Το υλικό και το άυλο στην αρχιτεκτονική

Το υλικό το άυλο.._

Αρθογραφεί ο Αρχιτέτονας: Γιάννης Αγησιλάου

 

Ο Άρης Κωνσταντινίδης, σημαντικός Έλληνας Αρχιτέκτονας και θεωρητικός της αρχιτεκτονικής, είχε διατυπώσει κάποτε το εξής ερώτημα: “Η αρχιτεκτονική είναι τέχνη ή επιστήμη”; Και ο ίδιος απαντά πως, ύστερα από πολλή σκέψη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρχιτεκτονική είναι τέχνη· όχι όμως τέχνη όπως την εννοούμε για έναν ζωγράφο ή έναν γλύπτη, αλλά όπως είναι η τέχνη του παπουτσή. Ένα ζευγάρι παπούτσια θέλουμε να είναι όμορφα, αν όμως δεν είναι άνετα στο πόδι, μάς είναι άχρηστα.

Αν και κάπως απλουστευμένη η πιο πάνω διατύπωση, εκείνο που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε, ως πρώτες σκέψεις, είναι ότι η αρχιτεκτονική έχει κάποια χρηστικότητα· εξυπηρετεί δηλαδή πρακτικές ανάγκες του ανθρώπου. Θέλουμε όμως ταυτόχρονα το όποιο αρχιτεκτονικό έργο να είναι και όμορφο, να εξυπηρετεί και κάποιες άλλες ανάγκες, καλλιτεχνικές ή αισθητικές, ό,τι και αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Άρα, η αρχιτεκτονική έχει χρηστικότητα, είναι όμως και καλλιτεχνικό έργο. Διαφορετικά, η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να είναι απλά μια “ωραία” κατασκευή ή ένα “ωραίο” κτήριο. Σίγουρα είναι κατασκευή, δηλαδή μία δομή, αλλά μία δομή που ορίζει χώρο. Κατακρίβειαν, ο χώρος, δηλαδή το κενό, το ενδιάμεσο, το “μεταξύ” είναι το κατεξοχήν ζητούμενο στην αρχιτεκτονική.

Η αρχιτεκτονική είναι λοιπόν η τέχνη της διαμόρφωσης και οργάνωσης του χώρου, είτε πρόκειται για κτήριο, είτε για υπαίθριο χώρο – π.χ. μια πλατεία ή ένα πάρκο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός ο χώρος θα πρέπει να παρέχει προστασία από το εξωτερικό εχθρικό περιβάλλον, είτε πρόκειται για το κλίμα (ψύχος, ζέστη, βροχή κλπ.), είτε για τον θόρυβο μιας πόλης, τα ανεπιθύμητα βλέμματα ή επισκέπτες, εξασφαλίζοντας την ιδιωτικότητα, αλλά και το αντίθετο, ενθαρρύνοντας και προκρίνοντας την συλλογικότητα και την κοινωνικότητα (π.χ. μια εκκλησία, μια αίθουσα συναυλιών ή ένα θέατρο). Άρα, έχουμε διαφορετικούς τύπους χώρων, που εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες της συλλογικής ή ιδιωτικής ζωής. Σε κάθε όμως περίπτωση, η αρχιτεκτονική ορίζει χώρους που προστατεύουν, περιβάλλουν, ενθαρρύνουν κάποιες δραστηριότητες ή αποθαρρύνουν κάποιες άλλες.

Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μόνο σώμα, αλλά μία ψυχο-σωματική οντότητα, οπότε η αρχιτεκτονική θα πρέπει να εξυπηρετεί ανάγκες τόσο του σώματος όσο και της ψυχής και του πνεύματος. Όλοι μας θέλουμε οι χώροι όπου διαβιούμε και δραστηριοποιούμαστε (κοιμόμαστε, τρώμε, εργαζόμαστε, συναντιόμαστε κλπ.) να είναι ευχάριστοι. Να νιώθουμε σ’ αυτούς όμορφα, να μας εμπνέουν, αν είναι δυνατόν να μας τονώνουν ή να μας χαλαρώνουν μέσα από την ενέργεια που αυτοί εκπέμπουν. Άρα οι χώροι μπορεί να είναι ευχάριστοι και οικείοι· ή, το αντίθετο, δυσάρεστοι και ανοίκειοι· ζεστοί και φιλόξενοι, ή ψυχροί και αφιλόξενοι. Κι ένα κτήριο μπορεί να είναι φιλικό ή εχθρικό· ταπεινό, λιτό και σεμνό, ή φλύαρο και επιδεικτικό· να εκπέμπει σεμνή αρχοντιά, ή να προβάλλει και να επιδεικνύει την χλιδή και τον πλούτο. Ή, ακόμα, να είναι λίγο απ’ όλα, ένα μπερδεμένο πράγμα, όπως είμαστε οι περισσότεροι άνθρωποι, έτσι καθώς προβάλλουμε στον χώρο το τι οι ίδιοι είμαστε. Μιλήσαμε ήδη για χώρο και για κατασκευή. Μιλήσαμε για ανάγκες· πρακτικές, της προστασίας από τις καιρικές συνθήκες και το εξωτερικό εχθρικό περιβάλλον· αλλά και ανάγκες της ψυχής, για χώρους που θα δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις και θα μας παρέχουν τις κατάλληλες συνθήκες για να νιώθουμε όμορφα και ευχάριστα.

***

Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι οι τέχνες επικοινωνούν μεταξύ τους. Και ότι στοιχεία που υπάρχουν στην μία τέχνη υπάρχουν και στην άλλη. Εκείνο που τις διαφοροποιεί και τις ξεχωρίζει μεταξύ τους είναι το κέντρο βάρους. Δηλαδή, το βασικό, το κυρίαρχο εκφραστικό μέσο. Στην ζωγραφική, για παράδειγμα, υπάρχει η σύνθεση και το σχέδιο, κυρίαρχο στοιχείο όμως είναι το χρώμα. Στο σχέδιο κυρίαρχο στοιχείο είναι η γραμμή· στην γλυπτική ο όγκος, το παιχνίδι των όγκων, του φωτός και της σκιάς· στο θέατρο ο λόγος· στον κινηματογράφο η εικόνα· στον χορό η κίνηση του σώματος κ.ο.κ. Μιλάμε επίσης για χορόδραμα, όπου ο λόγος και η κίνηση έχουν σχεδόν το ίδιο βάρος και την ίδια σημασία. Υπάρχουν σήμερα θεατρικές παραστάσεις που φλερτάρουν με την εικόνα και τον κινηματογράφο. Όπως και κτήρια, που αν και αρχιτεκτονικά έργα, ταυτόχρονα έλκονται προς την γλυπτική (ένα τέτοιο έργο είναι και η πλατεία ελευθερίας, την οποία θεωρώ ως ένα υβριδικό έργο, μεταξύ αρχιτεκτονικής και γλυπτικής σε κλίμακα πόλης). Έργα μεταξύ αρχιτεκτονικής και γλυπτικής είναι και οι ναοί της κλασσικής αρχαιότητας, σε αντίθεση με τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, που είναι καθαρά αρχιτεκτονικά έργα. Σε μια βυζαντινή εκκλησία εκείνο που πρώτιστα ενδιαφέρει είναι ο χώρος, το κενό που δημιουργείται στο εσωτερικό του κτηρίου, και πολύ λιγότερο το εξωτερικό κέλυφος ή περίβλημα. Ένας κλασσικός ναός υπάρχει για να βιώνεται απ’ έξω – γι’ αυτό άλλωστε και ο βωμός βρισκόταν στον αύλιο χώρο του ναού και η λατρεία γινόταν στον έξω χώρο, ενώ το ίδιο το κτήριο περιοριζόταν στο να στεγάσει και να περιβάλει το λατρευτικό άγαλμα.

