Επιμελητές: Μόρφω Παπανικολάου, Ρένα Σακελλαρίδου, Αρχιτέκτονας
Προσκεκλημένος Επιμελητής: Μέμος Φιλιππίδης
Θεματικό Πλαίσιο
Η 10η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής με θέμα Πόλεις. Αρχιτεκτονική και Κοινωνία, αφιερωμένη στον σχεδιασμό των πόλεων έθεσε ως στόχο την ανάδειξη του πλούτου και της ποικιλίας της αστικής συνθήκης μέσα από την παρουσίαση προτάσεων που διερευνούν ευρύτερα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα στη σχέση αρχιτεκτονικής και κοινωνίας. Επιδιώκοντας να θέσει θέματα αιχμής που αντιμετωπίζουν οι πόλεις στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης: από την μετανάστευση και την πληθυσμιακή αύξηση, την κινητικότητα και την ανάπτυξη, έως τις ροές κεφαλαίου και ανθρώπων πέρα από εθνικά σύνορα, έδωσε παράλληλα, την ευκαιρία στις εθνικές συμμετοχές να αναδείξουν τον πλούτο και την ποικιλομορφία ιδιαίτερων αστικών συνθηκών.
Η Κύπρος, στην πρώτη της συμμετοχή στην Biennale, υπό το πρίσμα των αστικών και γεωπολιτικών της μετασχηματισμών, κλήθηκε με την σειρά της να προσεγγίσει το ζήτημα του σχεδιασμού του αστικού χώρου και των διαρκώς μεταβαλλόμενων ορίων του. Ιδιαιτέρα η Λευκωσία, προκαλεί τον διεθνή διάλογο με την ιδιαιτερότητα της. Ένα σύνορο με τη μορφή αστικού ρήγματος καταλαμβάνει την φυσική θέση του ιστορικού και γεωγραφικού της κέντρου, δημιουργεί ένα αφύσικο όριο και τροφοδοτεί την πόλη με μια παράδοξη αστική πραγματικότητα. Η συμμετοχή της Κύπρου στην 10η Biennale έθεσε ως στόχο να αναδείξει το ζήτημα της νεκρής ζώνης της Λευκωσίας που περιλαμβάνεται μέσα στα όρια του ιστορικού της κέντρου (περιτειχισμένη πόλη). Η πρόταση στόχευε μια ανοιχτή, διερευνητική προσέγγιση με θέμα την ανίχνευση των ορίων ενός συνόρου, αυτού της νεκρής ζώνης, και την πιθανή αναίρεσή τους μέσα από αρχιτεκτονικές προτάσεις που στόχο έχουν να αποκαταστήσουν την διαπερατότητα.
Αντικείμενο της πρότασης της Κύπρου η διερεύνηση του ενδιάμεσου χώρου και του σημείου επαφής (interface), καθώς και της δυνατότητάς της αρχιτεκτονικής να ερμηνεύσει τον διττό, μεταβλητό χαρακτήρα του τόπου, την μοναδικότητά του ως αστική πραγματικότητα και ως μέρος παρόμοιων εμπειριών του φαινομένου στον παγκόσμιο χάρτη. Πρότεινε μία αρχιτεκτονική αφήγηση με στόχο μέσα από την ιδιομορφία του τοπικού, να αναδείξει γενικότερα ζητήματα, εντασσόμενη με τον τρόπο αυτό σε ένα ευρύτερο θεωρητικό προβληματισμό που αφορά έννοιες όπως ο ρευστός χώρος και τα όρια – σύνορα.
Η Νεκρή Ζώνη
1191: 815 χρόνια πριν – Ριχάρδρος Λεοντόκαρδος, Ναΐτες, Guy de Lusignan.
1489: 517 χρόνια πριν – Ενετική περίοδος. Η Λευκωσία περιτειχίζεται. Ένα οχυρωματικό σύστημα που εσωκλείει σε έναν κύκλο την πόλη και ένα ποτάμι που τη διασχίζει από την ανατολή ως τη δύση και την χωρίζει στα δύο. Μια υδάτινη γραμμή, μια γέφυρα αμφίδρομων περασμάτων[2].
1882: 124 χρόνια πριν – Η υδάτινη γραμμή μετατρέπεται σε γη, γίνεται μια λωρίδα δρόμου που διασχίζει και ενώνει.
1963: 43 χρόνια πριν – Η λωρίδα που διασχίζει το κέντρο της πόλης μετασχηματίζεται σε σύνορο μεταξύ δύο κοινοτήτων σε σύγκρουση, υποδεικνύεται και σχεδιάζεται σε ένα χάρτη, βάφεται με πράσινο χρώμα. Το σύνορο αποκτά μήκος και πλάτος. Στην διαδρομή του μέσα από την πόλη γεννιέται μια νεκρή ζώνη που την διαιρεί.
