Βυζαντινή ή Μεσαιωνική Κύπρος;

14062018arthro2

Χάρης Φεραίος
Αρχιτέκτων, Διδάκτωρ τού ΕΜΠ

 

A’

ΕΚΕΙΝΟ για το οποίο εναγωνίως και επαναληπτικά, ίσως και καθ’ υπερβολήν (πιστεύει ότι) διερωτάται στα κείμενά του ο γράφων, είναι κατά πόσο οι Νεοέλληνες υποπτευθήκαμε ποτέ ότι διαχειριζόμαστε την οικουμενικότητα ενός συγκεκριμένου πολιτισμού ή όχι. Αν δηλ. η επίκληση τού «θησαυρού» του γίνεται διότι και τον κατανοούμε, ανήκοντες σ’ αυτόν, (γινόμαστε δηλ. μέτοχοι τού τρόπου του) ή απλώς διότι φυλετικά ή εθνικά θεωρούμε ότι μας ανήκει; Καίριο ερώτημα για τον νέο Ελληνισμό: Διότι, η πρώτη εκδοχή συνιστά συνέχεια πολιτισμού, ενώ η δεύτερη απλώς φολκλόρ, θλιβερή δηλ. υποανάπτυξη επαρχιώτικου εθνικισμού.

Να κατανοήσει όμως ο νέος Ελληνισμός τον ελληνικό τρόπο του, δεν φαίνεται έργο εύκολο. Οι δυο σχεδόν αιώνες «διαφωτιστικής» αλλοτρίωσης, (1831 και εντεύθεν) έχουν αρτηριοσκληρώσει το νεοελληνικό σώμα και στεγνώσει τους χυμούς του. Το δε πρόσφατο ευρωπαϊκό αφιονιστικό μας παραλήρημα, έχει καταθορυβήσει την παλαιόθεν ηρεμία τού ελληνικού «λόγου», για να μπορεί νηφάλια αυτός να εντρυφήσει στο ερώτημα. Και έτσι έφτασαν σήμερα οι Νεοέλληνες, την κάθε πρόταση που ακούνε περί ιδιοπροσωπίας, ή περί συνέχειας ελληνικού πολιτισμού, τού οποίου είναι οι διαχειριστές, να τη θεωρούν είτε φανατισμού παράγωγο, είτε σωβινισμού αποκύημα! Έτσι ακριβώς, είμαι βέβαιος, θα ηχήσει και το σημερινό ερώτημα τής στήλης. Το οποίο αναφέρεται, προφανώς, στην έκθεση με τίτλο «Βυζαντινή και Μεσαιωνική Λευκωσία» (Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο). Περί το εγχείρημα βέβαια ουδείς ψόγος. Όμως περί τον τίτλο γίνεται ο λόγος: Πώς τάχα, Βυζαντινή η Κύπρος, μπορούσε συνάμα να είναι και Μεσαιωνική!

Ο Μεσαίωνας (δυτική αποκλειστικά ονοματολογία) ως έννοια τής ευρωπαϊκή παρακμής, ουδέν έχει να κάνει με την αντίστοιχη εποχή τής ελληνικής ανατολής (που η δύση πάλι ψευδώνυμα ονόμασε «Βυζάντιο»). Διότι η εποχή εκείνη, ως νέα μορφή ελληνικού πολιτισμού, ήτανε ανα-γένεση, και ακμή, και πολιτιστική πρόταση ελληνικού, πάλι, τρόπου, παγκόσμια. Που υπό τη νέα της μορφή, έζησε, (και για 1100 χρόνια) όλες τις φάσεις τών μεγάλων πολιτισμών. Συνεπώς είτε «βυζαντινή», είτε μεσαιωνική μπορεί να ήτανε η Κύπρος. Όχι και τα δύο! Και πράγματι, βυζαντινός ήταν ο λαός τής Κύπρου, και μεσαιωνικοί ήσαν μόνο οι σταυροφόροι κατακτητές. Σε πείσμα δε τών επιδιώξεών τους, παρέμενε σχολαστικά βυζαντινός εκείνος ο λαός. Γι αυτό και η άβυσσος τού αισθητικού ύφους που χωρίζει τα έργα τών μεν από τών δε, προβαλλόμενα εννοείται και στην έκθεση. Και δεν νομίζω να χρειαζόταν ιδιαίτερα έμπειρη καλλιτεχνική ματιά για να διακρίνει κάποιος την κραυγάζουσα διαφορά…

