστακτικό τον Σιερεπεκλή να αποδεχτεί τον όρο “φραγκοβυζαντινή” για τη ξυλόστεγη αρχιτεκτονική τών ναών τού Τροόδους. Αλλά, λέω εγώ, ότι αυτό ακριβώς είναι η δύναμη το λαϊκού τεχνίτη! Και η όντως πρωτοτυπία τής αρχιτεκτονικής που δημιούργησε…