1974: 32 χρόνια πριν – Ένα σύνορο και μια ουδέτερη ζώνη φτιαγμένη από κελύφη, από απολιθώματα σπιτιών και δρόμων. Ένας διαχωρισμός που επεβλήθη, ένα όριο που πάγωσε, επιφάνειες από σκυρόδεμα και σάκους άμμου, από βαρέλια και συρματόπλεγμα, από λαβυρίνθους κενών χώρων με δωμάτια και σκάλες, με βεράντες και κήπους, δρόμους και καταστήματα, μνήμες και λήθη, εχθρότητα και ελπίδες, ήχους και σιωπές, φωνές και παύσεις, φως και σκιές.
1979: 27 χρόνια πριν – Δύο κοινότητες, δύο γλώσσες, δύο θρησκείες αρχίζουν να μελετούν το master plan της πόλης.
2003: 3 χρόνια πριν – Τα σύνορα αποκτούν μια πόρτα ελέγχου, ένα πέρασμα στην άλλη πλευρά. “…οι άνθρωποι μπορούσαν τώρα να διανύσουν αυτά τα απαγορευμένα 150 μέτρα που καθιστούσαν την άλλη πλευρά τον πιο μακρινό τόπο στον κόσμο”. Το όριο, όπως ένας τοίχος, αποκτά δύο πλευρές θέασης. Ο ενδιάμεσος χώρος όμως παραμένει άβατος, διατηρεί αδιέξοδο και ανοίκειο το άμεσο περιβάλλον.
Πρόγραμμα
Υπάρχουν όρια που αναδύονται από τις αναδιπλώσεις δύο περιοχών σε σύγκρουση, όπως η λωρίδα της ερήμου που κόβει στα δύο την Λευκωσία, παρατηρεί ο S. Boeri. Όρια που μοιάζουν με «αναδιπλώσεις», επιφάνειες που ξεπηδούν από τον αναδιπλασιασμό μιας βασικής γραμμής, προσλαμβάνοντας μια «τρίτη» φύση, διαφορετική από τις δύο σφαίρες που χωρίζονται από τη βασική οριογραμμή. Αποτελούν ένα είδος no-man’s land, χώρους διάκενων ή υπολειμμάτων, που χαρακτηρίζονται από την κενή τους κατάσταση και ελέγχονται από ένα ουδέτερο τρίτο μέρος ή από κανέναν. Και άλλα που, σαν «μέλη φαντάσματα», συνεχίζουν να λειτουργούν ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν πια.
Ένας λαβύρινθος, μία παράλληλη χωρική δομή αποκαλύπτεται στην νεκρή ζώνη, παρεμβαίνει μέσω της ιστορίας. Οι στρατιώτες ανοίγουν οπές που διαπερνούν το ένα κτίριο μετά το άλλο, φανερώνοντας χώρους, αυλές, αδιέξοδα, προσόψεις κλειστές και αποκλεισμένες. Μια παράλληλη πορεία, μία παράλληλη ιστορία. Συμπύκνωση και επεκτασιμότητα ανάμεσα στα περάσματα. Τα όρια ανάμεσα στους χώρους, στο μέσα και το έξω, στο δημόσιο και το ιδιωτικό ανατρέπονται. Νέα περάσματα ανοίγονται, οδηγούν από το ένα κτίσμα στο άλλο, από τον ένα χώρο στον άλλο, ανατρέποντας το προϋπάρχον. Αν δημόσιος είναι ο χώρος που μοιραζόμαστε με τους άλλους, όπου μπορούμε να αντιληφθούμε την παρουσία τους, ο χώρος της νεκρής ζώνης είναι ταυτόχρονα δημόσιος και ιδιωτικός. Το πρώην δημόσιο είναι πλέον απαγορευμένο, το πρώην ιδιωτικό έχει περάσει στην σφαίρα του δημόσιου: δεν ανήκει στο άτομο, είναι κοινός τόπος έστω και απαγορευμένος. Ένας λαβύρινθος, μία νέα χωρική δομή που ανατρέπει την υπάρχουσα και διαπερνά το υπάρχον υπονοεί ίσως ότι αυτό μπορεί να γίνει πλέον πορώδες, διαπερατό.
