Θέματα Αισθητικής: Η καλλιτεχνική αρχή τού non-finito και ο Διονύσιος Σολωμός

03122018arthro_cover

Χάρης Φεραίος
Αρχιτέκτων, Διδάκτωρ τού ΕΜΠ

 

Το έτος 2018 σηματοδοτείται από δυο γεγονότα, που εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, δεν δείχνει να έχουνε κάποιο συσχετισμό! Το πρώτο είναι ότι κατά το έτος αυτό συμπληρώνονται 220 χρόνια από την γέννηση τού όντως εθνικού ποιητή, Διονύσιου Σολωμού, Απρίλιο δηλ. τού 1798. Το ίδιο έτος 2018, τον Σεπτέμβριο, βραβευμένος από την Ακαδημία, παρασημοφορήθηκε και από τον Πρόεδρο τής Ελληνικής Δημοκρατίας, ἰδιάζουσα, αν όχι μοναδική, όπως ονομάστηκε, μορφή ακάματου πνευματικού εργάτη, ακριβού δε φίλου τού γράφοντος, τού Μανόλη Χατζηγιακουμή, γενναίου Φιλόλογου, δεινού ως Νεοελληνιστή, μουσικού Ερευνητή, (με έργο μοναδικό στον φιλολογικό και βυζαντινό-μουσικολογικό ορίζοντα) και κυρίως Δασκάλου. Δάσκαλου μεν, πλην όμως όχι πανεπιστημιακού! Αφού για να μη τυχόν και βρεθεί κάτω από δεσμεύσεις, αρνήθηκε επανειλημμένα να δεχθεί πανεπιστημιακή έδρα. (Πρώτη φορά σε ηλικία 27 ετών αν καλά θυμάμαι). Και αυτή η τιμητική Προεδρική παρασημοφόρηση, αποτελεί το δεύτερο από τα δύο γεγονότα.

Πώς συνδέονται λοιπόν τα δυο αυτά; Κατά το ότι η πρώτη, εντυπωσιακή δε, εργασία τού Μανόλη Χατζηγιακουμή, η διδακτορική του διατριβή, με θέμα «Νεοελληνικαί Πηγαί τού Σολωμού», υπήρξε αποκαλυπτική για την παραπέρα μελέτη τού, καθώς ονομάζεται, Σολωμικού προβλήματος. Με την ευκαιρία λοιπόν αυτή, ας επιτραπεί και στον γράφοντα να διατυπώσει κάποιες σκέψεις για τη Σολωμική τέχνη, που θα είναι βέβαια καθαρά αισθητικές. Ακριβέστερα από άποψη φιλοσοφικής αισθητικής.*1

***

Φαίνεται λοιπόν πως αποτελεί ίσως ανάγκη, οι μεγάλες μορφές του ανθρώπινου πνεύματος να παλεύουν, όχι μόνο στη διάρκεια της επίγειας ζωής τους, μέσα στις αγωνίες που τους δημιουργεί η μεγάλη τους ψυχή, αλλά και μετά το θάνατο τού σώματος, ν΄ αγωνίζεται το πνεύμα τους για πολύ περισσότερο χρόνο, ως να βρει τη αληθινή του θέση μέσα στην ιστορία τού πολιτισμού. Δεν ξέρω αν τούτο συμβαίνει πάντα, αλλά αυτό που είναι βέβαιο, είναι πως για τον Διονύσιο Σολωμό αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο. Η θέση που δώσαμε στο μεγάλο ποιητή ως έθνος γενικά, αλλά και κυρίως ως άτομα ξεχωριστά, πολύ απέχει από του να είναι αντάξιά του, και η άγνοια που μας χαρακτηρίζει γύρω απ΄ την πραγματική ποίηση του, πολύ απέχει από του να μας κάνει αντάξιούς του. Είναι πια φανερό ότι ο ποιητής δεν μελετήθηκε όσο έπρεπε και, κυρίως όπως έπρεπε. Είναι βέβαια γνωστό ότι, ειδικά για το Σολωμό, αυτή η εργασία είναι εξαιρετικά δύσκολη, πολύ περισσότερο που το έργο του είναι αποσπασματικό, και ως προς τη μορφή, εκ πρώτης δε όψεως, ατέλειωτο. Λέω ως προς τη μορφή και εκ πρώτης όψεως, διότι πιο κάτω θα υποδείξω ότι δεν είναι ούτε προς τη μορφή ατέλειωτο.