Πλην όμως, ο όρος «Μεσαιωνική Κύπρος» πάσχει και για άλλο σημαντικότερο λόγο, (που όφειλε να μην είχε διαφύγει τής προσοχής τών ειδικών) προερχόμενο δε από την φύση τού ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, και το σημαδιακό έτος 1000, που αποτελεί και βαθιά τομή στην πορεία του: Για λόγους που θα αναλυθούν στο μέρος Β’, το «τραγικό» εκείνο έτος προανάγγειλε την έξοδο τής Ευρώπης, από το φρικτό σκότος που δημιούργησε η πρωτοφανής πλημμυρίδα βίαιου εποικισμού της από φραγκοτευτονικά κυρίως, φύλα. Τότε είναι που άρχισαν και τα πρώτα αδέξια βήματά της στον πολιτισμό, στην καλούμενη ρομανική εποχή. *1 Σύντομα όμως, και με την παράλληλη εμφάνιση τού ευρωπαϊκού σχολαστικισμού, εξεπήγασε, ως καθαρά ευρωπαϊκή δημιουργία, *2 η γοτθική εποχή, τής εκπληκτικής, όπως θα δούμε, αρχιτεκτονικής, ως προπομπός τής εξόδου από τον Μεσαίωνα, πριν δηλ από την καλούμενη Αναγέννηση. Αυτής τής εποχής τέκνα ήσαν και οι ευρωπαίοι κατακτητές τής Κύπρου, τής Φραγκοκρατίας.

Δόκιμο λοιπόν θα ήταν, να ονομαστεί η έκθεση, «Βυζαντινή – Γοτθική Λευκωσία», και όχι βέβαια, και σε καμιά περίπτωση, Μεσαιωνική! Πολύ περισσότερο που η περιπέτεια τής Κύπρου εκείνη, παρήγαγε έργο, δημιούργημα προσωπικό τού βυζαντινού λαού της, δείγμα δε ακμής τού ελληνικού πολιτισμού του, και τής ρώμης τού ελληνικού του τρόπου καρπός: Τού αρχέγονου ελληνικού τρόπου, που γνωρίζοντας την κοσμο-γονική (περί την γέννηση πολιτισμών *3) δύναμή του, γνωρίζει και τον τρόπο να διαπιστώνει αρετές άλλων πολιτισμών, να υιοθετεί ό,τι είναι αληθές σ’ αυτές, και στη συνέχεια να το αναμορφώνει έτσι που, εντασσόμενο στον δικό του τρόπο, να εκφράζει το δικό του κατηγορικό πνεύμα, την δική του πολιτισμική Ιδιοπροσωπία. Και το έργο αυτό, μέγα επίτευγμα τού βυζαντινού τεχνίτη τής Κύπρου, είναι έργο αρχιτεκτονικής κυρίως, και λέγεται Φραγκοβυζαντινός Ρυθμός. Αλλά για να έχει κανείς την τόλμη να θεωρεί αυτό το λαϊκό έργο, που τότε γέννησε, φραγκοκρατούμενη η Κύπρος, ζωντανού πολιτισμού επίτευγμα, θα πρέπει τον ελληνισμό να τον έχει γνωρίσει πρωτογενώς, και όχι φυσικά από τους επί τούτου περιφερόμενους μεταπράτες…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Και μία, πολλά «φθεγγόμενη», απορία: Αφού η έκθεση αναφέρεται σε «Βυζαντινή» και «Μεσαιωνική» (έστω), εποχή, γιατί τότε, στις εικονικές αναπαραστάσεις τών μνημείων τής Λευκωσίας που προβάλλονται, τόσο Γοτθικοί όσο και Φραγκοβυζαντινοί ναοί, παρουσιάζονται, με τους επεμβατικούς μεταγενέστερους μιναρέδες τής Τουρκοκρατίας; (Κεντρική Εικ. 1) Η, διαφωτιστική ίσως, ερμηνεία αναμένεται…