Η νεκρή ζώνη, ένας ‘συλλέκτης’ που αναδίπλωσε ύλη, χώρο και χρόνο, δημιουργεί έναν έρημο τόπο. Πως το όριο γίνεται διαπερατό? Τι θα σήμαινε για την νεκρή ζώνη η άρση της απαγόρευσης? Η δυναμική των κεντρικών λειτουργιών θα έσπευδε να καταλάβει τον χώρο? Η όποια προσπάθεια διατήρησης της μνήμης θα μετέτρεπε τον χώρο σε θεματικό πάρκο? Ή το όριο και η ανάμνηση της ‘αποκοπής’ θα παρέμενε ως «μέλος φάντασμα»? Πως μπορεί η αρχιτεκτονική να μιλήσει για την ατμόσφαιρα, την σιωπή και τους ήχους που την διαπερνούν? Πριν η πόλη κινηθεί να ενσωματώσει και να οικειοποιηθεί, πως μπορεί η αρχιτεκτονική να διαβάσει τις επάλληλες χωρικές δομές και να προτείνει δράσεις? Να αναδείξει “ριζωματικές”, “πλεγματικές” καταστάσεις, να διατυπώσει εννοιολογικές παρατηρήσεις, να ανασύρει στην επιφάνεια το λανθάνον, να επινοήσει μηχανισμούς και να δημιουργήσει συνάψεις ανάμεσα στις πολλαπλές αντιθέσεις: χθες – αύριο, δύο κοινότητες, παρουσία – απουσία, πόλη ως ρεαλιστικός τόπος – χώρος μνήμης, υποκειμενικό – αντικειμενικό. Ο σχεδιασμός προτείνεται ως ένας πειραματικός τρόπος ανάγνωσης του τόπου ως χώρου σχέσεων ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, όπου η εμπειρία του δημόσιου χώρου προϋποθέτει την αναγνώριση της παρουσίας του άλλου. Το πρόγραμμα προτείνει την ανάγνωση του τόπου από την ματιά των Αρχιτεκτόνων και τον μετασχηματισμό του μέσα από τις προτάσεις τους. Ακολουθεί δύο νήματα ταυτόχρονα: την ερμηνεία της σύνθετης φύσης του ‘μη-τόπου’ της νεκρής ζώνης, και την πρόταση – πειραματισμό που επιχειρεί να τον μετασχηματίσει σε τόπο. Οι προτάσεις καλούνται να διερευνήσουν ή να αποκαταστήσουν την διαπερατότητα (porosity) και τον ενδιάμεσο χώρο (interface) ανάμεσα στον βιωματικό και τον υπαρκτό χώρο, ανάμεσα στην ζώσα πόλη και την νεκρή ζώνη.
Η αναγνώριση της μνήμης του τόπου, των “στοιχείων της συλλογικής μνήμης που αναδύονται εκ νέου μέσα από την σιωπή του εγκαταλελειμμένου”. Η όσμωση ανάμεσα στην σφαίρα του δημόσιου και του ιδιωτικού. Η ανάγνωση της πολλαπλότητας της χωρικής δομής. Οι ιδιαιτερότητες του μη-τόπου: ενός δημόσιου χώρου που δεν ανήκει, ενός τόπου με πορώδη φύση, με στοιχεία αστάθειας και μεταβλητότητας στο χρόνο, χώρου κτισμένου από επιφάνειες και όγκους, χώρου υφασμένου από ύλη και φως, σκιές και ήχους, μνήμες και μύθους, εντάσεις και παύσεις, πορείες και αδιέξοδες φυγές. Κοινά στοιχεία και έννοιες, θέματα που ενώνουν ή διαιρούν (τις δύο κοινότητες, τις δραστηριότητες, την καθημερινότητα, τις οπτικές φυγές, τον ιστό), αποτέλεσαν μία πρώτη αναγνωριστική προσέγγιση στο θεματικό πλαίσιο των προτάσεων.
Δέκα ομάδες Αρχιτεκτόνων επελέγησαν μέσα από ανοικτή διαδικασία και κλήθηκαν να υποβάλλουν την πρότασή τους για την νεκρή ζώνη του ιστορικού κέντρου της Λευκωσίας. Τους ζητήθηκε, χρησιμοποιώντας αρχιτεκτονικές έννοιες και εργαλεία, να διαβάσουν την περιοχή, ανασύροντας στην επιφάνεια τα στοιχεία αυτά που κατά την γνώμη τους ερμηνεύουν το πλαίσιο του θέματος, με την ελευθερία να κινηθούν σε όλο το εύρος της προσέγγισης από το ρεαλιστικό έως το πεδίο των ιδεών. Ως μέσο επελέγη από τους επιμελητές το video. Στόχος ήταν οι διαφορετικές ματιές και οπτικές να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο αρχιτεκτονικής αναγνώρισης της νεκρής ζώνης που να αναδεικνύει την συνθετότητα και το νόημα του τόπου.