Είπαμε για την ζωγραφική και το χρώμα, το σχέδιο και την γραμμή, το θέατρο και τον λόγο, τον κινηματογράφο και την εικόνα, την αρχιτεκτονική και… τον χώρο. Ο χώρος λοιπόν – το κενό, το μεταξύ, το ενδιάμεσο – είναι το βασικό ζητούμενο στην αρχιτεκτονική· το κέντρο βάρους της όλης προσπάθειας του Αρχιτέκτονα. Ένας χώρος όμως με ειδικές απαιτήσεις, με ιδιότητες, με ποιότητες και με ειδικά κάθε φορά χαρακτηριστικά. Τα κτήρια είναι για να τα ζούμε, όχι για να τα βλέπουμε. Η όραση είναι μια από τις αισθήσεις στο πώς προσλαμβάνουμε και πώς βιώνουμε έναν χώρο· κι ίσως όχι η πιο σημαντική. Ο χώρος βιώνεται μέσα από την κιναίσθηση, μέσα από την ενέργεια που αυτός εκπέμπει, μέσα από την ψυχή και το πνεύμα που ο δημιουργός – Αρχιτέκτονας έχει καταθέσει μέσα στο ίδιο το έργο, έτσι που αυτά να γίνονται συστατικά του ίδιου του χώρου και ο χώρος ν’ αποκτά χαρακτήρα και προσωπικότητα. Και ποια είναι τα εργαλεία του Αρχιτέκτονα για να επιτύχει το ζητούμενο; Τα απαριθμώ: τα υλικά (η ύλη δηλαδή), το φως και ο χρόνος. Χώρος – ύλη – φως – και χρόνος· τα θεμελιώδη δομικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής, στον παρόντα, παρελθόντα και μέλλοντα χρόνο. Αυτά τα στοιχεία χειρίζεται ο αρχιτέκτονας κάθε εποχής. Η διαφορά προκύπτει στον συνδυασμό τους, στον τρόπο που τα χρησιμοποιεί, στις προτεραιότητές του· στην δεξιοτεχνία του να τα συνδυάζει, να τα ενορχηστρώνει, να τους δίνει φωνή, να τους δίνει νόημα, να τους δίνει υπόσταση. Χώρος, ύλη, φως και χρόνος. Τα 3 από τα 4 είναι “άυλα”· δεν μπορεί να τα αδράξει το χέρι, δηλαδή να τα ψηλαφίσει, να τα νιώσει με την αφή. Εμείς οι Αρχιτέκτονες, αλλά και ο κόσμος γενικότερα, όταν μιλάμε γι’ αρχιτεκτονική περιοριζόμαστε συνήθως στην ύλη και τα υλικά, στην υλική δηλαδή υπόσταση του κτηρίου, και ξεχνάμε συνήθως την τεράστια σημασία που έχουν το φως αλλά και ο χρόνος στην αρχιτεκτονική. Ας πάρουμε το καθένα από τα στοιχεία αυτά ξεχωριστά.

Η Ύλη:
Μιλάμε για τα υλικά και τις ιδιότητές τους: υφή, χρώμα, πυκνότητα, βάρος, διαφάνεια ή αδιαφάνεια… Τον τρόπο που το κάθε υλικό δέχεται και αντανακλά το φως. Το πώς και σε ποιο βαθμό επιτρέπει στο φως να το διαπεράσει. Το πώς το αισθάνεται το χέρι ή και το πέλμα του ποδιού. Το βάρος μιας πόρτας όταν την σπρώχνω για να εισέλθω σ’ έναν χώρο. Τον τρόπο που το χέρι αισθάνεται το χερούλι μιας πόρτας ή τον χειρολισθήρα μιας σκάλας. Και στην αρχιτεκτονική τα υλικά δεν υπάρχουν ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά συν-αρμόζονται για να συν-αποτελέσουν μία κατασκευή. Η αρχιτεκτονική είναι κατασκευή, είναι δομή. Μία κατασκευή που μας περιβάλλει, ως όρια, αλλά και ως επιμέρους στοιχεία στον χώρο· ως σταθερός και κινητός εξοπλισμός. Είναι τόσο δεμένη η αρχιτεκτονική με την δομή και την κατασκευή, που πολλές φορές επικεντρωνόμαστε μόνο σ’ αυτό και ξεχνάμε τα υπόλοιπα.

Το Φως:
Τα υλικά παίρνουν υπόσταση και αναδεικνύονται μέσα από το φως. Χωρίς το φως τα υλικά σιωπούν. Είτε μιλάμε για φυσικό φως, είτε για τεχνητό· είτε για το φως του ήλιου, το φεγγαρόφωτο, το φως μιας λάμπας ή ενός κεριού. Υπάρχουν καλά φωτισμένοι χώροι, αλλά και κακοφωτισμένοι χώροι. Ο φωτισμός αποτελεί από μόνος του τέχνη. Κι αν ακόμα θεωρήσουμε ότι ο τεχνητός φωτισμός εμπίπτει σ’ έναν άλλο τομέα του επιστητού και σε άλλη επαγγελματική ευθύνη και ειδικότητα, ο φυσικός φωτισμός ενός χώρου ή ενός κτηρίου είναι αποκλειστικά και μόνο ευθύνη του Αρχιτέκτονα. Η κατανομή, η θέση, το μέγεθος και η γεωμετρία των ανοιγμάτων δημιουργούν εντελώς διαφορετικές εντυπώσεις σ’ έναν χώρο. Διαφορετικός είναι ένας χώρος μ’ ένα στενό και όρθιο άνοιγμα, και διαφορετικός με έναν τοίχο-άνοιγμα· αν το φως έρχεται από ψηλά ή χαμηλά, αν υπάρχουν σκοτεινές γωνιές, εάν εντάσσεται στον σχεδιασμό το ημίφως ή το μισοσκόταδο… Το φως, σε συνδυασμό με τα υλικά και τις ιδιότητές τους, δημιουργεί και προσδίδει στον χώρο την δική του ιδιαίτερη και ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Φανταστείτε έναν χώρο με δυνατό, εκτυφλωτικό φως που έρχεται απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Νομίζω θα ήταν εξαιρετικά βασανιστικό να εκτεθεί κάποιος για πολλή ώρα σ’ έναν τέτοιο χώρο. Ίσως και να έχει χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος βασανιστηρίων. Φανταστείτε την κατανυχτική ατμόσφαιρα μιας παλιάς βυζαντινής εκκλησίας, με τον χαμηλό φωτισμό, το μισοσκόταδο, τις σκοτεινές γωνιές, τα κεριά και τις αντανακλάσεις στο χρυσό φόντο των εικόνων· ή το φως να κατεβαίνει από τον Παντοκράτορα στο κέντρο του ναού και θα καταλάβετε τι σημαίνει “το φως ως δομικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική”. Φανταστείτε έναν αρχαίο ναό, με τις γλυφές και την γλυπτικότητά του· έναν δωρικό κίονα με τις ραβδώσεις που κατανέμουν το φως ομαλά στην κυλινδρική επιφάνεια του κίονα, αναιρώντας τις σκληρές και απότομες φωτοσκιάσεις, έτσι καθώς το φως γλύφει και αγκαλιάζει μαλακά ολόκληρη την επιφάνεια του κίονα…

Ο Χρόνος:
Ένας Αρχιτέκτονας, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, δεν μπορεί να μην συμπεριλάβει τις έννοιες του χρόνου και της χρονικότητας μέσα στην εργαλειοθήκη του όταν σχεδιάζει έναν χώρο ή ένα κτήριο. Ξεκινώ από το πιο απλό: Σχεδιάζεις μια κατοικία. Σκέφτεσαι τον μέσα με τον έξω χώρο. Τον ημιϋπαίθριο χώρο – αυτό το ενδιάμεσο μεταξύ των κλειστών/εσωτερικών χώρων και του εξωτερικού / υπαίθριου χώρου. Και καθώς σχεδιάζεις σχηματίζεις ένα δέντρο· έναν θάμνο· ορίζεις έναν χώρο πρασίνου. Το δέντρο μέσα στην σκέψη σου έχει μορφή, έχει κόμη, έχει μέγεθος. Είναι φυλλοβόλο ή αειθαλές. Το σκέφτεσαι τον χειμώνα χωρίς φύλλα, το καλοκαίρι με την σκιά και την δροσιά που παρέχει. Ακούς το φύσημα του ανέμου καθώς περνά μέσα από το φύλλωμά του. Κάθε δέντρο βγάζει ξεχωριστό ήχο. Έχει άλλη μουσικότητα. Δίπλα σου έχεις χρώματα – χρωματίζεις. Φαντάζεσαι τον κήπο ανθισμένο την άνοιξη… Κτίζεται το σπίτι. Επιμένεις τα δέντρα να μπουν στην θέση τους, κι ας περιμένεις 5 και 10 χρόνια μέχρι που τα δέντρα και ο κήπος να μπορέσουν να ορίσουν τον χώρο όπως τον οραματίστηκες.