 

Β΄

Μιλήσαμε πιο πάνω, στο μέρος Α’, για το τραγικό έτος 1000 μ.Χ. στην Ευρώπη, που εμμέσως επηρέασε και την Κύπρο. Ό,τι λοιπόν συνέβη στην Ευρώπη το έτος εκείνο ήταν κοσμογονικό, τόσο σε γεγονότα που προηγήθηκαν, όσο και ως γεγονός που ακολούθησε. Προηγήθηκε αρχικά, (4ος – 6ος. μ.Χ. αιώνας) ο βίαιος εποικισμός τής δυτικής Ευρώπης από τα βαρβαρικά φραγκοτευτονικά καλούμενα (γερμανικά κυρίως) φύλα, τα οποία ως πλημμυρίδα, και σε αλλεπάλληλα κύματα, απ’ άκρου σ’ άκρο την κατέκλυσαν. Καταστρέφοντας μεν, και ολοσχερώς, τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό της, γεννώντας ακολούθως, πράγμα που υπήρξε και το κοσμογονικό για την ιστορία της, μιαν «άλλη» Ευρώπη! Ευρώπη τοποθετημένη στους αντίποδες και τού πολιτισμού εκείνου, όσος ως τότε άκμασε στην Δύση, κυρίως όμως και όσου άκμαζε ακόμη στην Ανατολή, ως «Βυζάντιο» βεβαίως! Κύριο δε χαρακτηριστικό τής «άλλης» αυτής Ευρώπης, υπήρξε η εγκαθίδρυση μιας, τουλάχιστον περίεργης, εκδοχής Χριστιανισμού, με επικεφαλής του ένα δικαιοκρίτη, υποταγμένο στην θεία δικαιοσύνη του, «απάνθρωπο» Θεό… Απολύτως φυσιολογικό πάντως επακόλουθο τής κοσμοαντίληψης τών φραγκοτευτονικών φύλων, και τού απλοϊκού, και φυσικά απλουστευτικού, βαρβαρισμού τους, με τον οποίο είχαν «προσλάβει» εκείνα τον Χριστιανισμό… Ό,τι δηλ. σκοτεινό προέκυψε ως επακόλουθο και ονομάστηκε Μεσαίωνας!

Επακόλουθο επίσης εκείνων τών απλοϊκών (θρησκευτικών) «πεποιθήσεων», *4 υπήρξε και ό,τι πρωτοφανές προέκυψε στη δυτική Ευρώπη λίγο πριν το έτος 1000: Πάνδημη φρενίτιδα υστερίας, πως εκείνος βέβαια ο «δικαιοκρίτης» Θεός όρισε για το έτος 1000 να γίνει η Δευτέρα Παρουσία, να έλθει συνεπώς και το τέλος τού Κόσμου! Και φυσικά, συντετριμμένοι από τέτοια θανάσιμη αγωνία όλοι οι τότε Ευρωπαίοι, είτε μοιρολατρικά αδρανούσαν, είτε, χειρότερα, το έριχναν στην κραιπάλη, αναμένοντας, αμήχανοι και οι μεν και οι δε, το επερχόμενο τέλος…

Κοσμογονικό όμως ήταν και ό,τι ακολούθησε την επαύριο τού έτους εκείνου: Για εκείνο πια τον Ευρωπαίο φάνταζε η ημέρα εκείνη ως ένα κυριολεκτικό «ξαναγέννημα»! Τέτοια δε ήταν η διάθεσή του να αξιοποιήσει τη ζωή, εκείνην βέβαια που με τόση αγωνία «εξαγόρασε», ώστε αδύνατο θα ήταν να μην εκφραστεί το μέγα γεγονός, εκεί όπου φυσιολογικά εκδηλώνεται, στον χώρο δηλ. τής τέχνης: Πράγματι, ρομανικός και γοτθικός ρυθμός που έλαμψαν στην ευρωπαϊκή τέχνη, ειδικά δε στην αρχιτεκτονική, όση ακολούθησε το έτος 1000, είναι αυτή η έκφραση τής διαδικασίας εξόδου τής Ευρώπης απ’ εκείνο τον Μεσαίωνα. («Διαδικασία», και όχι ακόμα έξοδος…)

Φυσιολογικό λοιπόν ήταν, η απλοϊκή εκείνη Ευρώπη, στα πρώτα, αδέξια ακόμα, βήματά της στον πολιτισμό, να αναζητήσει κάποιο (αρχιτεκτονικό) πρότυπο, για δημιουργία τού έργου της. Τέτοιο δε πρότυπο το βρήκε φυσικά στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, εκείνον που άκμαζε στη Νέα Ρώμη (ως Ρωμανία) στην Ανατολή, δηλ. το «Βυζάντιο»! Και έτσι προέκυψε, με εμφανή επηρεασμό από τη Ρωμανία, ο μεγάλος, εκ τούτου ονομασθείς γι’ αυτό και «ρομανικός» *5, ρυθμός τής αρχιτεκτονικής, που άκμασε τον 11ο και 12ο κυρίως αιώνα. Άρχισε παράλληλα, στην αφυπνιζόμενη Ευρώπη, να ανατέλλει και η ανάγκη τής φιλοσοφικής θεολογίας, ό,τι δηλ. ο Πλάτων ονόμασε «γιγαντομαχία περί τής ουσίας». Πλην όμως τής Ευρώπης εκείνης τα τέκνα δεν έπαυαν να είναι και τέκνα τής απλουστευτικής διάνοιας τών «βαρβαρικών» προγονικών τους φύλων. Συνεπώς ήταν επίσης φυσικό, και την ελληνική φιλοσοφία να την κατανοήσουν με παρόμοιο απλουστευτικό πάλι τρόπο. *6 Και ο τρόπος αυτός ήταν βέβαια η (αντι-ελληνική) νοησιαρχία! Από Άνσελμου τής Καντερβουρίας, 11ος αιώνας, μέχρι τον Θωμά Ακινάτη, τον 13ο! Μια «φιλοσοφία» δε, ειδικά και με πάθος, contra errores Graecorum!

Ήταν επίσης το ίδιο λογικό, για την διαμορφούμενη τότε νέα Ευρώπη, και πάντοτε στο κλίμα εκείνου τού contra errores Graecorum, να αναζητηθεί «αντίλογος» σ’ εκείνο τον ρομανικό ρυθμό! Αντίλογος, δόκιμος δε, υπήρξε η δημιουργία, ιδίως προσωπικού τής Ευρώπης, και πάντως μεγαλοφυούς, έργου, εκείνου που ονομάστηκε μεγάλος Γοτθικός Ρυθμός. (Από τών αρχών τού 13ου, μέχρι και τον 15ο αιώνα) Μεγάλος δε, κατά τον γράφοντα, όχι μόνο διότι αποτελεί ό,τι πρωτότυπο, (και εκ τού μη όντως!) γέννησε ποτέ η Ευρώπη, (τολμώ δε να πω, και το μοναδικό…) σε όλη την μακρά ιστορία της, αλλά και διότι μπόρεσε, όσο κανένα άλλο αρχιτεκτονικό έργο της, αριστοτεχνικά μάλιστα να συμβολίσει στον λίθο, τόσο το ευρωπαϊκό χρησιμοθηρικό πνεύμα τής νοησιαρχίας, όσο και, (μοναδικό μάλιστα επίτευγμα στην παγκόσμια ιστορία τού πολιτισμού) να εκφράσει (κατά τον γράφοντα πάντα) στην αρχιτεκτονική (τού γοτθικού του ναού) και αυτό ακόμα το τραγικό, ως αισθητική κατηγορία! *7 Έργο ούτε ασήμαντο, ούτε και τυχαίας ιστορικής στιγμής δημιούργημα…