Αφ΄ ότου ο Λίνος Πολίτης είχε τη σοφή έμπνευση να δημοσιεύσει, το 1965, σ΄ ενιαία έκδοση, φωτοτυπημένα τα χειρόγραφα τού ποιητή, καθώς και την τυπογραφική τους μεταγραφή, έγινε μια σημαντική διαπίστωση: Βέβαια έγινε πιο φανερή η δυσκολία που δημιουργεί το έργο τού Σολωμού στο μελετητή του. Αυτό όμως που ήταν το σημαντικό, είναι πως η ποίησή του φανερώθηκε ότι είναι πολύ πιο ζωντανή και, εν πάση περιπτώσει, αρκετά διάφορη από εκείνη που δίνουν οι άλλες εκδόσεις του. Δεν είναι μόνο ότι διαβάζοντας τα χειρόγραφα, ζει κανείς τη διαδικασία τής γένεσης τού στίχου, τη δυναμική κίνησή του να μορφωθεί, που όσο να ‘ναι προκαλεί κάποιο δέος. Δεν είναι μόνο αυτό.

Ό,τι κυρίως διαπιστώνει κανείς μελετώντας την ποίηση τού Σολωμού από τα χειρόγραφα του, είναι η ανάγκη που υποβάλλεται στον εκάστοτε αναγνώστη, να προεκτείνει εκείνος το στίχο, να δώσει ο ίδιος μιαν εξέλιξη στη μορφή του που όντως είναι ατέλειωτη! Όταν ένας στίχος κάνει εκεί την εμφάνιση του ξαφνικά, χάνεται για λίγο, και μετά ξανάρχεται με μιαν αλλιώτικη μορφή, ξαναχάνεται για να ξαναβρεθεί, πάλι αναμορφωμένος, δημιουργεί στον αναγνώστη το αίσθημα τής δικής του συμ-μετοχής στη δημιουργία του, και, κατ΄ επέκταση, την προέκταση τού στίχου σε μια φανταστική τέλεια μορφή. Αλλά αυτά ιδικά τα αισθήματα, προέκτασης τής μορφής στην ιδανική τελειότητα, δημιουργούν στον θεατή τους τα έργα τής τέχνης, όσα συντέθηκαν με βασική αρχή, την καλλιτεχνική αρχή του non–finito.

Αυτή η καλλιτεχνική αρχή του non–finito (ατελείωτο) λοιπόν, εκμεταλλεύεται την τάση που έχει, από τις καταβολές του δε, το ανθρώπινο καλλιτεχνικό αίσθημα, η καλύτερα η ανθρώπινη καλλιτεχνική συνείδηση, ν΄αναζητεί το μορφολογικώς τέλειο, το ιδανικό! Βέβαια η αρχή αυτή δεν είναι άγνωστη. Αντίθετα, είναι παλαιά όσο και η ίδια η τέχνη. Ως κύριο όμως μέσο έκφρασης, κύρια αισθητική επιδίωξη, σπάνια χρησιμοποιήθηκε στην ιστορία τής τέχνης. Τα έργα τού Ροντέν είναι ένα γνωστό ως κλασσικό παράδειγμα τής καλλιτεχνικής αυτής τάσης. Αλλά ας δούμε, σε μιαν επί τροχάδην έκθεση τού συγκεκριμένου θέματος, τι είναι αυτή η καλλιτεχνική αρχή και πώς εκδηλώνεται στη τέχνη, για να διαπιστώσομε αν η τέχνη τού Σολωμού έχει καμιά σχέση μαζί της.

***

Η Ιδέα (όχι ιδεολόγημα) κάθε καλλιτεχνήματος βρίσκεται μέσα στα άδυτα τής συνείδησης τού κάθε καλλιτέχνη- δημιουργού, ως σπόρος που περιέχει εντός του δυνάμει, την τελική, την ολοκληρωμένη, μορφή τού συγκεκριμένου έργου. Κάτι περισσότερο: Όχι μόνο η τελική μορφή τού έργου ενυπάρχει, αλλά και η μορφή του στην ιδανική της τελειότητα. Η ιδανική αυτή τελειότητα, η οποία είναι συγχρόνως και ιδεατή, (αφού κατά τον Πλωτίνο, η τέχνη δεν μπορεί ποτέ να την εκφράσει) είναι η επιδίωξη, η τραγική, τού κάθε καλλιτέχνη. (Απ’ εδώ πηγάζει και το αίσθημα που έχει κάθε αληθινός δημιουργός, ότι το καλύτερο έργο του είναι εκείνο που δεν έχει ακόμη φτιάξει!).

Ένα παράδειγμα θα ήταν χρήσιμο: Όταν το δέντρο φυτρώνει, διαμορφώνει την ανάπτυξη του, ανάλογα με τις συνθήκες τού φυσικού περιβάλλοντος. Αν πάντα από τη μια του μεριά πνέει ο άνεμος, το δέντρο αναπτύσσεται προς την άλλη. Αν πάλι το δέντρο σκιάζεται από άλλα μεγαλύτερα, απλώνει τους κλάδους του, αναζητώντας τον ήλιο, προς τα πάνω, κι έτσι εκτείνει τον κορμό του στα ύψη. Αν όμως το ίδιο αυτό δέντρο βρισκόταν σε συνθήκες «ιδανικές», όπου δε θα φυσούσε κανένας άνεμος και δεν θα υπήρχαν άλλες ιδιάζουσες φυσικές και καιρικές συνθήκες και ο ήλιος θα ήταν πάντα κατακόρυφος, τότε τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Τότε το δέντρο θα αναπτυσσόταν συμμετρικά και τέλεια, και η μορφή του θα ήταν αυστηρά ίδια με κάθε άλλο τού είδους του, που θα μεγάλωνε στις ίδιες ιδανικές συνθήκες. Θα ήταν δηλ. η ιδανική μορφή τού δέντρου, η ακριβέστερα, τής ιδέας τού δέντρου. Αυτή την ιδανική μορφή, την τέλεια και συμμετρική, έχει μέσα του, “δυνάμει», ο κάθε σπόρος τού δέντρου”!

Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και στην τέχνη. Όταν ο καλλιτέχνης, έχει μέσα του το όραμα ενός έργου, το έχει, όπως ο σπόρος τού δέντρου, στην ιδανική του μορφική τελειότητα. Όταν το πραγματοποιεί όμως, επειδή οι ανθρώπινες δυνατότητες είναι περιορισμένες, αλλά και το υλικό που χρησιμοποιεί έχει τους φυσικούς του περιορισμούς, το έργο είναι πάντοτε ένας σταθμός πριν από το τέλειο. Σταθμός όμως που αν είναι αληθινό έργο τέχνης, οδηγεί το θεατή προς τη ιδανική τελειότητα. Τον αφήνει, η καλύτερα του δίνει τη δυνατότητα, με τη φαντασία του να προεκτείνει τη μορφή τού έργου μέχρι τη τελειότητα. Διότι, όπως είπαμε και στην αρχή, είναι έμφυτη για την ανθρώπινη καλλιτεχνική συνείδηση η ανάγκη για το τέλειο, την αρχέγονη τελειότητα. Από την όποια, όπως πιστεύει η Ελληνική και Χριστιανική φιλοσοφία τού βίου, είχε εκπέσει…

Παράδειγμα καλύτερο για όσα πιο πάνω ελέχθησαν δε βρίσκω άλλο απ΄ την στυλιζαρισμένη άκανθο, μοτίβο τόσο αγαπητό στην κλασική τέχνη της αρχαίας Ελλάδος. Όταν ο καλλιτέχνης έκανε το «στυλιζάρισμα» τής ακάνθου στο μάρμαρο, αφαιρώντας δηλ. την ιδιοτυπία του σχετικού φυτού, προσπαθούσε, με το σχήμα που έδινε στα φύλλα της, να εκφράσει την ιδανική μορφή που θα είχε η άκανθος αυτή, αν αναπτυσσόταν στις επίσης ιδανικές συνθήκες, όσες πιο πάνω αναφέραμε.

Κάθε έργο λοιπόν τέχνης, σκοπεύει σ΄ αυτή την ιδανική τελειότητα, που όμως ποτέ στον υλικό αυτό κόσμο δεν την φθάνει, παρά την υποβάλλει μόνο μέσα από τη μορφή του. Και από αυτό κρίνεται η αξία τού έργου, και φυσικά η τυχόν μεγαλοφυΐα τού καλλιτέχνη, από το πού δηλ. θα σταματήσει την επεξεργασία τού έργου του, σε ποιο (που έλεγε κι ο Μιχελής) γόνιμο σημείο, ώστε να μην είναι ατελές, και ταυτόχρονα να είναι ικανό ώστε να προεκτείνει το πνεύμα τού θεατή. Είναι λοιπόν αυτό το ατελείωτο, αισθητικό φαινόμενο, μια καλλιτεχνική αρχή, που συνοδεύει το κάθε έργο τέχνης. Υπήρξαν όμως στην ιστορία τής Τέχνης και καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν την καλλιτεχνική αυτή αρχή, ως κύριο εκφραστικό τους μέσο, όπως ο Ροντέν. Η άλλοι, που χρησιμοποίησαν την αρχή αυτή σε μεμονωμένα έργα τους, όπως π.χ. ο Μιχαήλ Άγγελος στους σκλάβους του(Εικ.), ή ο Σούμπερτ στην ημιτελή συμφωνία του.

***

Ας δούμε όμως ένα παράδειγμα. Πάρτε τη Δαναΐδα του Ροντέν. Το έργο είναι βέβαια ατελείωτο σε μεγάλο μέρος του σώματος τής κόρης. Έχετε όμως, καθώς το παρατηρείτε, (Εικ.) το αίσθημα, ότι το αθέατο αυτό μέρος τού σώματός της ΥΠΑΡΧΕΙ εντούτοις, και ότι προσωρινά το καλύπτει το υλικό που συνιστά την πέτρα. Ακόμη ότι το υλικό τού σώματος τής κόρης, είναι τελείως άλλο από το υλικό τής πέτρας που το καλύπτει, όπως ακριβώς όταν βλέπετε ένα φυσικό κεφάλι ανθρώπου, γνωρίζετε ότι κάτω από τα μαλλιά τής κεφαλής συνεχίζεται η ίδια επιδερμίδα. Και έχετε τέλος άμεσο το αίσθημα ότι θα μπορούσατε ΕΣΕΙΣ, αν το θέλετε, να καθαρίσετε το σώμα τής Δαναΐδας από την πέτρα που προσκολλήθηκε σ’ αυτό.

Είναι φανερό λοιπόν ότι το έργο αυτό, όπως και κάθε άλλο τής ίδιας αισθητικής αρχής, αφήνει ένα ευρύ πεδίο στη φαντασία για να ολοκληρώσει την ατέλειωτη μορφή του. Αλλά πρέπει, κάθε έργο του είδους αυτού, να μπορεί πρώτα να «υπάρχει» και αφού γίνει αυτό, τότε μόνο να το «αφήσει» ελεύθερο ο δημιουργός του. Και ένα έργο αρχίζει να υπάρχει όπως λέει πάλι ο Μιχελής “…όταν ενέχει την ικανότητα να γεννήσει τα μέλη που είναι απαραίτητα, και, παρά τη διαφοροποίηση τους, να τα ολοκληρώσει σε ενότητα”. Και έτσι από το σημείο που το έργο “υπάρχει”, μπορεί μόνο του, αφ’ εαυτού, να αναδημιουργήσει, στη φαντασία βέβαια τού θεατή, τα μέλη του και να ολοκληρώσει έτσι τη μορφή του. Σάμπως στην αρχιτεκτονική το ίδιο δεν ισχύει; Θα μπορούσα τάχα η κατοικία Κάουφμαν τού Φρανκ Λόιντ Ράιτ στο Μπέαρ Ραν τής Πανσιλβανίας, να ισορροπήσει κρεμάμενη πάνω από τον καταρράκτη εκείνο, αν η τέχνη εκείνου του τρομερού αρχιτέκτονα, δεν είχε οδηγήσει το έργο στο ιδεατό σημείο να «υπάρχει» αφ’ εαυτού, ώστε να δίνει στον θεωρό του τη δυνατότητα, τα «κρεμάμενα» μέλη τού έργου, να τα επεκτείνει προς την αντίθετη μεριά ο ίδιος, μέσα στο σώμα τού λόφου, ώστε ως αντίβαρο ισορροπίας να «ολοκληρώσει το έργο σε ενότητα», που έλεγε ο Μιχελής. Αυτό το ευρύτερο πεδίο, που αφήνεται για τη φαντασία τού θεατή να καλύψει στην κίνησή της, για τη σύλληψη τής ιδανικής μορφής, είναι η γοητεία τών έργων τού non-fonito.

***

Αλλά, για να γυρίσομε στην ιδέα που διατυπώθηκε στην αρχή: Ανήκει άραγε το έργο τού Σολωμού σε αυτό το είδος της τέχνης; Το πρόβλημα είναι εξόχως λεπτό, και εκείνος που θα επιχειρήσει να το λύσει θα χρειαστεί πολλή προσοχή και μελέτη. Θα πρέπει εκείνος ο αισθητικός που θα καταπιαστεί μ΄ αυτό, να κατέχει όλη τη φιλολογική γνώση τού Σολωμικού προβλήματος. Διότι αν είναι σωστό αυτό που λέει ο Μανόλης Χατζηγιακουμής σε μια νεώτερη έρευνά του, ότι «το πρόβλημα τής ερμηνείας ενός ποιητή είναι αξιολογικά το πρώτο, μεθοδολογικά όμως έρχεται έσχατο…» το πρόβλημα της αισθητικής θεώρησής του, λέει ο γράφων, είναι το επιστέγασμα.

Θα πρέπει λοιπόν η έρευνα για τον Σολωμό, υπ’ αυτήν εννοείται την έννοια, να διανύσει αρκετόν ακόμη δρόμο. Όμως στίχοι σαν αυτούς που ακολουθούν, και που σαν κι αυτούς βρίσκονται πλήθος άλλοι διάσπαρτοι μέσα στα χειρόγραφά του, δεν μπορούν να μη κάνουν το μελετητή, δίκαια νομίζω, να αναρωτηθεί αν πράγματι δε συμβαίνει αυτό που στο σημερινό άρθρο υπαινίσσομαι.

“Νεράκι π΄ αϊδονολαλείς, αηδόνι σε και ψάλλεις ;
νεράκι π΄ αϊδονολαλείς, και ρες με σπούδα στ΄ άνθη
σου δίνουνε το μόσκο τους για τη δροσιά π΄ αφήνεις
κοίτα τη Γη τον Ουρανό και κλει γλυκά στ΄ αγκάλες”.

(Από την σελ. 457 στην έκδοση των αυτόγραφων έργων)

Τι κι αν δε μπορούν οι στοίχοι αυτοί να μπουν σε ένα κανονικό βιβλίο όπως τα έργα τών άλλων ποιητών. Ούτε η Δαναΐδα του Ροντέν μπορεί να μπει στο αέτωμα κάποιου Παρθενώνα, ούτε σε κόγχη άλλου αρχαίου ναού, ή ακόμη να στολίσει θύρωμα γοτθικής μητρόπολης. Θα είναι αναπόσπαστα δεμένη με την πέτρα από την οποία πάντα αγωνίζεται να ελευθερωθεί, όπως και οι στίχοι του Σολωμού, είναι δεμένοι αναπόσπαστα με το χειρόγραφο πάνω στο οποίο παλεύουν ακόμη να μορφωθούν. Θα είναι και τα δύο δεμένα με τον τόπο που γεννήθηκαν, άξαφνες κραυγές τού ανθρώπου που αιώνια παλεύει να φτάσει την άφταστη τελειότητα, πρόσκαιρος αυτός, να μεθέξει στην αιωνιότητα.