Προσθέτεις σκιάδια, μελετάς τους προβόλους ώστε να έχουν το κατάλληλο μέγεθος στον σωστό προσανατολισμό, για να επιτρέπουν στον ήλιο να εισχωρεί μέσα στο κτήριο τον χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι να τον κρατούν απέξω. Όλη η βιοκλιματική αρχιτεκτονική και όλη η συλλογιστική της εδράζεται πάνω στην έννοια του χρόνου, της εποχικότητας και στο πώς ο ήλιος επισκέπτεται το κτήριο. Το κάθε υλικό έχει τον δικό του τρόπο με τον οποίο γηράσκει. Υπάρχουν υλικά που γερνούν όμορφα, όπως είναι όλα τα φυσικά υλικά – η πέτρα, το ξύλο, η πλίθρα… Υπάρχουν υλικά που γερνούν λιγότερο όμορφα ή και άσχημα, όπως είναι κάποια από τα σύγχρονα υλικά – το πλαστικό για παράδειγμα -, ή και υλικά που δεν γερνούν καθόλου, όπως το αλουμίνιο. Η πάτινα του χρόνου, δηλαδή ο τρόπος που ο χρόνος συναντά τα υλικά, είναι πολύ σημαντική στην αρχιτεκτονική. Ένα πετρόκτιστο, εγκαταλειμμένο μακρινάρι σ’ ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό του τόπου μας όχι μόνο δεν χάνει την ομορφιά του μέσα στο πέρασμα του χρόνου και την εγκατάλειψη, αλλά αποκτά και μιαν άλλη γοητεία και ομορφιά, έτσι καθώς ο χρόνος ενσωματώνεται μέσα στην όλη κατασκευή. Καλείσαι ως Αρχιτέκτονας να το συντηρήσεις για να του ξαναδώσεις χρήση και σε πιάνει δέος, γιατί δεν θέλεις να χαλάσεις αυτό που έχεις μπροστά σου. Και προσπαθείς να το κάνεις με τις λιγότερες απώλειες. Ένα μαρμάρινο ή λίθινο κατώφλι σε μια παλιά βυζαντινή εκκλησιά, που με τα χρόνια έχει αποκτήσει μία κοιλότητα που υποδέχεται λες τον βηματισμό σου, έχει την δική του ομορφιά και δεν τολμάς να το αγγίξεις –και θα ήταν λάθος– σε μια πιθανή μελλοντική συντήρηση. Ο χρόνος ως μνήμη· ως τυπολογία· ως αυλή, ως αίθριο, ως αναφορά ή νύξη στο πρόσφατο ή μακρινό παρελθόν. Ως σύνδεση με ό,τι προϋπήρξε, που εμπλουτίζει την βιωματική εμπειρία και την σχέση με τον χώρο.

***

Τελειώνοντας, θα έλεγα ότι το φως και ο χώρος δίνουν υπόσταση, ζωοποιούν και νοηματοδοτούν την ύλη, έτσι που αυτή να αποκτά έναν σκοπό. Να υπηρετεί ή εξυπηρετεί. Όχι μόνο πρακτικά ζητήματα, αλλά και μια βιωματική σχέση του ανθρώπου με τον χώρο. Σχέση σωματοποιημένη, αλλά και ψυχοπνευματική. Και το αντίστροφο: Η ύλη δίνει υπόσταση και απτικότητα στο φως και τον χώρο· δηλαδή στο “άυλο”. Αλλά και ενσωματώνει μέσα της την έννοια του χρόνου, μέσα από την γήρανση των υλικών, αλλά και την προσαρμογή τους στην χρήση από τον άνθρωπο και στο πώς μορφοποιούνται και αναπλάθονται μέσα από αυτή την χρήση.
Ο Αρχιτέκτονας σχεδιάζει έναν χώρο ή ένα κτήριο. Ο χρήστης το κατοικεί. Κι αυτός ο χρήστης θα δώσει στον χώρο το στίγμα του, την προσωπικότητά του. Τις μυρωδιές και την αύρα του, έτσι που το υλικό και το «άψυχο» ν’ αποτελέσουν ένα ενιαίο όλον μαζί με το έμψυχο περιεχόμενό του· τον άνθρωπο δηλαδή που το κατοικεί.

 

*1 Διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στην Φιλοσοφική Εταιρεία Κύπρου στις 19.10.2023, με τον ίδιο τίτλο και υπότιτλο: “Εισαγωγή στην αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική”.