Με αυτό λοιπόν το γοτθικό πνεύμα, και όχι βέβαια με τον Μεσαίωνα, (τι λόγος!) ήλθε τον 13ο αιώνα σε επαφή η Κύπρος, όταν, τελευτώντος τού 12ου, κατακτήθηκε από τους Φράγκους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, πως οι ιστορικοί τής τέχνης δεν αποκαλούν την εποχή αυτή Μεσαίωνα, αλλά το πολύ Ύστερο Μεσαίωνα. (Κάποτε μάλιστα και Πρώιμη Αναγέννηση). Πώς λοιπόν οι οργανωτές τής σχετικής έκθεσης τού Λεβέντειου επέλεξαν να επιμείνουν στην ονομασία «Μεσαιωνική» για την Λευκωσία τής αντίστοιχης ιστορικής περιόδου, είναι όντως περίεργο. *8 Πολύ περισσότερο που όφειλαν να γνωρίζουν, ό,τι όντως εντυπωσιακό και μοναδικό ως πρόταση πολιτισμού, δημιούργησε την ίδια εκείνη ιστορική στιγμή και η κυπριακή λαϊκή ψυχή, υπό τη μορφή εκείνου που ονομάστηκε, και είναι γνωστό, ως Φραγκοβυζαντινή Αρχιτεκτονική. Αλλά αυτό μπορεί, και ίσως οφείλει, να αποτελέσει αντικείμενο κάποιου άλλου σημειώματος.

Ως τότε ας γνωρίζομε απλώς το ουσιώδες: Ότι ο φραγκοβυζαντινός ρυθμός πήρε από τον γοτθικό μορφές, και από τον βυζαντινό διατήρησε το ύφος. Και με την ευκαιρία ας επιτραπεί στον γράφοντα, να επαναλάβει μια παλαιότερή του θέση. *9 Ότι «η μελλοντική έρευνα, που θα συγκρίνει τον γοτθικό ναό τών Αγίου Πέτρου και Παύλου, με τον σχεδόν όμοιό του φραγκοβυζαντινό τού Αγίου Γεωργίου, στην Αμμόχωστο, (Εικ. 2) θα αναγκαστεί να αναθεωρήσει τα όρια τού Φραγκοβυζαντινού ρυθμού, για να μπορέσει να περιλάβει σε αυτά, όχι μόνο βυζαντινούς ναούς με γοτθικά μορφολογικά στοιχεία, αλλά και τους γοτθικούς με βυζαντινό ύφος»! Και παρότι ακροβατικό, θα τολμούσα να πώ ότι, αλληγορικά τουλάχιστον, ο φραγκοβυζαντινός ρυθμός, ειδικά τής αρχιτεκτονικής τού λίθου, «αποπειράθηκε» να επαναφέρει τον γοτθικό ρυθμό, ξανά στον ρομανικό ρυθμό, εκεί δηλ. όθεν εξεπήγασε…

 


 

  1. Σαφώς εμπνευσμένη φυσικά από το «Βυζάντιο» δηλ. τη Ρωμανία.
  2. Ως «οργισμένη» αντίδραση στην «καταδυνάστευση» εκείνης τής Ρωμανίας!
  3. Με τον «βυζαντινό» βεβαίως να είναι ο τέταρτος στη σειρά.
  4. Κάτι είπε για την «πεποίθηση» ο Νίτσε…
  5. Είναι πάντως και χαρακτηριστικό αλλά και ενδεικτικό αυτής τής θέσης, ότι στο γνωστό βιβλίο του για την Κύπρο «L’ Art Gothic et la Renaissance en Chypre» ο Camille Enlart, ειδικά του θολοσκεπείς βυζαντινούς ναούς τής Καρπασίας, (10ος αιώνας) εκ παραδρομής βεβαίως, τους αποκαλεί «ρομανικούς»! (π.χ. Παναγία Αφέντρικα)
  6. Σημειώνω ότι τον, αγαπητό στην Ευρώπη, Αριστοτέλη, που μόλις τότε «ανακάλυψαν», οι Ευρωπαίοι τον διάβαζαν, όχι στα ελληνικά, που έτσι κι αλλιώς δεν τα γνώριζαν, αλλά από Αραβικές μεταφράσεις του…
  7. Βλ. σχετικά, μελέτη τού γράφοντος, «Αρχιτεκτονική και τραγικό» στον ιστότοπο «Αντίφωνο», Νοέμβριος 2014
  8. Για τον γράφοντα πάντως όχι ανερμήνευτο!
  9. Βλ. Του γράφοντος: «Ξυλόστεγος Φραγκοβυζαντινή Αρχιτεκτονική τής Κύπρου», Λευκωσία 2009, σ. 17.