Οι Προτάσεις
Οι περισσότερες προτάσεις επιλέγουν την επέμβαση, είτε αυτή αφορά το σύνολο της περιοχής είτε γίνεται σημειακά. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούν όμως είναι διαφορετικά. Η νεκρή ζώνη μετασχηματίζεται σε πυκνοδομημένο μητροπολιτικό κέντρο στην πρόταση του Γ. Πατσαλοσαββή, ενώ το σύνολο της περιοχής διαπερνά μια πράσινη γραμμή που γίνεται διαδρομή, στάση, κίνηση, κτίριο, τόπος συνύπαρξης πολιτισμών στην πρόταση των Γ. Γεωργίου, Γ. Παρούτη, Ε. Παρούτη και Μ. Χαραλαμπίδου, (Επί τέσσερα αρχιτέκτονες). Διαρκείς μετασχηματισμοί σε μία βιολογική μεταφορά της διαρκούς αναγέννησης λαμβάνουν χώρα στην ποιητική προσέγγιση των Γ. Χατζηχρίστου, Π. Κωνσταντίνου και Β. Αντωνίου. Το συρματόπλεγμα καλύπτεται με αναρριχώμενα φυτά και η πράσινη γραμμή, σε μία διαρκή μεταφορική αμφισημία, γίνεται πράσινος τόπος σε αέναη εξέλιξη. Από την άλλη πλευρά, την συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης, στην πρόταση των Η. Παπαχρίστου & D.Irwin, κατασκευές, που μετασχηματίζουν σε σύγχρονο λεξιλόγιο τον παραδοσιακό τρόπο χτισίματος, ‘εισβάλλουν’ σε πολλαπλά σημεία στην πόλη, ενώ η διαφοροποίηση της χρήσης προσδίδει διαφορετικότητα. Με την έννοια της κατοίκησης ασχολείται η πρόταση του Χρ. Χρυσάνθου. Επιζητώντας την “σωστή αναλογία υλικών για την συνταγή”’, ανιχνεύει, με ενδιαφέροντα τρόπο, θέματα αστικότητας όπως πύκνωση, πληθυσμιακές ομάδες, κτιριακή δομή. Ο λαβύρινθος της χωρικής δομής μετασχηματίζεται σε παιγνίδι στην πρόταση των Π. Φιλίππου, Α. Αντωνίου & A. Swiny. Χώροι που συναρμολογούνται εκ νέου, μακέτες, χαρτόνια, κόλλες, μεταφράζουν την πραγματικότητα σε ένα τόπο εικονικό, μη πραγματικό, σε ένα τόπο αφηγηματικό όπου το δράμα της σύγκρουσης μπορεί να ξαναπαίζεται αενάως και, πλέον, αναιμάκτως. Η νεκρή ζώνη ως όριο αποκτά υλική δομή, γίνεται ένα τείχος που διαχωρίζει τις δύο κοινότητες στην πρόταση των Μ. Χριστοδουλίδη, Χ. Χριστοδούλου και E. Bozatli. Πύλες – πολιορκητικές μηχανές κινούνται σε ράγες γύρω από την περίμετρο του τείχους αυτού και το διαπερνούν, μεταφέροντας ταυτόχρονα συμπυκνωμένη εμπειρία, εικόνες και αναμνήσεις. Αντίθετα η πρόταση των Μ. Δανού και Σ. Φλωρίδου εστιάζει στο τοπικό. Ο τόπος, φορτισμένος και απαγορευμένος, μετασχηματίζεται, μέσω της χρήσης, με λεπτούς, διακριτικούς χειρισμούς. Αν η ανάγνωση του τόπου οδηγεί σε επέμβαση, μία άλλη κατηγορία προτάσεων επιλέγει να σταθεί στοχαστικά σε απόσταση. Ο λαβύρινθος της χωρικής δομής ανασύρει για τους Χρ. Χατζηχρίστο και Δ. Ιωαννίδη την ανάμνηση του Μινώταυρου. Μέσα στον λαβύρινθο της νεκρής ζώνης οι αναμνήσεις πρέπει να πάψουν να είναι κυρίαρχες. Η νέα σημασιοδότηση επιλέγεται συνειδητά να έχει την αποστασιοποιημένη δομή ενός κανάβου, καθώς η επιφάνεια των δρόμων γίνεται πλέον το νέο περιεχόμενο. Εννοιολογική και η προσέγγιση των Σ. Στρατή και Μ. Λοϊζίδου. Το κονταίινερ καταγράφει την μετακόμιση από τόπο σε τόπο και παράλληλα μεταφέρει αναμνήσεις, ενώ το διπλό ένδυμα των σιαμαίων ανασύρει εκ νέου την δυσφορία που, εκ των πραγμάτων, προκαλεί η ιδιόμορφη αναγκαστική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων.