Β’ Βραβείο: Μουσείο Μάριος Τόκας

Apostolopoulos Tasoulis

 

Το Μουσείο “Μάριος Τόκας” έρχεται να τοποθετηθεί στο κέντρο του Δήμου Ύψωνα. Προσδιορίζει ένα νέο σημείο αναφοράς για την αναβάθμιση της περιοχής, το οποίο οριοθετεί μορφολογικά, όσο και πολιτιστικά έναν νέο δημόσιο χώρο. Μορφώνεται ως μια φαινομενικά μονολιθική κατασκευή, η οποία τίθεται συμπληρωματικά του πολύπλοκου περιβάλλοντος μέσα στο οποίο προστίθεται. Επιδιώκοντας να λειτουργήσει ως φόντο για την εξέλιξη της δημόσιας ζωής, το κτήριο επιλέγει να καταλάβει μονάχα μέρος του χώρου μελέτης προκειμένου να αποδώσει την υπολειπόμενη έκταση στον δημόσιο χώρο της νέας πλατείας, η οποία πλάθεται μπροστά του.

Από απόσταση, ο κατακόρυφος όγκος φαίνεται να λειτουργεί ως φόντο των χαμηλών οικισμάτων της περιοχής. Η τεθλασμένη του γεωμετρία, η οποία έρχεται να βασιστεί στα οργανικά μονοπάτια που το περιτριγυρίζουν, διακόπτεται σημειακά από ανοίγματα διαφόρων μεγεθών, τα οποία αποκαλύπτουν το εσωτερικό του. Προσεγγίζοντας το από μικρότερη απόσταση, η υλικότητα της επιδερμίδας του κτηρίου γίνεται αντιληπτή. Το κέλυφος του μεταφράζει με ένα σύγχρονο κατασκευαστικό λεξιλόγιο τις παραδοσιακές λιθοδομές του οικισμού της Λόφου, τόπου προέλευσης του Κύπριου καλλιτέχνη, και θεματοποιεί την ξεχωριστή τους όψη. Πέτρα λόφου σε διαφορετικά μεγέθη, αναμιγνύεται με αδρανή και ανοιχτό σκυρόδεμα συντάσσοντας ένα κέλυφος υψηλών θερμικών και μηχανικών προδιαγραφών.

Σε συμφωνία με την υλικότητα του νέου μουσείου, η νέα πλατεία μορφώνεται μέσα από ένα ενιαίο δάπεδο κυβόλιθων τοπικής πέτρας. Ψηλά δέντρα και οργανικές φυτεύσεις δημιουργούν σκιαζόμενους χώρους στάσης, ενώ ένα κατακόρυφο στοιχείο νερού, οριοθετεί το νέο δημόσιο χώρο αναβαθμίζοντας το μικροκλίμα του. Πλησιάζοντας προς το μουσείο, το δάπεδο της νέας πλατείας υποχωρεί ομαλά, προσκαλώντας τους επισκέπτες να εισέλθουν στο εσωτερικό του.

Βασική μέριμνα της πρότασης αποτελεί η έμφαση στο δημόσιο χαρακτήρα του κτίσματος και η δημιουργία κοινόχρηστων, πολύ-λειτουργικών χώρων, οι οποίοι δύναται να ανοίξουν προς το κοινό και να λειτουργήσουν συμπληρωματικά του εκθεσιακού υλικού. Με βασικό εργαλείο την ενοποίηση χρήσεων του κτιριολογικού προγράμματος, επιδιώκεται η δημιουργία χώρων με μεγάλες αναλογίες, οι οποίοι μπορούν να υποστηρίξουν την διεξαγωγή διαφορετικών οργανώσεων και να προσαρμοστούν στις διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις ενός σύγχρονου μουσείου αλλά και μίας ανοιχτής κοινότητας.

Το κτίσμα εξελίσσεται σε τρεις ορόφους. Στο ισόγειο επίπεδο τοποθετείται το foyer του κτίσματος, το οποίο παραμένει ανοιχτό προς τον εξωτερικό δημόσιο χώρο της πλατείας, καθώς και οι σχετικές δημόσιες και διοικητικές λειτουργίες. Στο ανώτερο επίπεδο οργανώνεται το κυρίως μέρος του εκθεσιακού χώρου. Στο δεύτερο τοποθετείται το τελευταίο κομμάτι της έκθεσης, το οποίο παρατάσσεται σε έναν πολυμορφικό χώρο με θέα τον κήπο του νέου μουσείου.